ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

ΤΟ ΑΦΕΝΤΡΩ Η ΑΜΟΙΡΗ ΠΕΡΑΤΙΝΗ


ΤΟ ΑΦΕΝΤΡΩ Η ΑΜΟΙΡΗ ΠΕΡΑΤΙΝΗ
 του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΥ
 Τις οίδε, πως ευρέθει εκείνη η γραία-γυνή , η περατινή, εις τον τόπο μας. Μόνη εκάθητο εις τον πενιχρόν της οικίσκον. Εκεί διέμεινεν από την εποχή του πολέμου και της Κατοχής. Την έλεγαν, Περατινή.Το Αφεντρώ και εις ουδένα δεν είχεν είπει, ποιά ήτο και πως εστέριωσεν εις την πολίχνην μας. Προστάτην και ευεργέτην ουδένα είχε, ειμί μόνον εν μικρόν κοράσιον της γειτονιάς. Έζη βίον αινιγματικόν και μονήρη. Εφαίνετο χηρευμένη και άτεκνος, αλλά δεν ήτο. Εφόρη μαύρην μανδήλαν, με κουκουλωμένην πάντα, την σκοτεινήν μορφήν της. Και σκαιά και άτολμος εξήρχετο της καλύβης της, με την αμφιλύκην του νυχτώματος. Κατήρχετο το λιθόστρωτον μυστικώς, ως σκιά. Έμπαινε εκ της οπισθίας πύλης του παντοπωλείου και έλεγεν εις τον γερο- Καραβλέτσον:
— Δώσε μου τα λογάδια... και θα σου φέρω κέντημα... για τις θυγατέρες σου προικιό... Θα ιδείς... -Τίποτα.. .δεν θα μου φέρεις κυρά-Αφεντρώ, μα πάρε τα, για τεφαρίκι, που αλλάζει αφέντη... Και εκείνη αμίλητος έπαιρνε τα λογάδια, τα έρριπτε εις τον μαραμένον κόρφον της και επέστρεφε οίκαδε. Ήναπτε εν κηρίον δια να βλέπει και να πλέκει, αλλά και να αποκτά τας ευνοίας του Αι Γιάννη του Κρυφού, όστις ήτο ο δικός της άγιος. Εκείνος, που εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους και εδέχετο την εξαγόρευσην των κρυφών και μυχίων αμαρτιών της. Και διήρχετο όλην την νύκταν της πλέκουσα δαντέλλας δια των ξένων κορασίδων το προικιό και τα ωραία της κενδύματα τα επώλη ακριβά στο παζάρι της μεγάλης τοπικής μας πανηγύρεως την οποία και εορτάζομεν, κατ’ έτος την 25ην Ιουλίου, μνήμην, κοιμήσεως Αγίας Άννης, προστάτιδος και πολιούχου μας. Αλλ’ η πολύτροπος ξένη, η Περατ’νή, μη έχουσα ουδένα προστάτην, εκτός μιας αθώας και αδυνάτου παιδίσκης, έκαμνε το βόλευμά της. Εισέπραττεν ικανόν αριθμόν διδράχμων και ποσειδώνων και τους εφύλαττε φειδωλώς, εις το πουγγί της και με αυτούς διήρχετο, άνευ ασκόπου σπατάλης και με οικονομίας, ολόκληρον τον ενιαυτόν. Αλλ’ εκτός τούτου το Αφεντρώ η Πρατ’νη του Μελχαρή, τις ήτο αυτός ο Μελχαρής δεν ηξεύραμε, έκαμνε και άλλας εργασίας. Μετήρχετο, όσον εβαστούσαν τα κότσια της το επάγγελμα της σαβανώτριας των νεκρών. Δι’ αυτήν το σώμα του νεκρού δεν ήτο τι το μακάβριον... Οσάκις απέθνησκε τις, εν την πολίχνη, αυτήν εκάλουν δια να φροντίση τον τεθνεόντα. Κατ’ αρχάς έπλενε το νεκρόν σώμα, με οίνον και έλαιον και κατόπιν το εσαβάνωνε και το έντυνε καλώς. Το εστόλιζε με άνθη, το εξήπλωνε επάνω εις το κιλίμι και τότε ήρχιζε το περίλυπον και στεναχτικόν της μοιρολόϊ διότι πριν γίνουν πάντα ταύτα απηγορεύετο, κατά τας συνήθειας του τόπου, να μοιρολογήση τις τον πεθαμένον. Το Αφεντρώ του Μελχαρή είχεν ωραία φωνήν στενακτικήν ήτις και απέσταζεν Χειμών βαρύς,οικία καταρρέουσα καρδία ρημαγμένη.... σπαραγμόν και θρήνο βαθύ. Ο επιτάφιος καλληκέλαδος οδυρμός της, ωμοίαζε ως μινίρισμα πτηνού χειμαζομένου. Ήτο αρίστη ριμαδόρος και έπλεκε το. μοιρολόϊ της κατά τας εμπνεύσεις της στιγμής και κατά περίπτωσιν: Ποιός είσαι π’ έχεις όψη γης και μυρωδιά από χώμα; Αν είσαι ο Χάρος γύρισε, κοίτα ολόγυρά μου με τι ψυχή να χωριστού μου σχίζεται η καρδιά μου Έχου παιδιά και είναι μικρά κι ορφάνεια δεν τους μοιάζει Κι’ ολημερίς το πιο μικρό μανούλα θα φωνάζει, τα σπλάχνα του πατέρα του θε να κατασπαράζει. Και θα γυρνούν στις γειτονιές με πόνο να ρωτάνε: — Μην είδατε τη μάνα μας εχτές αργά το βράδυ; Μας είπαν πως την έστρωσαν να κοιμηθεί στον ΄Αδη.... Και μίαν ημέραν περί το λυκαυγές ηκούσθη η σπαρακτική κραυγή μιας δυστήνου μητρός, της οποίας το τέκνον απέθανεν. Είχεν προσβληθεί από νόσον ανίατον και εντός ολίγων ημερών απεδήμησεν εις Κύριον. Ήτο εν κοράσιον περιχαρές, κρίνον λευκόν το εκ της κοιλάδος του Σαρών, πτηνών θερμόαιμον και ανήσυχον του αιγιαλού, αλλ’ εχάθη προώρως, αλλοίμονον. Και περί την μεσημβρίαν περίπου ήλθον οι οικείοι της θανούσης κορασίδος και εζήτησαν, από τη θεία του Μελχαρή, να έλθη εις την οικίαν και να φροντίση δια το πλύσιμο και σαβάνωμα του σκηνώματος της μικράς κόρης. Αλλ’ εκείνη, χωρίς αδολεσχίας και ασκόπους λόγους, ηρνήθη κατηγορηματικώς. — Όχι είπεν δεν έρχομαι. Ημπορεί να είμαι φτωχή και να κάνω αυτή τη δύσκολη δουλειά, όμως μικρά παιδιά δεν σαβανώνω και πιο πολύ, αυτό το κορίτσι... — Γιατί θειά..., ερώτησεν αφελώς εν παιδίον της γειτονιάς ο Κλαβάνης συμμαθητής εις το Δημοτικόν Σχολείον της άμοιρης Ευαγγελίτσας, εμείς τα παιδιά είμαστε αθώα πλάσματα και δεν έχουμε αμαρτίες. Η γραία εστάθη ολίγον τι εν στοναχή, κλαίουσα ενδομύχως και ουδέν απήντησε, αλλ’ εισήλθεν εις την πενιχράν χαμοκέλαν της και ήρχισε να θρηνή χαμηλοφώνως. Τις οίδε τι είχεν ενθυμηθεί. Εν ταυτώ οι γαυριάδες του μαχαλά αναρριχηθέντες εις το πρεβάζι του παραθύρου της γραίας Μελχαρίνας έβλεπον παράξενα και πρωτοφανή πράγματα. — Κοίτα, κοίτα εφώναζεν ο Κλαβάνης Κοίτα έβγαλι απ’ του σιντούκι τσ’ τρείς αλλαξιές παιδικά ρούχα κι πλεξούδες και παπούτσια κοίτα, βρε... παλαβιάρα είναι, κοίτα... Τω οντι, το γραϊδιον εκείνο - η αρχαία εκείνη γυνή ετέλη εν υπνοβασία έθετε επί του δαπέδου τα ενδύματα και προσεφών παραμιλούσα σχεδόν, τα προσφιλή ονόματα, των τέκνων της προφανώς: — Αυτό είναι της Ουρανίτσας, αυτό είναι της Λένιας και ετούτα του Αστέρη. Είτε απέθεσε επί λευκών ενδυμάτων δυό παχείας πλεξίδας ως σταλαχτίτας χρυσού... αυτές είναι της Ουρανίτσας μου, είπε με φωνήν βραχνήν επίρρινον και παλλούσαν από αβέβαιον και ακαθόριστον τρόμον. Και ενίοτε εγένετο μελισταγής και ευπροσήγορος προς εαυτόν και προς τα ιερά λείψανα, όπου είχεν ενώπιόν της και τα εμοιρολόγη και τα εβαυκάλιζε με τας χείρας της, και τα έρρανε με νάρδον πειστικήν και ροδόσταμον. Ουδεμία αμφιβολία υπήρχε πλέον, ότι αυτή ήτο η μήτηρ και ενεθυμήθη τα πεθαμένα της τέκνα. Ο χάρος είχε θερίσει τα δυο εξ αυτών και τα είχε πάει στου παπ τ’ αλώνι και εις το περιβόλι του θεού. Και το τρίτο το αγόρι δισάγωγον, σκιρτικόν και ατίθασον πλάσμα εγκατέλειψεν μιαν πρωίαν την οικίαν και την δύστηνον μητέρα του και εμπάρκαρε με μίαν ξένη γολέτα, είκοσι και πλέον έτη και ουδέν έμαθε περί αυτού. Και η γραία αλλόφρων εκ της συμφοράς επήρε τα μάτια της. Έφυγεν από τον τόπο Στην ταβέρνα της και ήρθεν εδώ εις άλλον αλλότριον τόπον - της Βαστίνου της: να πλέκει εργόχειρα δια τα ξένα σπίτια, να δρέπει λάχανα εκ των αγρών και να γίνεται σαβανώτρια νεκρών.... Και ιδού, μετ’ ολίγον έπεσεν βαθειά η ασέληνος νύχτα και σκότος μέγα περιέβαλε την οικία της γραίας Αφεντρώς του Μελχαρή και της έστησαν ολόγυρα πολιορκία φόβοι πολλοί και φαντάσματα. Και τότε έντρομος και περιδεής ώρμησεν προς την γωνίαν του κοιτώνος της και ήναψε μετά σπουδής την κανδύλα, εμπρός εις τα εικονίσματα, ήτις και εσημείωσεν με ψωτεινήν γραμμήν τας μελαγχολικάς μορφάς των αγίων. Και ηρέμησεν η προ ολίγου αγριεύσασα ψυχή της. Και επληρώθη γαλήνης και σιωπής... Και τότε ηκούσθη κρότος εις την θήραν της. — Ποιος είναι... είπε και ηγέρθη εκ της στρωμνής της. Ποιός είναι επανέλαβεν αφήσασα μισοπνιγμένην φωνήν φόβου... — Εγώ είμαι θειά Αφεντρώ η Παναγιού, η αδελφή της συχωρεμένης της Ευαγγελίτσας - της γειτονοπούλας σου, που την ξενυχτάμε απόψε πεθαμένη... άνοιξε... κάτι θέλω να σου... πώ. Η γραία έσυρεν το ξύλο της αμπάρας και θύρα ηνεώχθη μετά γρυλλισμού και στοναχής. — Εσύ είσαι Παναγιού και τσάλτισα μωρή.. η κακομοίρα... — Μη φοβάσαι θειακούλα μου... το κορίτσι, έλα, σε παρακαλούμε, να μοιρολογήσεις... έλα σα θέλεις. — Εχ, που ν’ έρθω εγώ παιδί μου, η δικιά μου καρδούλα είναι καμμένη από τέτοια. Καλύτερα να μην μπαίνει στον κόσμο τούτο ο άνθρωπος, θυγατέρα. Ε, το ήξερα το άμοιρο το Βαγγελάκι... Μου έφερνε ψωμί, φαϊ κάθε βράδυ... μου έκανε και συντροφιά το δύστυχο το πουλάκι μου, το γειτονάκι μου. Αυτό είχα παρηγοριά μου στη μαύρη μου ξενητιά... Χάθηκεν αυτό, ας χαθώ κι εγώ η έρμη, όλα μου τα πήρε η κακιά μοίρα... ‘Οχι θυγατέρα Παναγιού, καλή μου, να με συμπαθάς, δεν έρχομαι. Θα σπάσει η καρδιά μου... Θα θυμηθώ και τα δικά μου μαράζια πάλι και τα βάσανα και τα μικρά πεθαμένα μου παιδιά παιδάκια... Δεν με λυπάσαι;;; Την επομένη, περι την δεκάτην πρωϊνήν, εχτύπησεν πένθιμα η καμπάνα, προμηνίσυσα την ώρα της εκφοράς. Και μετ’ ολίγον διήλθε το ξόδι εμπρόσθεν της πενιχράς οικίας της γραίας Αφεντρώς. Ο ιερεύς και οι ψάλται έψαλον κατανυκτικώς τα νεκρώσυμα και όπισθεν του φερέτρου εσύρετο σπαράσσουσα από τον πόνο της, η άμοιρος μήτηρ της πτωχής Ευαγγελίτσας. ΄Ενα βίσαλο με άφθονον λιβανατόν έκαιεν και ευωδία, άρωμα θείον, επλήρωνεν την ατμόσφαιρα ως εξήρ από τα κράσπεδα εκεί της θύρας της πτωχής Περατινής. Και έσωθεν του παραθύρου, εφαίνετο ως σκιά η γραία μαυρομαντηλού να κοιτάζει, περίλυπος μέχρι θανάτου, το φέρετρον της μικράς κόρης να σταυροκοπιέται και να κλαίη μετά λυγμών. Και συχνάκις εμινύριζεν εν εαυτώ, λέγουσα: — Δεν θα ξανάρθεις εδώ πια κοριτσάκι μου, δια να μου κάνεις συντροφιά, πας και συ να βρείς στον άλλο κόσμο τη Λένια και την Ουρανίτσα μου... Και αφού παρήλθεν τριήμερον από του θανάτου της μικράς Ευαγγελίας η γραία Αφεντρώ, ως άλλη μοιροφόρος, έλαβε έλαιον και μπολίνια, δια να ανάψη την κανδύλα της προσφιλούς γειτονοπούλας της, όπου και ανεπαύετο τον αιώνιον ύπνον της, εις το αλώνι μας τον Πλατανάκη. Και περί το λυκόφως, την ώρα καθ ήν είχεν ήδη βασιλέψει ο ήλιος και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον ήρχισε να λάμπη χαμηλά, ως δύο καλάμους υψηλότερον από τα βουνά της αντικρυνής νήσου Σκύρου η γραία έφτασε εις το κατοικητήριον των νεκρών και ηύρε τον νωπόν τάφον της μικράς φίλη της και ήναψε την κανδήλαν και εφύτευσε εις το υγρόν χώμα του μνήματος, ένα ψυχοκέρι... Και είτα μέσα εις την άφατον γαλήνην της ελθούσης νυκτός ήρχεσεν το πικρόν της μοιρολόγι όμοιον περίπου με εκείνον, που έλεγεν, το πάλαι ποτέ, η γραία Λούκαινα, εις την Ακριβούλα εγγονήν της: Πήρες το χώμα σπίτι σου τη μαύρη γής προικιό σου κι’ αυτά τα λιανολίθαρα γονιούς σου κι’ αδερφάδια. Ώρας πολλάς παρέμεινεν εκεί κλαυθμιρίζουσα, επάνω του μνήματος και η μαρμαρυγή των άστρων του στερεώματος έπιπτε γύρωθεν της ως αργυρά αμόκονις όμβρου στεναχτικού, ενώ ηκούετο με την ίδιαν θλίψη ο μινυρισμός των αηδόνων από το απέναντι δάσος. Και παραμείνασα, τις γνωρίζει πόσας ώρας εκεί, έως ότου παρήλθεν η παγερά νυξ και η δύστυχη γραία άφησεν την τελευταίαν της πνοή, με τα ρίγη της αυγής. Και ότε η κυανωπή και ρόδινη ανταύγεια του ουρανού έχριε με απόχρωσιν μελιχράν τα χόρτα•και τους θάμνους ολόγυρα του τάφου, ηύρε τη δύστυχη γραία παγωμένην η κανδηλανάφτισσα του κήπου των νεκρών. Και την ιδίαν ημέραν επίσης, μία επιστολή απευθυνομένη προς την θανούσα ήδη, γραίαν Περατινήν — Αφεντρώ του Μελχαρή καλουμένην είχεν εις χείρας του ο οινοπότης ταχυδρόμος του τόπου μας. Και δεν ήξευρε ποιός ήτο ακριβώς ο αποδέκτης της επιστολής αυτής, δια να την επιδόση. Τότες, καλώς κακώς, μια επιτροπή υπό τον Πρόεδρον της κοινότητος την άνοιξε και ανέγνωσε την εξής, ολιγόλογον αγγελίαν: Μάνα περιμενέ με και. έρχομαι. στην Αγιάννα, όπου έμαθα πως είσαι ... ο υιός κλπ... Και πράγματι την επομένην κατέφθασεν εις την πολίχνην μας ο σημαδιακός και αταίριαστος υιός της Αφεντρώς, ο προκομμένος, όστις και την εσχάτην στιγμήν εφάνη, ότι δεν ελησμόνησε την μητέρα του οριστικώς. Και μαθών τα περί της ζωής και του θανάτου της μητρός του, ην ανίλεως Μοίρα την ηκολούθη μέχρι του άδοξου και θλιβερού τέλους της, έβγαλε σπαρακτικήν κραυγήν και περιαλγής έσπευσεν εις τον χθαμαλόν και άθλιον οικίσκον, ένθα παγωμένη εκοιμάτο τον αξύπνητον, η δύστηνος μήτηρ του και έκλαυσεν πικρώς. Και συνεφώνησεν είτα μετά του ιερέως και των άλλων προκρίτων του τόπου να ενταφιασθή η άμοιρος, πλησίον του νωπού τάφου της μικράς φίλης της Ευαγγελίτσας. Και ο εύμορφος εκείνος άνθρωπος με τον υπόξανθον πώγωνα και την παχείαν χρυσήν καδέναν επί του στήθους, αφ’ ής εκρέματο μικρόν εγκόλπιον και τινές βώλοι χρυσού, έφυγε νύκτωρ και ουδέποτε επανέκαμψεν εις τον τόπον μας. Μετ’ ολίγον όμως ήρθεν η άνοιξις και άνθη μυρίπνοα εγέμισαν τα μνήματα των δύο γυναικών και η αγράμπελη η αναρριχωμένη εις την κυπάρισσον, την άνωθεν των τάφων, ως λευχείμων μυροφόρος λευκάζουσα και χιονανθής εμυροβόλη εις όλον τον τόπον ολόγυρα, σκορπίζουσα τον λιβανωτόν της αθωότητος και της Ελπίδος, ότι τα πάντα εν τω κόσμω δεν είναι ματαιότης!!!
Σκίτσα: Γιώργου Παππαστάμου

Δεν υπάρχουν σχόλια: