ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

Από τη μικρασιάτικη Λάμψακο, στα παράλια του Ευρίπου




Του Κώστα Μπαϊρακτάρη
Σ’ αυτό μας το ιστόρημα θα επιχειρηθεί μια αναδίφηση στις ρίζες της Λαμψάκου ανά τους αιώνες. Θα γίνει αναφορά στο ένδοξο παρελθόν της μικρασιάτικης Λαμψάκου, στον ξεριζωμό των κατοίκων της από τα πάτρια εδάφη κατά την τραγικότερη σελίδα του έθνους  - τη Μικρασιατική Καταστροφή - και τέλος στη μετεγκατάστασή τους στο απαλλοτριωμένο τσιφλίκι “Βαρατάση”, κοντά στη Χαλκίδα.
Α. Η αρχαία Λάμψακος
Η Λάμψακος υπήρξε από τις αρχαιότερες πόλεις του Ελλησπόντου και βρίσκεται στα μικρασιάτικα παράλια απέναντι από την Καλλίπολη. Ιδρύθηκε από τους Φωκαιείς της Ιωνίας, τον 7 π.Χ. αιώνα, όταν τους παραχώρησε την περιοχή – για να δείξει την ευγνωμοσύνη του προς αυτούς για κάποιο καλό, που του έκαμαν– ο βασιλιάς των Βεβρύκων. Οι Φωκαείς ονόμασαν, τότε, την πολίχνη τους Πυτιούσα, που σημαίνει πόλη κοντά στον πορθμό.


Λίγο αργότερα, κάποιοι Βέβρυκες σχεδίαζαν να εξοντώσουν τους Φωκαείς, προδόθηκαν όμως από την κόρη του βασιλιά τους τη Λαμψάκη και καταπνίγηκε η κίνησή τους. Τιμής ένεκεν, οι Φωκαείς μετονόμασαν την πόλη τους σε Λάμψακο και τη συνάμα – τη βασιλοπούλα – τη  λάτρευαν για αιώνες ως θεά τους.

Πάτρων θεός της Λαμψάκου ήταν ο Πρίαπος, μια ελληνική θεότητα που έλκει την καταγωγή της από αυτήν την όμορφη πόλη του Ελλησπόντου. Ήταν Θεός της γονιμότητας, γιος του Διονύσου και της Αφροδίτης και σύμβολό του ήταν ένας  υπερμεγέθης φαλλός. Στα ελληνιστικά χρόνια η λατρεία του απλώθηκε και στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο.
Η Λάμψακος, στη συνέχεια, καταχτήθηκε από τους Πέρσες. Με την πρώτη ευκαιρία



επαναστάτησε μαζί με τις άλλες ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας, μα ξαναϋποτάχτηκε στους Μήδους με αποτέλεσμα τον εξανδραποδισμό των κατοίκων της και την ολοσχερή καταστροφή της.
 Όμως, ξαναχτίστηκε και πάλι αργότερα από τα λίγα διασωθέντα τέκνα της.Η ανάπτυξή της ήταν γοργή. Έκοψε και δικά της νομίσματα, τους περίφημους “Λαμψηκηνούς στατήρες” από χρυσό και ήλεκτρο, οι οποίοι έφεραν τη μορφή του ιππόκαμπου και θεωρούνται από τα ωραιότερο νομίσματα της αρχαιότητας. Δείγματα λαμψακηνών στατήρων κοσμούν τις περίοπτες προθήκες της εισόδου του Νομισματικού Μουσείου Αθηνών.
Στα χρόνια του Κίμονα η Λάμψακος έγινε μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας.
Το Σεπτέμβρη του 405 π.Χ. στη θάλασσά της θα λάβει χώρα μια από τις τραγικότερες
εμφύλιες συμπλοκές του αρχαίου ελληνικού κόσμου: ήταν η περίφημη πεζομαχία στους Αιγός Ποταμούς, μιας πολίχνης απέναντι από τη Λάμψακο στη Θρακική ακτή του Ελλησπόντου όπου ελλιμένιζε ο στόλος των Αθηναίων, ενώ των Σπαρτιατών υπό τον Λύσανδρο καραδοκούσε και κατασκόπευε τις αθηναϊκές δυνάμεις από τον όρμο της πόλεως. Κι όταν ο Λύσανδρος διαπίστωσε πως κάθε απόγευμα οι Αθηναίοι έβγαιναν στην ακτή, την πέμπτη ημέρα της αναμονής τούς επιτέθηκε ξαφνικά με τις ναυτικές δυνάμεις του. Έτσι, σχεδόν αμαχητί κατέλαβε το στόλο τους και αστραπιαία κατανίκησε τους πανικόβλητους Αθηναίους. Το αποτέλεσμα τραγικότατο γι’ αυτούς. Αλλά τη μεγάλη της φήμη η Λάμψακος την απέκτησε - εκτός των εύγευστων κρασιών της – ως γη σοφών, ως φιλόστοργος πνευματική πόλη.
  Ορισμένοι από τους πολλούς άξιους άνδρες της ήταν και ετούτοι:
  Από τη Λάμψακο καταγόταν ο Μητρόδωρος ο Λαμψακηνός (330 π.Χ. - 277 π.Χ.). Ήταν φιλόσοφος και συγγραφέας. Υπήρξε μαθητής του Επίκουρου. Πίστευε πως η ευδαιμονία του ανθρώπου είναι συνυφασμένη με τη γαλήνη της ψυχής. Επίσης, διακήρυττε,  πως στο σύμπαν υπάρχουν πολλοί κατοικημένοι κόσμοι.
Την ίδια γη είχε πατρίδα του και ο Αναξιμένης ο Λαμψακηνός, ρήτορας, σοφιστής και δάσκαλος του Μ. Αλέξανδρου. Υπήρξε μαθητής του Διογένη του Κυνικού. Από τα πάμπολα συγγράματά του διασώθηκαν ελάχιστα αποσπάσματα.
 Στη Λάμψακο κυνηγημένος από τους Μακεδόνες είχε καταφύγει κι ο φιλόσοφος Επίκουρος ιδρύοντας φιλοσοφική σχολή, την οποία διατήρησε επί μια τετραετία (310-306 π.Χ.).
Κυνηγημένος από το κατεστημένο της Αθήνας με τη μομφή της “περί αθεΐας διδασκαλίας” κατέφυγε στη Λάμψακο, όπου ίδρυσε φιλοσοφική ο μέγας Αναξαγόρας.  Η Λάμψακος τον τίμησε με: μεγαλοπρεπή ταφή, ίδρυση βωμών και επετειακές – στη μνήμη του –  εκδηλώσεις.
  Λαμψακηνός ήταν και ο άγιος Τρύφωνας, πολιούχος της Νέας Λαμψάκου, ο οποίος μαρτύρησε με σκληρό τρόπο επί Δεκίου.
Στη Λάμψακο έζησε και ένας άλλος άγιος της χριστιανικής εκκλησίας, ο Παρθένιος, ο οποίος είχε χρηματίσει και επίσκοπός της.
Ο ναός, που είχαν χτίσει προς τιμήν του οι Λαμψακηνοί, αμέσως μετά την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μετασχηματίστηκε από τους Τούρκους σε τζαμί. Η χρήση του και σήμερα παραμένει η ίδια.
Με τη Λάμψακο συνδέονται ο όσιος Ευσχήμων και ο όσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης.
Ο ξεριζωμός
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η Λάμψακος είχε απωλέσει την παλιά της αίγλη, αλλά παρέμενε μια τυπική οθωμανική πόλη με το ελληνικό στοιχείο να ελέγχει την οικονομική ζωή του τόπου, αν και μειοψηφία  (χίλιοι εξακόσιοι ‘Έλληνες σε σύνολο τριών χιλιάδων εξακοσίων κατοίκων, η πλειοψηφία των οποίων ανήκε στο μουσουλμανικό στοιχείο).
Η οικονομική της δραστηριότητα βασιζόταν στην πλούσια θάλασσά της και την εύφορη γη της, η οποία παρήγαγε όλων των ειδών τα γεωργικά προϊόντα. Κύριο γεωργικό προϊόν ήταν το περίφημο λαμψακηνό κρασί και το επιτραπέζιο σταφύλι. Οι Τούρκοι σήμερα μετατρέψανε αυτούς τους αμπελώνες, σε οπωρώνες.
Σημαντική ήταν και η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, της χαλκουργίας, της ψαθοποιΐας, της κεραμουργίας και άλλων βιοτεχνικών δραστηριοτήτων.
Σε άνθιση βρισκόταν το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο, το οποίο είχε περιέλθει στα ρωμέικα χέρια. Αυτές οι εμπορικές συναλλαγές δημιούργησαν και στενότερες σχέσεις μεταξύ των εμπορευομένων Λαμψακηνών και Ελλήνων απ’ όλες τις μεριές της πατρίδας μας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση συγγένισσας του συγγραφέα: “Η πατρίδα μου η Λάμψακος’’, του Σαράντη Σαραντή – απ’ όπου αντλήσαμε πολλά στοιχεία – η οποία  πριν το Εικοσιδυό είχε νυμφευτεί Χαλκιδέο έμπορο.
Μέχρι στους βαλκανικούς πολέμους οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων Λαμψακηνών ήταν καλές. Από τότε άρχισαν να υποβλέπουν τους Έλληνες συμπατριώτες τους. Κατά τη διάρκεια του πρώτου Παγκόσμιου πολέμου το οθωμανικό κράτος διασκόρπισε μεγάλο μέρος των ελληνικών πληθυσμών στα ενδότερα της Ανατολίας. Ανάλογη τύχη είχαν και οι Λαμψακηνοί. Η λήξη του πολέμου σήμαινε και τον επαναπατρισμό τους. Οι Τούρκοι όμως είχαν αλλάξει νοοτροπία, ήταν ‘‘οχιά έτοιμη να δαγκάσει’’. Και όταν είδαν, στις 2 Μαΐου του 1919, τους Έλληνες της Λαμψάκου να ντύνουν την Πόλη τους με τη γαλανόλευκη για να υποδεχτούν ένα ελληνικό σύνταγμα, το οποίο κατασκήνωσε προσωρινά εκεί φέρνοντας την πολυπόθητη Λευτεριά στην Ελληνική Μικρά Ασία, φρύαξαν.
Την πρώτη ευκαιρία της εκδίκησης, η οποία υπήρξε ο προάγγελος των μέγιστων δεινών, δεν άργησαν να τη βρουν. Στις 17 Ιανουαρίου του 1921 οι ‘Έλληνες ξύπνησαν αλλόφρονες. Μέσα στ’ άγρια μεσάνυχτα οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά στο ρωμιομαχαλά. Είχαν φροντίσει να ’ναι κατάλληλος ο άνεμος – θυελλώδης –  και να φυσά προς τα ελληνικά σπίτια, τα οποία ήταν σε ποσοστό 80% ξύλινα. Τα υπόλοιπα – πλην ελαχίστων αρχοντικών, απ’ τα οποία 2-3 διασώζονται και σήμερα – είχαν πέτρινο το ισόγειο μέρος και το υπόλοιπο ξύλινο.
Απ’ ότι μας πληροφόρησε η 85χρονη σήμερα Παρασκευή Παπαδοπούλου, “αφορμή βρήκαν οι Τούρκοι την άρνησή μας – με προτροπή του παπά μας – να μην ψάλουμε κατά την επιστροφή μας από την παραλία (όπου ρίξαμε το σταυρό στη θάλασσά μας κατά την τελετή των Θεοφανίων), το πολυχρόνιο στον Πατισάχ μπροστά από το τούρκικο δικαστήριο, όπως συνηθιζόταν”.
Το δεκαοχτάμηνο που μεσολάβησε έως την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, οι Έλληνες επιδόθηκαν σε μια γοργή ανοικοδόμηση του καμένου συνοικισμού τους. Το ’22 ήταν μια πολύ παραγωγική χρονιά. “Ήταν στολισμένα εκείνη τη χρονιά τ’ αμπέλια μας. Θα κάναμε πολύ σταφύλι’’. Λόγια της 8χρονης τότε Στυλιανής Τσιτίνη. Ο συγγραφέας Σαράντης Σαραντής σχολίαζε πως με το σταφύλι εκείνης της μαύρης χρονιάς - που ήταν τόσο πολύ όσο ποτέ, λες και προμήνυε την επερχόμενη συμφορά, όπως πιστεύει ο λαός μας: “πολλά γεννήματα, πολύ κακό” - θα ολοκλήρωναν τις οικοδομικές εργασίες των σπιτιών τους.
Γ. Η ΦΥΓΗ
Η άτακτη υποχώρηση του στρατού μας συμπαρασύρει σε πανικόβλητη φυγή μακριά από τις πατρογονικές εστίες όλο τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω... Από τους 2.500.000 περίπου Έλληνες της κοιτίδας του πολιτισμού – Αυτοί οι δημιουργοί του! – το 1/3 (απ’ αυτούς τους Φωτεινούς Άρχοντες της Ελληνικής Ανατολής) ανθοστόλισε με την τελευταία του πνοή τα χώματα της υπέρλαμπρης  πατρώας γης. Οι υπόλοιποι κυνηγημένοι ζήτησαν την προστασία του αθηναϊκού κράτους, όπως χαρακτηρίζεται από πολλούς το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Ανάμεσα σ’  αυτούς και ο λαμπρός  Πανεπιστημιακός Νεοκλής Σαρρής.
Την ίδια πορεία ακολούθησαν και οι Λαμψακηνοί. Στις 25 Αυγούστου οι πλείστοι εξ αυτών με καΐκια περνούν απέναντι στην Καλλίπολη. Μεταφέρουν ελάχιστα απ’ τα υπάρχοντά τους. Κάποιοι παραμένουν πίσω, για να ταχτοποιήσουν ορισμένες υποχρεώσεις τους. Γρήγορα, όμως, βρίσκονται όμηροι των Τσετών. Τραβούν τα πάνδεινα στα “Τάγματα εργασίας”, τα τάγματα του θανάτου, της κυρίαρχης πλέον –  ελέω ‘‘Συμμάχων’’μας και πολλών άλλων παραγόντων – Τουρκίας.
Ο κύριος όγκος των Λαμψακηνών είκοσι μέρες μετά, με ένα πλοίο του Εμπειρίκου, οδηγείται στον Πειραιά κι από εκεί στη Χαλκίδα. Υπάρχει η άποψη μεταξύ των εντοπίων ότι αυτό συνέβη ανήμερα του Σταυρού.
Δ. ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΠΑΤΡΙΔΑ
Πρώτη εγκατάσταση: Σχολή Πεζικού, σχολεία και εκκλησίες της πόλης. “Μας πετάξανε μέσα σ’ αυτά! Μετά από 6 μήνες μας μετέφεραν στην Καναπίτσα. Εκεί, μείναμε για ένα χρόνο. Το 1924-25 το Κράτος μας έφτιαξε σπίτια στου Βαρατάση το τσιφλίκι, που απαλλοτριώθηκε. Μας δώσανε και από 30 στρέμματα στον Πισσώνα. Μας δώσανε και σπόρους για να φυτέψουμε. Περάσαμε δύσκολα χρόνια. Πόλεμοι, φτώχεια, πείνα, ξεριζωμός, ορφάνια...” αναθυμάται η Στυλιανή Τσιτίνη.
Και η Παρασκευή Παπαδοπούλου ανασκαλίζοντας τη μνήμη της, όλο παράπονο: «Αν μας δεχτήκανε εδώ; Με περιφρόνηση! Ούτε που γυρίζανε να μας δουν τους πρόσφυγες... ‘‘Τι τους φέρατε εδώ πέρα αυτούς;’’ έλεγαν. Αυτοί πρέπει να πάνε έξω...»
Οι Περίπου 600 αυτοί Λαμψακηνοί πρόσφυγες - οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν σ’ άλλα μέρη της Ελλάδας - βάλθηκαν με σκληρή δουλειά και πάμπολλες θυσίες, ν’ αναμορφώσουν αυτόν τον βαλτότοπο, που τους έλαχε για νέα πατρίδα.
Ο αρχικός οικισμός αναπτύχθηκε γύρω από τον κεντρικό δρόμο της περιοχής “Τροχός”. Στη συνέχεια, αφού εκπονήθηκε ένα σύγχρονο ρυμοτομικό σχέδιο, άρχισε να επεκτείνεται προς την πλευρά της ακτής.
Μια απ’ τις πρώτες φροντίδες των Λαμψακηνών υπήρξε η δημιουργία ναού – αληθινό παράπηγμα, τότε – στο χώρο όπου σήμερα ευρίσκεται το Πνευματικό Κέντρο της Κοινότητας. Μετά το 1945 με δωρεές και εράνους πλάστηκε ο σημερινός περικαλλής ναός του Αγίου Τρύφωνα, ο οποίος φιλοξενεί και εικόνες, που περιέσωσε και μετέφερε από την Μικρασιατική Λάμψακο ο τελευταίος ιερέας της Λαμψάκου, ο παπα-Νικόλας Βογιατζής, ο οποίος αναπαύεται –  ακοίμητος φρουρός της νέας πατρίδας και διαχρονικό σύμβολο ζεύξης των δύο τόπων – στο ανατολικό τμήμα του ναού!
Φιλοπρόοδοι και εργατικοί οι Λαμψακηνοί καταπιάστηκαν με την όποια απασχόληση. Άλλοι εργάστηκαν στο τσιμεντάδικο, άλλοι στους αμπελώνες του Μύτικα, άλλοι ως οικοδόμοι κι άλλοι ως εργάτες, όπου υπήρχε ζήτηση. Παράλληλα, καλλιεργούσαν τα σταροχώραφά τους στον Πισσώνα και τον μικρό γεωργικό τους κλήρο – 3 έως 3,5 στρέμματα – άγονης, βαλτώδους περιοχής στο μη δομημένο τμήμα του οικισμού, συντηρούσαν λίγα ζώα και πρόστρεχαν στον ψαρόκηπο του Ευβοϊκού για να συμπληρώσουν το φτωχικό τους γεύμα.
Ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη της κοινότητας έδωσαν οι τρεις βιομηχανίες –  ΕΛΕΝΙΤ., Πειραϊκή και ΠΟΛΥΤΕΞ – οι οποίες φιλοξενήθηκαν στο έδαφός της.
Το ΕΛΕΝΙΤ ιδρύθηκε το 1960 και παρήγαγε πλαστικά και προϊόντα αμιαντοτσιμέντου. Απασχολούσε περί τα 210 άτομα, από τα οποία, το 1984, τα 50 ήταν Λαμψακηνοί. Έκλεισε πριν το 1990 κάτω από το βάρος των ανομημάτων του. Υπήρξε η βλαπτικότερη εστία ρύπανσης της περιοχής, η οποία – ένεκα του αμιάντου – οδήγησε στο θάνατο 120 πρώην εργαζομένους στην επιχείρηση και πολλούς εκ των απβιωσάντων περιοίκων.
Στα 1955 εγκαταστάθηκε στη Λάμψακο και εργοστάσιο της Πειραϊκής-Πατραϊκής με την ονομασία ΠΕΡΦΕΚΤ, το οποίο απασχολούσε περί τα 100 άτομα, το 1/3 των οποίων καταγόταν από τη Ν. Λάμψακο. Το  κλωστήριο αυτό διέκοψε τη λειτουργία του το 1992. Το τρίτο σημαντικό εργοστάσιο της περιοχής – που και αυτό σήμερα δεν λειτουργεί – είναι το ΠΟΛΥΤΕΞ, το οποίο μετά τη φυγή του Γερμανού ιδιοκτήτη του λειτούργησε για ένα διάστημα ως κοινοτικοσυνεταιριστικό και έκλεισε οριστικά γύρω στο 1990 αφήνοντας στο δρόμο περί τα 120 άτομα. Παρήγαγε κουρτίνες και ύλες υφάνσεως. Πρωτολειτούργησε το 1964.
Η ανεργία που μαστίζει την περιοχή, έστρεψε τους κατοίκους της στην οικοδομή, στην αυτοαπασχόληση, σε διάφορες βιομηχανικές επιχειρήσεις της Χαλκίδας, της Βοιωτίας, και αλλού.
Ένα σημαντικό μέρος των Λαμψακηνών εργάζεται στα διάσπαρτα σ’ όλο το χωριό ουζερί. Υπάρχουν περίπου 25 τέτοια καταστήματα και θεωρούνται το σήμα κατατεθέν της Νέας Λαμψάκου.
Μια αλλοτινή ανθηρή επιχειρηματική δραστηριότητα που λάβαινε χώρα στη Νέα Λάμψακο, ήταν η παραγωγή αλατιού. Οι αλυκές της Νέας Λαμψάκου πρωτολειτούργησαν επί Τουρκοκρατίας, απασχολούσαν 2-3 φύλακες ως μόνιμο προσωπικό και 40-60 εργάτες εποχιακά. Παρήγαγαν περί τους 1700 τόνους άλατος ετησίως. Καλύπτουν έκταση 230 στρεμμάτων. Αποτελούν, μάλιστα, έναν θαυμάσιο υδροβιότοπο, ο οποίος φιλοξενεί: γλάρους, τουρλίδια, ερωδιούς, φλαμίνγκο και άλλα  σπάνια αποδημητικά πτηνά.
Παλαιότερα, οι ηλικιωμένοι Λαμψακηνοί επισκέπτονταν τις Αλυκές για τ’ αμμόλουτρά τους. Η κοινότητα σήμερα σκοπεύει να δημιουργήσει εκεί σύγχρονες αθλητικές εγκαταστάσεις και κατάλληλους χώρους για λασπόλουτρα.
Περιδιαβαίνοντας τη Νέα Λάμψακο θα ήταν παράλειψή σου, αν δε στεκόσουν στο κομψό εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, που δεσπόζει του λόφου “Βαθροβούνι” – και έχει ζωή 2 1/2 αιώνων – στο θαυμάσιο ρυμοτομικό σχέδιο αυτής της κοινότητας των 1700 κατοίκων, στις όμορφες πλατείες της, στα κατάφυτα πεζοδρόμιά της, στους πλούσιους ροδώνες των γραφικών σπιτιών της (που τα περισσότερα, παλιά πλέον, στέκουν αγκαλιασμένα, μάρτυρες μιας άλλης, τραχιάς εποχής), στους φιλόξενους και φιλότεχνους κατοίκους της, που πάντα σε εκπλήσσουν με τις δημιουργίες τους.
Θα κλείσουμε τη γνωριμία μας με τη Λάμψακο με ένα δανεικό κομμάτι από το βιβλίο “Η πατρίδα μου η Λάμψακος”:
«Σμύρνη, Αρτάκη, Λάμψακο, Τραπεζούντα, Καλλίπολη...
Όλες το ίδιο χαμένες, το ίδιο ονειρεμένες. Όλες κρύβουν στα σπλάχνα τους τα ιερά οστά των προγόνων μας, τους μύθους πολλών αιώνων ζωής τους. Όλες τους συνάζουν πλήθη μακαρίων πνευμάτων, που πετούν πάνω τους με το παράπονο, πως λείπουν για πάντα οι απογόνοι τους...»
















Υ.Σ. Το πιο πάνω κείμενο είναι ανάτυπο –με ελάχιστες τροποποιήσεις –από το περιοδικό της Χαλκίδας ‘‘Ιστορία Γέφυρας και Πραγματικότητας’’, που πρωτοδημοσιεύτηκε εκεί τον Απρίλη του 2006.




















Δεν υπάρχουν σχόλια: