Σ κ α ρ ι μ π ο λ ο γ ή μ α τ α
Με θάρρος ανθρώπων ελεύθερων τα ‘‘Νεοελληνικά Σημειώματα'' άρχισαν να χαράσσουν το δρόμο τους. Παρά χανόμενα μες σε μια ανάξια παρακμή σχημάτων και λόγων, με σκέψη γοργή και αγαθή, θα δουλέψουν πιστά πάνω στην προσπάθειά τους την τίμια, να εχτοπίσουν από τα τελευταία τους καταφύγια - Πανεπιστήμιο, Ακαδημία, Γυμνάσια - τον σχολαστικισμό και την ψώρα. Για να μην εξαφανιστούμε σα ράτσα, θα δώσουμε όλοι μαζί την τελευταία αυτή μάχη του Έθνους κατά των λογιοτάτων του κέντρου.»
Αυτά, ορθά κοφτά και περίτρανα διακήρυττε ο ‘‘τελευταίος του Ευρίπου κονταρομάχος'' Γιάννης Σκαρίμπας στην πρώτη έκδοση του περιοδικού του ‘‘Νεοελληνικά Σημειώματα'' κατά το εαρινό (καλή και τώρα ώρα) πρωτόμηνο του μεσοπολέμιου - των ποικίλων ταραχών και αναστατώσεων - έτους 1937. Ήταν μια εποχή, κατά την οποία ο Σκαρίμπας ορθόπλωρος και άλκιμος διέσχιζε τα λογοτεχνικά κανάλια του καιρού του, αμιλλόμενος να υψώσει την αναγεννησιακή ρομφαία του λόγου του σε κορυφές της τέχνης περίοπτες.
Ο λόγος του πρωτόφαντος, καυστικός, δροσερός, αριστοφάνειος.
Σαν λίγο πριν, στα 1929, είχε βραβευθεί για το διήγημά του ‘‘Καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης'', ο Φώτης Κόντογλου, ο οποίος ηγούνταν της κριτικής επιτροπής του λογοτεχνικού διαγωνισμού, έλεγε και ετούτα: «Ο κ. Σκαρίμπας έχει ήδη ύφος δικό του και αυτό είναι το πιο σπουδαίο προσόν που μπορεί να ζητήσει κανείς από ένα συγγραφέα. Και το
To ζεϊμπέκικο του Σκαρίμπα
πέτυχε, γιατί στηρίχτηκε αποκλειστικά στα δικά του όρια, στο δικό του, στο γνώριμό του έργο. Ο αναγνώστης αισθάνεται ότι ασφαλώς ο συγγραφέας και ο άνθρωπος είναι ένα, ταυτίζονται, πράγμα σπάνιο.» Και ο Σκαρίμπας σχολιάζοντας τα λεγόμενα της επιτροπής με το δικό του χαρακτηριστικό αυτοσαρκαστικό και ειρωνικό τρόπο, πασιχαρής εξεστόμιζε: «(Μπρε, μπρε,) τι λένε αυτοί; Είμαι δα τόσο σπουδαίος... Μωρέ, μπράβο μου! Είδες με; Μια και έξω... Έγινα μονομιάς συγγραφέας... ο δεκάρχης - εγώ τελωνειακός - και μέλλον απότακτος ιατρογνώμων... Είδες με... Είδες με!...»
ολάστρινη).
Ναι, ναι τον είδαμε το Γιάννη Σκαρίμπα να γεννιέται στα 1893 στην Αγία Ευθυμία Παρνασίδας, να περνά στο Αίγιο τα γυμνασιακά του χρόνια, να εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών (όπου - αυτός ο αφουγκραστής και δεινός λογοθήρας του λαϊκού λόγου και μέγας σμιλευτής του απλοϊκού γλωσσικού θησαυρού των ανθρώπων που ποικιλοτρόπως συναναστρεφόταν - ασφυκτιά και γοργά θα δραπετεύσει, για να στήσει το δικό του λογοτεχνικό μπαϊράκι κάπου στις παλίρροιες αύρες του Ευρίπου από το 1919 ως το 1983, οπότε και εβόησε το κύκνειο ρόγχημά του: ‘‘Ω, τι ωραία, πεθαίνω!''
Όλη αυτή τη μακρά περίοδο του βίου του παρέμεινε καλά ριζοβολημένος στην ευβοϊκή γη, ασκώντας το επάγγελμα του εκτελωνιστή και παραλλήλως υπηρετώντας πιστά και ανυποχώρητα την εράσμια τέχνη του λόγου με το δικό του προσωπικό - το ‘‘αλα-Σκαρίμπα'' - ύφος, το οποίο είχε διαφανεί και διαπιστωθεί, ως είδαμε από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στα νεοελληνικά γράμματα κατά τις παρυφές της εκρηκτικής λογοτεχνικής δεκαετίας του 1930 των Ρίτσου, Ελύτη, Σικελλιανού, Σεφέρη και των άλλων ιερών τεράτων του ελληνικού λόγου, που τότε πρωτάνοιγαν τις κουρτίνες του δικού τους αθώριαστου ήλιου.
Κι από κοντά ο Σκαρίμπας Εωσφόρος καθάριας πρωίας λάμπων εν ζωή και λογοτεχνικά. Ο Σκαρίμπας, ο οποίος - πάντα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με χαρακτηριστικό αυτοσαρκαστικό χυμώδη τρόπο και χιούμορ μεστό - αυτοσυστηνόταν:
Να 'μαι, λοιπόν, κι «Εγώ ο ταπεινός απλοέλληνας και πληβείος μαθητής, ο
Ο Γιάννης Σκαρίμπας και η σύζυγός του Ελένη Κεφαληνίτη
‘‘μικροπρομηθεϊκός''
ο των λιμενοβραχιόνων λάθρα βιώσας εν επαρχία, (...) ο εκ Παρνασίδος ξενομερίτης και χαλκιδεότερος απάντων των Χαλκιδέων, ο περιπλανόμενος των δύο οχθών του Ευρίπου».
Από εκεί, για χρόνους και χρόνους μεγαλουργούσε με το ιδιαίτερο, ιδιότυπο και δηκτικό πνεύμα και ύφος του ο Γιάννης Σκαρίμπας. Ήταν έξι πλήρεις δεκαετίες αστείρευτης έμπνευσης και δημιουργίας στους χώρους της μυθιστορίας, του διηγήματος, της ποίησης, του θεατρικού λόγου, της ιστοριογραφίας, του δοκιμίου.
Γλάρος ο ίδιος έκρωζε περιπαθώς για την αιώνια ερωμένη του, τη Χαλκίδα, έκαμνε να φύγει πάνω στους γλάρου τις λευκές φτερούγες, τρύπωνε - ‘‘Σπασμένο Καράβι'' - στις τσιμινιέρες των πλοίων του Ευβοϊκού και της φαντασίας του ή στον ορυμαγδό των τρένων της αειφυγίας του, μα ποτέ δε διανοήθηκε - αυτός ο, με πίλο κλόουν πολύγραφος πενοκράτης του λόγου, μαιτρ - να την απαρνηθεί και την εγκαταλείψει. Και αυτή εφρόντισε αιώνια στα σπλάχνα της να τον κρατά διαμάντι ακριβό, καθώς το μνημούρι του έστησε στις πλαγιές του λόφου της Φούρκας (Καράμπαμπας), απ' όπου ατενίζει τους γλάρους του, τις μυλαίδες κυρίες των σαλονιών της εμνεύσεώς του ή των παρίων της ζωής ηρώων του, ανυπότακτων κούκλινων ή ανθρώπινων ανδρεικέλων του. Ανρείκελα, ήρωες που δεν είναι άλλοι από τον ίδιο το Σκαρίμπα και τους περί αυτόν εν νου ή πραγματικότητα βιώσαντας, τους οποίους και εχρησιμοποίησε πλαστουργικά για να - με ζαβή κιμωλία - σχεδιάσει την απόπατη του κόσμου όψη. Σάμπως, ο Μαριάμπας ή ο Αντώνης Σουρούπης του δεν είναι ο ίδιος ο Σκαρίμπας ή η Άναμπελ Λη ή η Μαρία Δεπάνου δεν είναι οι ονειροφαντασίες για τις γυναίκες της καρδιάς του, σαν την ώρια εγγονή του Στρατηγού του 1821 Νικόλαου Κριεζώτη Φιγέττα (την οποία πλατωνικά με πάθος αγάπησε, όπως και ο βασιλιάς Αλέξανδρος που τελικά πήγε στα '20 από δάγκωμα πιθήκου στη Θεσσαλονίκη, μα και η ίδια στα 33 της από πληγή που της έκαμαν τα ολόλαμπραα παπούτσια της κι έκτοτε έμεινε εντός του ιδανική και ωραία, και στη γραφή του βασίλισσα εμπνεύσεως αστείρευτη και οπτασία καθάρια,
Ακροπατώντας ανατρεπτικά ή λοξώς ισορροπιστικά μεταξύ λογικού και παραλόγου, σοβαροφάνειας και χλεύης, πραγματικού και εξωλογικού, εκ συνειδήσεως λαθρεπιβάτης επί των επισειόντων του ανέμου και των Νεφουριών πολυτάραχων του Ευρίπου πτερύγων σε ‘‘σπασμένους'' ετραβούσε ‘‘δρόμους'' ιδίους, σαγηνευτικούς και σκαρίμπειους, παίζοντας το δικό του ατέλευτο του ονείρου των σκιών θέατρο πολυπρόσωπο. Έτσι, λοιπόν, εχάραζεν - με ζαβό διαβήτη έναν και χρώματα του πελάου σκοτεινά και μυστήρια - του κόσμου μια γελοιογραφική, πρισματικά ανάστροφη και λερή πολιτεία... Πολιτεία, της οποίας ο κόσμος είναι ένας άχλιος, αυτοσαρκαζόμενος διαρήκτης του αϊνσταϊνικού χωροχρόνου, ακροβάδιστος και μυστήριος μες στης αβύσσου το χαώδες του νου και της ψυχής πορφύρας ένα ιμάτιο μπλάβο.
«Διασπάζεις, είπανε, κυρ Γιάννη - και αυτό γίνεται για πρώτη φορά στη λογοτεχία μας - τον ειρμό και τη φυσική του λόγου ενότητα, για να προκαλέσεις, από τα νεφελώματα της οργιαστικής σου φαντασίας, τη μετάπτωσή μας στην πιο απότομη πραγματικότητα. Είσαι, Σκαρίμπα, είπανε, μια μεγαλοφυΐα! (...) Ε, και... Ας είμαι... Οι άλλοι πάλι, που είπανε πως είμαι του σουρεαλισμού... Εγώ αναρωτιόμαν, πού να το 'βρα - τάχα - τούτο το ρεύμα!... Τους απαντώ: ‘‘Από ένστικτο. Κυλάει μέσα μου σαν την παλίρροια του Ευρίπου.'' (...) Άλλοι πάλι προφεσόροι με πίλο κλόουν μεγαλοπαράσημοι, ζαλίζονται βλέποντας πώς τη ‘‘γλώσσα'' τη βάζω στα καλούπια του ‘‘αλα-Σκαρίμπα ύφους'' μου. Εγώ τους απαντώ ή καλύτερα τους πετώ κατά πρόσωπο: ‘‘Να, μωρέ, την υπέταξα μια και καλή. Με το πρώτο. Σαν τη γάτα ο νιόπαντρος. Κι ύστερα, δική μου πια. Τη ΄΄διέλυσα΄΄ στα στοιχεία της, όπως της ταίριαζε, όπως της πάγαινε κι απέ μάγος ταχυδακτυλουργός, την πειθαρχώ πλήρως, ν' ακούει με μιας και για πάντα τα κελεύσματά μου.»
Και, όντως, ο Σκαρίμπας αποσάθρωσε και ανάταξε τη γλώσσα και το ύφος του λόγου σε δικούς του Παρνασσούς και Ολύμπους: στην αντιπολεμική ‘‘Φυγή (του) προς τα εμπρός'' (τη βγαλμένη μέσα από τα αμπριά της προσωπικής του σκληρής και απάνθρωπης εμπειρίας από την εξάχρονη ευζωνική του θήτευση στα θέρετρα των μαχών της δεκαετίας του 1920), στο ‘‘Μαριάμπα'' του, ‘‘Το Βατερλώ των δύο γελοίων'' του, ‘‘Τα πουλιά με το λάστιχό'', ‘‘Τη μαθητευομένη των τακουνιών'', ‘‘Το θείο (του) τραγί'', ‘‘Τον πάτερ Συνέσιό '' του, ‘‘Τον Ήχο του Κώδωνός'' του, ‘‘Τους καϋμούς στο Γριπονήσι'' του, ‘‘Το σόλο του Φίγκαρω'', ‘‘Τις σπαζοκεφαλιές στον ουρανό'', ‘‘Τις τρεις άδειες καρέκλες'' του, τον ‘‘Αντικαραγκιόζη το Μέγα'', το τρίτομο ‘‘Το '21 και η αλήθεια'', ‘‘Το '21 και η αριστοκρατία '' του, την ‘‘Τυφλοβδομάδα στη Χαλκίδα'' και άλλα τινά.
Λόγος καθ' ολοκληρίαν ποιητικός πηγαίος και μαστίγιος ο σκαριμπικός, αστείρευτος, κρυστάλλινος και πρωτοείπωτος, τέρπει, δονεί, ξαφνιάζει ευχάριστα και απορητικά, εμπνέει και φωτοδοτεί. Λόγος ιδιαίτερος και ιδιότυπος, σαγηνευτικός, δύσθυμος, αμφίσημος και πολύσημος, γίνεται στις μέρες μας αντικείμενο μελέτης και από πολλά εγχώρια πανεπιστήμια, αλλά και του εξωτερικού, δικαιώνοντας το δημιουργό τους, μα και την προφητική του ρήση: ‘‘Η μάνα Ελλάδα, τώρα με κοιλοπονάει.''
Τώρα και εσαεί, καλέ μας μπαρμπα-Γιάννη, η Ελλάδα σου - που ιδιοπαθώς ελάτρεψες - θα σ' έχει πετράδι της του λόγου ακριβό και εκείνοι τους οποίους με την αιχμή της πολύκοφτης πένας σου εράπιζες, σήμερα το γόνυ τους ευλαβικά το κλείνουν μπρος στην αξιοσύνη της σμαραγδένιας αψάδας της γραφής σου.
Και να, που τώρα κι εδώ στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών μικρό γεφύρι μνήμης και τιμής μια εαρινή πρωία με της αυγής τα ροδαλά μετάξια βαλθήκαμε να σου κεντήσουμε, ‘‘στάλμα'' μας ταπεινό προς εσέ που τώρα πλέεις ‘‘εκεί στις γραμμές του νότιου απείρου (με το ποθεινό σου ένα με) γυάλινα πανιά πλοίο που πάει όλο βαθιά/ όλο βαθιά και πέφτει εκτός/ έξω απ' των κύκλο των νερών - στα χάη'', στην αιωνιότητα .
Κώστας Μπαϊρακτάρης
Χαλκίδα 21/2/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου