ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

Νικόλαος Κριεζώτης ο Στρατηγέτης του Αγώνα


Νικόλαος Κριεζώτης ο Στρατηγέτης του Αγώνα.


Κυνηγημένος από την πατρίδα του και καταδικασμένος ως κοινός κακούργος από την άρχουσα τάξη της εποχής «ο Λέων της Εύβοιας» με ακρωτηριασμένο το στιβαρό του χέρι αναγκάστηκε να καταφύγει – αυτός ο παθιασμένος Έλληνας – στην τούρκικη επικράτεια  για να βάλει τέρμα στις εμφύλιες διαμάχες που ταλάνιζαν και εκείνη την περίοδο τον τόπο μας. Η υποδοχή που του επιφυλάχτηκε αυτοκρατορική. Οι εδώ κρατούντες  όμως τον είχαν επικηρυγμένο και διαρκώς προσπαθούσαν να τον κάνουν να τους προσκυνήσει, μα η απόκρισή του λεβέντικη: «Τι λέτε, ορέ βελιάκιμ ο Κριεζώτης  δεν προσκυνά το Βαυαρό, αλλά θα πεθάνω εδώ στην  ξενιτιά. Τι με μέλει!..... Την τιμή δεν θα την χάσω και μια μέρα η πατρίδα μου, όταν βάλει γνώση, τα κόκαλά μου θα τα πάρει από την ξενιτιά και θα τα τιμήσει, θα μου δώσει και δυο τρείς πήχες γη, γιατί έχω δίκαιον».
Τα σπαθιά του Κριεζώτη
Και έτσι έγινε. Σαν πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου του 1853 στη Σμύρνη, τον έκλαψε όλη η Μικρασία και όλος ο ελληνισμός. Οι Τούρκοι τον έθαψαν με ιδιαίτερες τιμές και η πατρίδα του – αργότερα  ζήτησε τα οστά του για να τα ενταφιάσει στον τόπο που γεννήθηκε.
Του έφτιαξε και άγαλμα. Του αναγνώρισε το μεγαλείο της δράσης του. Του το όφειλε. Του οφείλει πολλά ακόμη και κυρίως ο τόπος από τον οποίο έλκει και το όνομά του, τα Κριεζά της Εύβοιας. Εκεί λοιπόν, έχουμε τη γνώμη πως έχει χρέος ο Δήμος Δυστίων μαζί με φορείς της περιοχής αλλά και του νομού να πραγματοποιηθεί εφέτος που συμπληρώνονται 150 χρόνια  από το θάνατό του (ή έστω του χρόνου) μια τιμητική εκδήλωση για το Στρατηγέτη του Αγώνα Νικόλα Κριεζώτη, η οποία θεωρούμε  πως πρέπει να γίνει στο Παλαιοχώρι Λεπούρων, όπου και ο στρατόπεδο  του Κριεζώτη και να περιλαμβάνει: ομιλία, θεατρική παράσταση με ήρωα το  τιμώμενο πρόσωπο, παραδοσιακούς χωρούς και τραγούδια, έκθεση κειμηλίων, κ.α. Ευχής έργο σ’ αυτόν τον τόπο να στηθεί και ο ανδριάντας του εύανδρου Κριεζώτη για να υπενθυμίζει στους περαστικούς  τη δράση αυτού του λαμπρού Έλληνα και τις θυσίες που έκαμε συντροφιά με τις παρελάσεις των παλικαριών του στα πεδία των μαχών για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι και αξιοπρεπείς.

            «Αυτός ήταν ο Κριεζώτης: ο στρατηγέτης του Αγώνα, ήρωας του Ανηφορίτου και φρουρός του Παρθενώνα. Μεταξύ του Οδυσσέα και του Γκούρα έχει έδρα και το όνομά του θέλει τους αιώνες  να διατρέχει. Στην Εύβοία, αφού επάταξε  την τυραννία του Όθωνα, με γενναιότητα επροτίμησε την σκληρή αειφυγία!».
                                                                                                Αθανάσιος Χρυσολόγης


Το θεατρικό έργο «Νικόλας Κριεζώτης, ο Στρατηγέτης του Αγώνα»  αναφέρεται σε μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες  του αείφωτου αγώνα του 1821 καθώς και του μετέπειτα αντιδυναστικού αγώνα, με κορυφαία στιγμή αυτήν της 3ης  Σεπτεμβρίου 1843, κατά την οποία ο Νικόλας Κριεζώτης υπήρξε ένα από τα ηγετικά της στελέχη.  Αυτό είχε ως  συνέπεια  το συνεχές κυνηγητό  του από τους αυλοκόλακες του Όθωνα, οι οποίοι αγνόησαν και δε σεβάστηκαν την εθνεγερτική και νικηφόρα  δράση του Κριεζώτη σε 45 μάχες  κατά των Τούρκων στις οποίες πρωτοστάτησε,  από τις πρώτες ημέρες της  Επανάστασης  έως και την τελευταία ημέρα (μάχη Πέτρας, 12-9-1829, στην οποία ήταν αρχηγός του ελληνικού σώματος). Έτσι ο Νικόλαος Κριεζώτης αναδείχθηκε ένας Πανελλήνιος Ήρωας, που όμως η προσφορά του προς το Έθνος – δυστυχώς – δεν αναγνωρίστηκε όσο θα έπρεπε.
Στο κείμενο έχουν γίνει ορισμένες υπερβάσεις της ιστορικής πραγματικότητας, και τούτο για να λειτουργήσει σκηνικά το όλο θέμα και παράλληλα  να κατορθωθεί η πληρέστερη παρουσίαση της τριαντάχρονης αγωνιστικής προσφοράς του Έλληνα Κριεζώτη. Για το σκοπό αυτό σε ορισμένα σημεία χρησιμοποιείται ο ρόλος του Αφηγητή καθώς και του Χορού για να γίνει κατορθωτή η ουσιαστικότερη, γοργότερη και με τις μικρότερες κατά το δυνατό δυσκολίες για την ερασιτεχνική ομάδα – σκηνική παρουσίαση του έργου.
Το έργο είναι χωρισμένο σε 4 μικροενότητες – πράξεις, οι οποίες έχουν και κάποια σχετική αυτονομία, έτσι ώστε να μπορούν κάποιες  εξ αυτών να  παραλειφθούν και να μην παρουσιαστούν , εάν θεωρηθεί μεγάλο το κείμενο.

ΣΚΗΝΙΚΟ: Φροντίδα υπήρξε να μην υπάρχουν αλλαγές. Έτσι, στις περισσότερες σκηνές παραμένει ίδιο ή δέχεται ελάχιστες τροποποιήσεις. Βασικό σκηνικό φόντο: ένα τυπικό αναφοράς στην ελληνική ύπαιθρο, όπου έχουν κατασκηνώσει οι ήρωες της ιστορίας μας.  Ένα χρησιμοποιηθεί  η άποψη να υπάρχει μια, όπου μένει ο κάθε καπετάνιος της ιστορίας μας μαζί με το επιτελείο του, τότε για να γίνεται αισθητή η αλλαγή  του τόπου και του τοπίου, μπορούν να γίνουν ορισμένες, μικρές τροποποιήσεις. Για να δειχτεί το εσωτερικό ενός λιτού, απλού ελληνικού σπιτιού, μπορεί προς  τούτο - εφ’ όσον  το επιτρέπει   ο σκηνικός χώρος – να χρησιμοποιηθεί  το ένα άκρο της σκηνής εξ αρχής και οι δράσεις των πρώτων σκηνών να εκτυλίσσονται στο άλλο της άκρο.

ΠΡΟΣΩΠΑ: Ελλάδα, Νικόλας, Κριεζώτης, Αγγελής Γοβιός, Κώτσος  Δημητρίου, Νίκος Τόλιας,  Κωνσταντής Ζέρβας, Πετρίτης, Δημητρός, Φαβιέ, Ιωάννης Μαυρομάτης, Μαρία, Αφροδίτη Γκούρα, Χορός γυναικών, κλεφτόπουλα, ψυχογιός Κριεζώτη, Γραμματικός.


ΠΡΑΞΗ 1η

ΠΡΟΣΩΠΑ:  Ελλάδα και Νικόλας Χαραχλιάνης (Κριεζώτης) (Ο νεαρός βοσκός Νικόλας Χαραχλιάνης βρίσκεται ξαπλωμένος  στο δεξί άκρο της σκηνής και κοιμάται κάτω από ένα δένδρο. Για προσκεφάλι του έχει  ένα μεγάλο λιθάρι. Εκεί, στο όνειρό του, τον επισκέπτεται μια αρχόντισσα λευκοντυμένη, φωτεινή και ολόλαμπρη, η Ελλάδα της Σοφίας και της Ομορφιάς.
Ελλάδα: Νικόλα, τι κοιμάσαι; Νικόλα, τι κοιμάσαι;
μάσαι(εεεεε) (Ο Νικόλας δείχνει ανήσυχος). Νικόλα, άσε τα κοπάδια και τους κάμπους της Σμύρνης. Ήρθε η Ώρα! Νικόλα, σπεύδε: «Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο». (Ο Νικόλας όλο και ταρακουνιέται. Η ανησυχία του εντείνεται. Αδράχτει  την γκλίτσα με το στιβαρό το χέρι και ψελλίζει
Νικόλας: Ποια’ σαι σύ, ορέ κυρά;
Ελλάδα: Νικόλα, εδώ είμαι η Μητέρα Ελλάδα. Πάλεψε για μένα, παλικάρι, κι εγώ μια μέρα θα σε δαφνοστεφανώσω!
Νικόλας: «Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στην δόξα. Γλυκαίνει η άγρια όψη του). Μητέρα! Μητέρα!
Ελλάδα: Έλα, Νικόλα, ξύπνα. Μην κοιμάσαι. Είσαι έξυπνο και γενναίο παλικάρι. Σήκω, Νικόλα. Ήρθε η ώρα της Λευτεριάς. Σήκω, Νικόλα, η πατρίδα σε καλεί. Τρέξε, Νικόλα πέρα στους κάμπους και στα βουνά της πατρίδας τώρα που το αίμα και το άρωμα του άνθους: «(Με) χίλιες βρύσες χύνεται, (με) χίλιες γλώσσες κραίνει».
Νικόλας: Κυρά, κι εγώ μπαρούτια και σπαθιά;
Ελλάδα: Νικόλα, σήκω, τρέξε και χύσου στη φωτιά.
(Τα τελευταία λόγια τα λέει, ενώ απομακρύνεται από τη σκηνή. Συγχρόνως, ο Νικόλας Κριεζώτης – Χαραχλιάνης ξυπνάει και δείχνει ιδιαίτερα ταραγμένος. Ανακλαδίζεται και ψάχνει  στον αιθέρα ν’ αγκαλιάσει την Ελλάδα, όνειρο, τη γλυκειά του Έθνους οπτασία. Ενώ συμβαίνουν αυτά, ακούγεται το τραγούδι: «Ένα παλικάρι είκοσι χρονών». Ένα παλικάρι είκοσι χρονών (2) άρματα του ζώσαν για τον πόλεμο (2) Πόλεμο δε βρήκε πίσω γύρισε(2) στα μισά του δρόμου νεροδίψασε (2) Κι έσκυψε να πιεί νερά στο Γιουλμπακτσέ (2) Εκεί μια σφαίρα τον ελάβωσε (2) Πάνε πες στης μάνας της Βαβόγριας (2)  Και της αδελφής μου της καλόγριας (2) Θέλει, ας βάλει μαύρα, θέλει , ας παντρευτεί (2) Μένα με σκοτώσανε στο Γιουλμπακτσέ (2)
                                                                                                                   (Κλείσιμο αυλαίας)


ΠΡΑΞΗ 2η
ΣΚΗΝΗ 1η

            ΠΡΟΣΩΠΑ: Αγγελής Γοβιός, Νικόλας Χαραχλιάνης – Κριεζώτης, Δημητρός (αγγελιοφόρος), Κώτσος Δημητρίου,  Γραμματικός.
(Στο αριστερό άκρο του χώρου  υπάρχει η σκηνή του αρχικαπετάνιου της Εύβοιας  Αγγελή. Ο Αγγελής Γοβιός  κάθεται στο μέσο της σκηνής και σιμά του το πρωτοπαλίκαρό του, ο Κώτσος Δημητρίου και ο γραμματικός του. Ο πρώτος αναπαύεται , ο δεύτερος περιποιείται τον οπλισμό του, ο τρίτος τις φυλλάδες του. Σε λίγο, εμφανίζεται ο Νικόλας Χαραχλιάνης – Κριεζώτης).
Νικόλας: (Φουριόζος). Γειά σου, καπετάνιο.
Γοβιός: (Κάπως αδιάφορα). Γειά σου. Και ποιος είσ’ εσύ, ορέ γιουρούκι;
Νικόλας: Νικόλας Χαραχλιάνης
Γοβιός: Και από πού ‘σαι, ορέ Νικόλα;
Νικόλας: Από τα Κριεζά του Αλιβεριού, καπετάν Αγγελή Γοβιέ.
Γοβιός: Απ’ τα Κριεζά; Μαυροκεφαλάς κι ελόγου σου;
Νικόλας: Ναι, καπετάνιο
Γοβιός: Νικόλας, Κριεζώτης, λοιπόν, ορέ πατριώτη;
Νικόλας: Ό,τι πείς, καπετάν Αγγελή Γοβιέ.
Γοβιός: Και τι θές από ελόγου μου, ορέ Νικόλα Κριεζώτη;
Νικόλας: Όπλα, καπετάνιο. Όπλα να πολεμήσω μαζί στου τον Τούρκο.
Γοβιός: (Τινάζεται αγριεμένος και απειλητικός επάνω του). Όπλα είπες, ορέ Κριεζώτη;
Νικόλας: Ναι, καπετάνιο. Όπλα……
Γοβιός: Και που να σου τα βρώ, ορέ χλεμπονιάρη;
Νικόλας: Καλά, καπετάνιο,  δε σου βρίξαμε και τη μάνα…..
Γοβιός: (Χιμά και τον αδράχνει από το λαιμό). Τι είπες, ρε σερσέμι; Εμείς  σαν θέλουμε όπλα, σκοτώνουμε τον Τούρκο με τα ίδια μας τα χέρια. Του αρπάζουμε τα κουμπούρια κι ύστερις  χαλάμε βιός Τουρκιά!....
Νικόλας: Μάλιστα, καπετάνιο.
Αγγελής: Αιντε, Νικόλα, άμα βαστάει η καρδιά σου, άμα είσαι Έλληνας, μείνε κοντά μου και θα τα καταφέρεις. Δείχνεις …… παλικάρι!
Νικόλας: Ευχαριστώ , καπετάνιο.
Αγγελής: (Απευθυνόμενος προς το πρωτοπαλίκαρό του). Κώτσο, πάρε το Νικόλα και τραβάτε για τη Χαλκίδα, να βρείτε κανά Τούρκο. Όσους βρείτε, χαλάστε τους στο λεπτό. Χρειαζόμαστε όπλα. Από τα τετρακόσια παλικάρια μας ζήτημα αν οι μισοί είναι οπλισμένοι…..
Κώτσος: Μάλιστα, καπετάνιο.
Αγγελής: (Δείχνοντας τον Κριεζώτη). Και τούτον τον τσοπάνο πάρτον μαζί σου. Ρίξε τον στη φωτιά. Κρατάει την γκλίτσα για το κοπάδι του, μα σαν δεί την Τουρκιά, καλά θα τη σαλαγήσει……
Κώτσος: Μάλιστα, καπετάνιο.
(Αποχωρεί ο Κώτσος Δημητρίου με το Νικόλα Κριεζώτη. Στη σκηνή παραμένει ο Αγγελής με το γραμματικό του).
Αγγελής: Ε, Γραμματικέ, τι κάνεις αυτού με τις φυλλάδες σου; Σημείωσες τα καθέκαστα;
Γραμματικός: Ναι, καπετάνιο, όλα τα έγραψα με το νί και με το σίγμα…..
Αγγελής: Ορέ, Γραμματικέ, τα γράμματα τα πολλά που τα έμαθες;
Γραμματικός: Πέρα στην Πόλη, στην Κωνσταντινούπολη, καπετάν Αγγελή.
Αγγελής: Και ήταν δύσκολα, ορέ;
Γραμματικός: Δύσκολα….. Άμα θέλει κάτι ο άνθρωπος, καπετάνιο, εύκολα το καταφέρνει…..
Αγγελής: Δίκιο έχεις, ορέ Γραμματικέ. Σάματις εμείς την Τουρκιά δε θα τη διώξουμε από την πατρίδα!
Γραμματικός: Μα τι λές, καπετάνιο, με τέτοιους αρχηγούς μας σε λίγους μήνες θα πάρουμε και την Πόλη!
Αγγελής: Μεγάλη κουβέντα αυτή! Από το στόμα σου και στου Θεού τ’  αυτί!....
Γραμματικός: Φτάνει να ’μαστε μονοιασμένοι, καπετάνιο!.... Γιατί η ρημάδα η διχόνοια  κρατά ένα σκήπτρο  και όλο μας το προσφέρει και εμείς οι Έλληνες από παλιά έως σήμερα τρέχουμε να το αρπάξουμε και γινόμαστε θρύψαλα….
Αγγελής: Άστα, τα άσχημα, ρέ Γραμματικέ και έλα να πιάσουμε κανά τραγούδι από ’κείνα που ’μαθες  στη Μεγάλη Πόλη!
Γραμματικός: Θές, καπετάν Αγγελή, να πούμε το Θούριο του Ρήγα;
Αγγελής: Αυτό που λέει: «Ως πότε, παλικάρια» και κάτι για σπηλιές  που κατοικούμε;
Γραμματικός: Ναι, καπετάνιο. Ξεκινώ εγώ και μετά το πάμε μαζί. Ως πότε, παλικάρια, να ζούμε στα στενά, μονάχοι σαν λιοντάρια  στις ράχες στα βουνά. Πάμε, καπετάνιο. Το ίδιο. (Το επαναλαμβάνουν και οι δυό μαζί. Και συνεχίζουν.) σπηλιές  να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά να φεύγουμ’ απ’ τον κόσμο για την πικρή σκλαβιά; Να χάνουμε αδέρφια Πατρίδα και γονείς (Μερακλώνονται. Πιάνουν το χορό.) τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς; Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή! Τι σ’ ωφελεί να ζήσεις και να ’σαι στη σκλαβιά; Στοχάσου πως σε ψήνουν καθ’ ώρα στη φωτιά.
……………………………………………………………………

Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!
(Επιστροφή  του Κώτσου και του Κριεζώτη. Ένστολος πλέον…)
Αγγελής: (Με θαυμασμό. Τον περιεργάζεται από τα πόδια έως την κορυφή.) Ορέ, Νικόλα, αγάς έγινες. Φτού σου, πανάθεμά σε, ρε τσαναμπέτη!......
Νικόλας: (Όλος υπερηφάνεια). Βλέπεις καπετάνιο, την εφάρμοσα την συνταγή σου.
Αγγελής: Και πως πανάθεμά σε τον ξεγύμνωσες  τον άτιμο;
Νικόλας: Να, καπετάνιο. Χιμάω σε έναν αγά, του ρίχνω μια με την γκλίτσα κατακέφαλα, τον ζαλίζω και στ’ άψε σβήσε τον γονατίζω. Προτού βγάλει κιχ, τον χαλάω με το ίδιο του το ξίφος. Κι έπειτα, καπετάνιο, όλη η πραγμάτια δικιά μου!
Αγγελής: Είδες που σου τα ‘λεγα, βρέ ζαγάρι;
Νικόλας:  Ναι, καπετάνιο.
Αγγελής: Μωρέ, σερσέμη, άκουσε που σου λέω, μα δε θα ’μια να το ’δώ, «για σένα θα μιλά μια μέρα ούλη η Ελλάδα». Και θα ’ναι λεύτερη και φωτεινή, ορέ Νικόλα. Δείχνεις, παλικάρι, πολύ παλικάρι, ορέ Κριεζώτη!
Νικόλας: Βράζει η ψυχή μου, καπετάνιο. Βράζει!
(Τη συζήτηση διακόπτει η εμφάνιση του Δημητρού, του αγγελιοφόρου. Μπαίνει στη σκηνή λαχανιασμένος).
Αγγελιοφόρος: Καπετάνιο……
Αγγελής: Τι συμβαίνει, ορέ Δημητρό;
Αγγελιοφόρος: Ασκέρι τούρκικο……
Αγγελής: Τι λές ορέ; Ποιος καλός άνεμος τους φέρνει κατά τα μέρη μας, βρε Δημητρό;
Αγγελιοφόρος: Ο Ομέρ Βρυώνης, Καπετάν Γοβιέ…..
Αγγελής: Και είναι πολλοί, καλέ μου αγγελιοφόρε;
Αγγελιοφόρος: Ίσαμε 6.500
Αγγελής: Πεζικό;
Αγγελιοφόρος:          Πεζούρα και καβαλαρία. Χίλιοι καβαλαραίοι. Έτσι, ακούστηκε.
Αγγελής: (Τινάζεται χαρούμενος επάνω). Ορέ μανούλα μου, θα γίνει και πρώτο πανηγύρι. Ας σιμώσουν εδώ στο λοφίσκο, στα Βρυσάκια, με στο λιοπύρι του Ιούλη  και θα τους στείλουμε πεσκέσι στο Μωχαμέτη να τους ταγίσει τους καημενούληδες μπόλικο πιλάφι….. Και μέλι άφθονο…. Θα φάνε, όπως τους τάζουν, με χρυσά κουτάλια!.... (Χάχανα)
Αγγελιοφόρος: Έπηξε, καπετάν Γοβιέ, ούλος ο κάμπος των Ψαχνών ως πέρα στην Καστέλα. Ακρίδα έπεσε, καπετάνιο!....
Αγγελής: (Τρίβει τα χέρια του από ικανοποίηση. Μονολογώντας.) Ορέ Μανούλα μ’, τι χαμός στο κόκκινο λεφούσιο που έχει να γίνει!..... (Απευθυνόμενος πάλι προς τον αγγελιοφόρο.) Δημητρό, τρέξε γρήγορα κάτω στο λιμάνι. Βρές το ναύαρχο ,  τον Αλέξανδρο τον Κριεζή. Πες του να ζεστάνει τις μηχανές, τα κανόνια. Θα ‘χει πολλή δουλειά…..
Αγγελιοφόρος:  Μάλιστα, καπετάνιο.
Αγγελής: Αυτός από τη θάλασσα κι εμείς απ’ εδώ. Θα τους λιανίσουμε τους κοκκινοφεσίτες!....
Αγγελιοφόρος: Τρέχω, καπετάνιο. Τρέχω.
Αγγελής: Γρήγορα. (Και στρεφόμενος προς τον Κώτσο Δημητρίου:) Εσύ,Κώτσο, ετοίμασε τα παλικάρια. Ούλοι στα ταμπούρια, στα οχυρώματα. Και κανείς να μη ρίξει πριν σιμώσουν οι Αγαρηνοί.
Κώτσος: Τρέχω, καπετάνιο.
Αγγελής: Ε, Νικόλα, εσύ τι κάθεσαι; Πιάσε πόστο κατά το Βοριά και ζεμάτισέ τους. Δικά σου πενήντα διαλεχτά παλικάρια, αγά μου…..
Νικόλας: (Κορδευάμενος).Έννοια σου , καπετάν Αγγελή….  Ξέρω εγώ. Θα τους θερίσω σαν τα στάχυα. Έχω τη συνταγή μου.
Αγγελής: Και πως, ορέ κόκα;
Νικόλας: Εφτά θα γεμίζουν και ένας ο πιο καλός σκοπευτής από κάθε ομάδα, θα ρίχνει στο ψαχνό ασταμάτητα. Θα τους λιανίσουμε, αφεντικό……
Αγγελής: Κι ύστερα επίθεση, γιουρούσι, ορέ Γκριτζώτη….
Νικόλας: Έννοια σου, καπετάνιο, θα τους θερίζω με τη σπάθα σαν τα στάχια του σταριού….
Αγγελής: (Τον χτυπά στην πλάτη). Έτσι σε θέλω, ορέ Νικόλα. (Αγκαλιάζονται, Σταυροφιλιούνται).Άιντε, Καλή τύχη, καλό βόλι και ο Θεός βοηθός.
Νικόλας: Η νίκη θα είναι δική μας…. Παλεύει το δίκιο με το άδικο….. Νικητής το δίκιο, καπετάνιο!
(Κλείσιμο αυλαίας. Από το παρασκήνιο ακούγονται  ολαλαγμοί, πυροβολισμοί, κρότοι, σμίξιμο σπαθιών, χλιμίντρισμα αλόγων, διαταγές, κραυγές απόγνωσης θανατερές κι όλη η σκηνή πνίγεται  απ’ την κάπνα του καριοφυλιού και της πιστόλας.  Μετά από λίγο, όλα θα έχουν κοπάσει).


ΣΚΗΝΗ 2η

ΠΡΟΣΩΠΑ: Αγγελής Γοβιός, Κώτσος Δημητρίου,  Νικόλας Κριεζώτης.
(Ο Αγγελής Γοβιός κάνει ένα σύντομο απολογισμό της μάχης, χρησιμοποιεί κολακευτικά λόγια για τον ηρωισμό του Κριεζώτη και παράλληλα τον ορίζει αρχικαπετάνιο της Νότιας Εύβοιας. Βρίσκονται και οι τρείς όρθιοι στο μέσο της σκηνής).
Αγγελής: Εύγε, ορέ παλικάρια. Τους δώσατε γερό μάθημα κι ο Βρυώνης χάθηκε από το Γριπονήσι σκυλί κυνηγημένο!.....
Κώτσος: Σε σένα, καπετάν Αγγελή οφείλεται η νίκη ετούτη, το στραπάτσο της Τουρκιάς!....
Αγγελής: Ήσαστε ούλοι λεβέντες!
Κώτσος: Το σχέδιό σου έφερε, καπετάνιο, σύγχυση, πανικός στην Τουρκιά!
Αγγελής: Ας είν’ καλά και ο ναύαρχος, ο καπτάν Αλέξανδρος, ο Κριεζής, που τίμησε άριστα τον τόπο του, την καταγωγή του – ο Κρεζαίος, ορέ Νικόλα Κριεζώτη –που μεγάλωσε όμως στην Ύδρα σαν και τον άλλο μεγάλο μας ναύαρχο , τον Ανδρέα τον Μιαούλη, τον Φυλλαριώτη….
Νικόλας: Ναί, καπετάν Γοβιέ, έτσι, όπως τα λές είναι…
Αγγελής: Έκανε θραύση με τα κανόνια του από το πλοίο «Η Ωραία Ελλάς». Και σύ, ορέ Νικόλα, δείχτηκες παλικάρι μέγα!
Νικόλας: Υπερβάλλεις, καπετάνιο….
Αγγελής: (Τον διακόπτει. Τον χτυπά στην πλάτη). Ορέ Κριεζώτη, ξέρει τι λέει ο Γοβιός. Τη λιάνισες  την Τουρκιά! Σαν τα στάχυα του σταριού τα θέριζες τα κοκκινόφεσα κεφάλια σαν κάναμε γιουρούσι με τις χατζάρες στο χέρι! Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε, ορέ Νικόλα!.....
Νικόλας: Τους έχω πολύ άχτι τους μεμέτηδες….
Αγγελής: «Για σένα, ορέ Νικόλα, σε λιγάκι θα μιλά ούλη η Ελλάδα! Κι άμα χαθώ, εσύ, ορέ Κριεζώτη, θα μπείς στο ποδάρι μου!»
Νικόλας: (Συνεσταλμένα). Μεγάλες κουβέντες λες, καπετάνιο….
Αγγελής: Ξέρει τι λέγει ο Αγγελής. Κι η μέρα που θα τον φάγουν μπαμπέσικα, δεν αρχεί!....
Κώτσος: Τι λόγια είν’ ετούτα, καπετάνιο;
Αγγελής: Θα δείς…. Μόνε τώρα, Κώτσο Δημητρίου, πήγαινε λίγο έξω στα παλικάρια. Βάλτα να ξεκαπνίσουνε τα όπλα, να ετοιμάσουν μπαρουτόβολα. Να είναι έτοιμα. Πάντα έτοιμοι. Άκουσες, όρε Κώτσο.
Κώτσος: Μάλιστα, καπετάνιο. Στις διαταγές σου. (Αποχώρηση του Κώτσου Δημητρίου).
Αγγελής: Οσο για σένα, βοσκέ του κάμπου και των βουνών της Σμύρνης, άκουσέ με: Βοσκός προβάτων ήσουνα. Τώρα έγινε τοπάνης των κεφαλιών των Τούρκων. Σε βλέπω να τους σαλαγίζεις…. όπως και το κοπάδι σου.
Νικόλας: Για τη λευτεριά της πατρίδας, καπετάνιο, πέφτω και στη φωτιά….
Αγγελής: Το βλέπω, Κριεζώτη. Το βλέπω…. Τώρα μπήκες στη φωτιά και γίνηκες κιόλας ο φόβος των Τούρκων.  Παίρνεις πίσω , ορέ Νικόλα, το αίμα γενεών και γενεών αδικοχαμένων Ελλήνων.
Νικόλας: Ηρθε η Μεγάλη Ώρα της Ανάστασης που ονειρεύονταν οι παππούδες και οι προπαππούδες  μας σ’ ούλα τα Ελλαδικά!....
Αγγελής: Ναι, Νικόλα, ήρθε η Μεγάλη Ώρα για την Πατρίδα μα και για σένα, ορέ Γκριζώτη!
Νικόλας: Να σε υπηρετώ, καπετάνιο, πιστά…..
Αγγελής: Έχεις μάτια αετίσια, όρε καπετάν Γκριζώτη!
Νικόλας: Εγώ καπετάνιος, αρχηγέ;
Αγγελής: Ναι, Νικόλα, από τούτη τη στιγμή σε ονομάζω αρχηγό των όπλων ούλης  της Νότιας Εύβοιας!
Νικόλας: Μα, καπετάνιο, εγώ ένας βοσκός ήμουνα και τίποτε παρα πάνω….
Αγγελής: Ήσουνα. Δεν είσαι. Έχεις μάτια αετίσια, σβελτάδα τίγρεως και ψυχή λιονταριού. Σαν ελόγου σου δεν έχει άλλονε η Καρυστία μα ούτε κι ούλη η Πατρίδα!
Νικόλας: Μα, στρατηγέ…..
Αγγελής: Σιωπή. Ξέρει τι λέει ο Γοβιός.
Νικόλας: Μα ένας βοσκός ήμ…..
Αγγελής: (Τον διακόπτει. Του κλείνει το στόμα). Σιωπή. Μιλάει ο αρχηγός των όπλων της Εύβοιας. Από σήμερα, Νικόλα, το Χαραχλιάνης τελείωσε. Είσαι ο Νικόλας Κριεζώτης που γεννήθηκε στα Βύρα της Καρυστίας, μα μεγάλωσε στα Κριεζά της Νότιας Εύβοιας. Από σήμερα χρίζεσαι Στρατηγέτης της. Η ελπίδα και η απαντοχή της. Και γιατί όχι, και ούλης της Ελλάδας.
Κριεζώτης: (Αποσβολωμένος). Ποιος; Εγώ, καπετάν Αγγελή;
Αγγελής: Εμ, ποιος, ορέ Γκριζώτη; Άκουσέ με. Άλλον σαν ελόγου σου δεν έχει το Γριπονήσι, η Εύβοια, όπως τη λέγουν οι καλαμαράδες σαν το Γιάννη το Μαυρομάτη.
Κριεζώτης: Μα…….
Αγγελής: Κομμένα τα μά και τα μού. «Μου», κάνουνε τα καματερά, ορέ καπετάν Γκριζώτη. (Τον χτυπά στην πλάτη). Άιντε, Νικόλα, πάρε τον Τόλια, τον Τόγια και τ’  άλλα παλικάρια της Καρυστίας και στήστε στρατόπεδο στα Λέπουρα.
Κριεζώτης: Στα Λέπουρα;
Αγγελής: Ναι, Νικόλα. Στα Λέπουρα. Στο Παλιοχώρι. Δίπλα στον ανεμόμυλο. Και μη σκιάζεσαι για το στραπάτσο των εδικών μας λίγο πρίν, τον Ιούνη του ’21. Πήγαν γυμνοί να πολεμήσουν την πάνοπλη Τουρκιά μέσα στον ανοιχτό κάμπο των Λεπούρων!.... Τα μάτια σου, Νικόλα!
Κριεζώτης: Έννοια σου, καπετάνιο.
Αγγελής: Ενέδρες σε μέρη στενά και επίθεση, γιουρούσι. Εμείς από τα ψηλά. Σε λόφους. Ποτέ σε κάμπο. Αυτοί είναι πολλοί και καλά οπλισμένοι. Εμείς λίγοι, σχεδόν άοπλοι. Δίχως ιππικό, δίχως άλογα. Εννόησες;
Κριεζώτης: Ναι, καπετάνιο.
Αγγελής: Πρότυπο μας είναι ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες, ο Θεμιστοκλής στο Μαραθώνα. «Εμάς τους Έλληνες η τύχη μας έχει πάντοτε ολίγους, "λέγει ο στρατηγός Μακρυγιάννης". Όλα τα θερία πολεμούν να μας  φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Κι όταν οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν και κάνουν αυτήν την απόφαση, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν».
Κριεζώτης: Σοφή η κουβέντα του.
Αγγελής: Ναι, Νικόλα – μάρτυς μου ο Θεός – θα τα καταφέρουμε, φτάνει να είμαστε μονοιασμένοι και να τρέχουμε έως τέλους με την ίδια ορμή! Θα τα καταφέρουμε κι ας μας λείπουν τα όπλα, τα πολεμοφόδια , οι τροφές, η οργάνωση, το Κεφάλι!.....
Κριεζώτης: (Γεμάτος θάρρος και αυτοπεποίθηση). Έχουμε ψυχή και χέρια στιβαρά, καπετάνιο. Θα την πνίξουμε την Τουρκιά!
Αγγελής: Έτσι, σε θέλω, ορέ Γκριζώτη, μαυροκεφαλά. Έτσι, με την ψυχή μας θα διώξουμε τους βάρβαρους πέρα στην Κόκκινη Μηλιά, στα βάθη της Ανατολής , στην πατρίδα τους….
Κριεζώτης: Ναι, καπετάνιο. «Λευτεριά και γή», θέλουμε. Αυτό δε γράφει και το πρώτο μας μπαϊράκι, η πρώτη μας σημαία;
Αγγελής: Αυτό, Νικόλα, και το «Ελευθεριά ή θάνατος».
Αγγελής και Κριεζώτης: (Το φωνάζουν μαζί). Ελευθεριά ή θάνατος. (Ο Κριεζώτης κάνει υπόκλιση. Αγκαλιάζονται. Ασπάζεται ο ένας τον άλλον. Ο Κριεζώτης κρατά το χέρι του καπτάν Αγγελή Γοβιού).
Κριεζώτης: Την ευχή σου, καπετάνιο.
Αγγελής: Την ευχή μου, Νικόλα παιδί μου. Και πάντα νίκες. Πάντα νίκες! Ποτέ ο Τούρκος να μη σου πάρει την πλάτη, να σε κυνηγά!.....
(Αγέρωχος ο Κριεζώτης αποχωρεί με το κεφάλι ψηλά. Δύο τρία  κλεφτόπουλα που έχουν πλησιάσει τη σκηνή του καπετάν Αγγελή, χαμογελούν, βγάζουν το σκούφο τους και χαιρετούν τον «Πυργωτό» Νικόλα Κριεζώτη, που γρήγορα χάνεται στο βάθος  του χώρου).



ΣΚΗΝΗ 3η


ΠΡΟΣΩΠΑ: Νικόλας Κριεζώτης, Κωνσταντής Ζέρβας, Πετρίτης, Χορός Γυναικών και δύο τρία κλεφτόπουλα, ψυχογιός Κριεζώτη.
(Το σκηνικό ίδιο. Ελαφρά  τροποποίηση του αρχικού για να φαίνεται πως τα γεγονότα εκτυλίσσονται σε άλλο χώρο. Τα κλεφτόπουλα μαζί με το Ζέρβα και τον Πετρίτη κάθονται σε διάφορα σημεία  της σκηνής και περιποιούνται τα όπλα τους. Όμως, έως ότου γίνουν οι σχετικές τροποποιήσεις και προτού ανοίξει η αυλαία, τραγουδούν το «Ξύπνα, καημένε μου ραγιά». Εκεί τους βρίσκει ο Κριεζώτης, με ανοιχτή πλέον την αυλαία. Μαζί του βρίσκεται και ο παραγιός του. Μόλις βλέπουν  τον αρχηγό,  τινάζονται όλοι επάνω. Τον υποδέχεται ο Κωνσταντής Ζέρβας).
Κλεφτόπουλα: Ξύπνα, καημένε μου ραγιά και σήκω το κεφάλι τη δόξα είχες μια φορά, απόχτησέ την πάλι.
Διψούν οι κάμποι για νερό  και τα βουνά για χιόνια
διπλά κι η  Ελλάδα λευτεριά, σκλάβα τόσα χρόνια.
Κοιμούμαι μ’ ένα όνειρο, ξυπνώ με μιαν ελπίδα
ίσως  και δώ μια μέρα φώς κι ελεύτερη πατρίδα.
            Ζέρβας: Καλώς μας ήρθες, καπετάνιο.
Κριεζώτης: Καλώς σας βρίσκω, λεβέντες μου.
Ζέρβας: Είμαστε στη διάθεσή του, καπετάν Κριεζώτη.
Κριεζώτης: Μεγάλη μου τιμή και τεράστια η ευθύνη , πατριώτη. Βάρος ασήκωτο, αλλά ελπίζω πως θα τα καταφέρω με τη βοήθεια του Θεού….. Και πόσα παλικάρια είστε μαζωμένα εδώ πάνω στο λόφο του Παλιοχωρίου, δίπλα στο καψοχώρι μου, τα Κριεζά της Εύβοιας;
Ζέρβας: Ως εκατό, καπετάνιο. Άλλοι από τα Κριεζά, άλλοι απ’ τα Λέπουρα, άλλοι απ’ το Δύστο, άλλοι Καρύστιοι κι άλλοι Κουμιώτες…… Μαζέματα, καπετάν Νικόλα Κριεζώτη….
Κριεζώτης: Κα-λά…. Από αύριο βγαίνουμε γύρα στα χωριά, να την αυγατίσουμε τη μάγκα, το στρατόπεδό μας, όρε Κωνσταντή Λιμνιέ.
Ζέρβας: Όπως, ορίζεις καπετάνιο. Στις διαταγές σου. Πιστοί. Πάντα πιστοί. Έως θανάτου.
Πετρίτης: (Εισέρχεται φουριόζος. Του επιδεικνύει μια επιστολή). Καπετάνιο, κοίτα τι σου φέρνω. Δε θα το πιστέψεις στα μάτια σου, καπετάν Κριεζώτη!
Κριεζώτης: Τι ορέ Πετρίτη;
Πετρίτης: Καπετάνιο, κρατήσου γερά.
Κριεζώτης: Τι, ορέ Πετρίτη;
Πετρίτης: Προδοσία, αρχηγέ!.....
Κριεζώτης: Ποιος, μωρέ καψοπαίδι;
Πετρίτης: Ο ανάδοχός σου, ο νουνός σου, καπετάνιο….
Κριεζώτης: (Τραβά τα σπάθα του). Τι είπες μωρέ; Ο νου-νός μου; Με τούτη, ορέ Πετρίτη, θα σου τόνε λιανίσω…..
Πετρίτης: Έστελνε τούτη τη γραφή στον Ομέρ πασά της Καρύστου με ούλα τα μυστικά του στρατοπέδου σου….
Κριεζώτης: Είναι βέβαιο, όρε κλεφτόπουλο;
Πετρίτης: Ανακρίθηκε. Ομολόγησε.
Κριεζώτης: Φάλαγγα. Κάντε του  φάλαγγα. Πεντακόσιες ξυλιές στο κάθε του πέλμα. Και πείτε του πως θα τόνε λιάνιζα με τούτη μου τη σπάθα, εάν δεν ήτανε νουνός μου. Σέβομαι   το λάδι που μου έριξε…. Ρέ, σούβλισμα ήθελε ο προδόταρος….
Πετρίτης: Μάλιστα, καπετάνιο.
(Αποχωρεί ο Πετρίτης. Επί σκηνής οι υπόλοιποι. Ο Κριεζώτης στρέφεται προς τον παραγιό του).
Κριεζώτης: Μικρέ, ετοίμασέ μου κάτι να φάω. Λίγο ψωμί, κρεμμύδι, ελιές… Ό,τι βρίσκεται…..
Ψυχοπαίδι: (Τινάζεται επάνω. Κάνει στο άψε σβήσε ό,τι του λέει ο Κριεζώτης). Μάλιστα, καπετάνιο.
Κριεζώτης: Ευχαριστώ, όρε ψυχοπαίδι. Και σείς, λεβεντιές,  σηκωθείτε. Πάρτε σβάρνα  τα χωριά. Θέλω ούλα τα παλικάρια εδώ, στο στρατόπεδό μου. Τα χρειάζεται η πατρίδα, το έθνος. Να’ ρθουν και με το στανιό ακόμη. Όπως φοβάται τον Ομέρ και δεν έρχεται κοντά μας, να φοβάται και τον Κριεζώτη. Δεν αστειεύεται, πείτε τους. Για το καλό της πατρίδας, όρε λεβέντες μου.
Τόλιας : Μάλιστα, καπετάνιο.
Κριεζώτης: Φανείτε και λίγο σκληροί, εάν χρειαστεί. Το απαιτεί το καλό της πατρίδας, ο δρόμος της λευτεριάς. (Αποχώρηση των δυο οπλαρχηγών μαζί με τα κλεφτόπουλα. Μόνοι επί σκηνής ο Κριεζώτης με τον παραγιό του. Εμφάνιση  Χορού γυναικών του κάμπου των Λεπούρων).
Χορός: Νικόλα, τους όρους αϊτέ, του κάμπου αραβανάτο λάβε μαντάτο χλιβερό, του Χάρου το μηνάτο.
Κριεζώτης: Τι λέτε, όρε κόρες των Κριεζών, του Δύστου, των Λεπούρων;
Χορός: Είναι τα νέα άσχημα  για ούλη την πατρίδα. Στους μύλους  των Στύρων χάλασαν το λαμπερό Ηλία!
Κριεζώτης: Τον Ηλία Μαυρομιχάλη φάγανε τ’ ατρόμητο λιοντάρι;
Χορός: Πάει ο Ηλίας άρχοντας με τη θεϊκιά την κεφαλή. Της Μάνης, του κάμπου άλογο, ατίθασο φαρί!
Κριεζώτης: Κρίμα τη λεβεντιά.(Ωρύεται). Όρε Παλιότουρκοι, θα δείτε ποιος είν’ ο Κριεζώτης…..
Χορός: Εσέ, Νικόλα λέοντα, τιμά το Γριπονήσι.
Σε σε Νικόλα αϊτέ, ‘χει πολλά ελπίσει!
Κριεζώτης: Ψυχογιέ πές στα παλικάρια να’ναι έτοιμα .  Νύχτα πιάνουμε  το Διακόφτι των Στύρων και την αυγή τη λιανίζουμε την Τουρκιά.
Ψυχογιός: Μάλιστα, καπετάνιο.
Χορός: Αϊτέ της Μάνης άγγελε,  πατρίδας ελπίδα  και καμάρι ποια μοίρα στο ‘γραφε άδοξα να χάσεις το φεγγάρι από το χέρι  του Ομέρ αγά του άπιστου μουχτάρη και κειος να έβγει νικητής και σύ να μπείς   στον Άδη!
(Ο Χορός αποχωρεί. Στη σκηνή μένει μόνο ο Κριεζώτης και μοιρολογά το άξιο παλικάρι).
Κριεζώτης: Αχου, λεβέντη αδερφέ της Λευτεριάς ελπίδα. Βρέθεις σε μέρη άγνωστα και πιάσεις στην παγίδα Ηλία, του Γένους άρχοντα, λεβέντη Πελοπίδα!
(Κλείσιμο αυλαίας).


ΣΚΗΝΗ 4η

ΠΡΟΣΩΠΑ: Χορός γυναικών
(Με το άνοιγμα της σκηνής αναγγέλλουν τα πρώτα μεγάλα κατορθώματα του Ν. Κριεζώτη).
Χορός: Νικόλα λεβέντη αϊτέ, τους πήρες στο κατόπι στων Στύρων  πέρα τα βουνά κοντά εις το Διακόφτι.
Τρέχουν οι Τούρκοι σαν λαγοί, οι Έλληνες ελάφια
Τρέχουν κι αφήνουν πίσω τους τσαπράζια και σελάχια
Κι εσύ επήρες λάφυρο τη Μάρω την Τουρκάλα
Τράβα γοργά, βρέ στρατηγέ, κάτω από την Καψάλα
να σώσεις το νέο, τα παιδιά, το γέρο,  την κοπέλα
που πέφτει θύμα των Τούρκων και πάγει για κρεμάλα.
Σε σε, του όρους Νικόλα αϊτέ, πρέπουν μονάχα  νίκες
Κρατήσου πάντα,  στρατηγέ, μακριά από τις κλίκες!
(Αποχώρηση Χορού. Κλείσιμο αυλαίας).




ΣΚΗΝΗ 5η


            ΠΡΟΣΩΠΑ: Νικόλας Κριεζώτης, Κωνσταντής Ζέρβας, Νίκος Τόλιας, Πετρίτης,  Μαρία, Ψυχογιός .
(Η Μαρία  καθισμένη σε μια γωνιά, προσπαθεί να μαγειρέψει, να συγυρίσει κτλ. Δίπλα της κάθεται ο ψυχογιός του καπετάν Νικόλα, ο οποίος έχει σιμά του τα παλικάρια  του στενού του κύκλου και συζητούν).
Κριεζώτης: Είδες, όρε Νίκο Τόλια, πως μας ξέφυγε ο Ομέρπασας;
Τόλιας: Και έπαθε τέτοια νίλα, καπετάνιο….
Κριεζώτης: Ρε, σαν τον έπιανα , θα τον χτυπούσα κάτω σαν το χταπόδι τον άτιμο…..
Ζέρβας:  Άμα δεν πέταγε στην κατηφοριά  την αρματωσιά και τις βράκες του, στο χέρι θα τον είχαμε τον ελεεινό και ούλο το Γριπονήσι. ΕΛΕΥΘΕΡΟ!
Κριεζώτης: Έννοια σου. Πού θα μου πάει….. (Και δαγκάνει με μίσος το δείχτη  του δεξιού του χεριού).
Τόλιας: Ρέ τα ‘κανε απάνω του ο χέστ…..
Κριεζώτης: Τώρα πρέπει, λεβέντες  μου, να τον ζορίσουμε, να νιώθει καθημερινά από παντού την ανάσα μας! Στενή, στενότατη πολιορκία της Καρύστου κι ο καπετάν Ψωμάς θα τη λυγίσει την Τουρκιά!
Ζέρβας: Ρε, που θα μας πάνε, θα τους θερίσει η πείνα, θα κορακιάσουνε της δίψας…..
Τόλιας: Θα πλακώσει κι ο λοιμός, η πανούκλα, τα εντερικά…. Κι ούλο το κάστρο της Καρύστου στα χέρια μας!.... (Τα τρίβει από χαρά και ικανοποίηση).
Κριεζώτης: Ε, άμα ωριμάσει το φρούτο, μόνο που πέφτει κάτω από το δεντρί, παλικάρια! Ξέρει η μάνα φύση τι πράττει!....
(Εκείνη τη στιγμή των σχεδίων και των συλλογισμών, τη διακόπτει η εμφάνιση του Πετρίτη. Είναι λαχανισμένος και πολύ αναστατωμένος).
Πετρίτης: Αρχηγέ, πάει το παλικάρι…..
Κριεζώτης: Ποιος πάλε, ορέ Πετρίτη;
Πετρίτης: Πάει,  αρχηγέ, ο καπετάν Αγγελής!
Κριεζώτης: Ποιος, ποιος….. Μωρέ ο Γοβιός;
Πετρίτης: Πάει, αρχηγέ, ο καπετάν Αγγελής!
Κριεζώτης: Ορέ σερσέμη, κουνήσου από τον τόπο σου.
Πετρίτης: Να, δές, καπετάνιο. Κουνιέμαι, μα τίποτες. Πάει ο Αγγελής κι ο Κώτσος ο Δημητρίου…..
Κριεζώτης: Τι λές, ορέ ζ’λάπ; Και πως, ορέ Πετρίτη;
Πετρίτης: Με μπαμπεσιά, καπετάνιο. Ύπουλα. Τους στήσανε την παγίδα στα Δυο Βουνά των Ψαχνών…..
(Ο Κριεζώτης  γίνεται έξω φρενών. Βρίζει. Φωνάζει. Κλωτσά,  ό,τι βρίσκεται γύρω του. Σε λίγο ηρεμεί κάπως).
Κριεζώτης: Πανάθεμά τους τους άπιστους. Πάει το καμάρι του νησιού ο φόβος των Τουρκώνε! Μα έννοια  σας, λεβέντες μου, στον Αγώνα  θα πέσουν πολλά παλικάρια. «Τίποτε δεν είναι αυτό μπρος στο γενικό καλό. Οι Έλληνες  στο τέλος θα νικήσουν». Να το θυμάστε. Το λέει  ο Κριεζώτης.
Ζέρβας: Κρίμα στα παλικάρια.  Κι ήτανε μέγας αρχηγός και διαμάντι ψυχή ο καπετάν Αγγελής! Τώρα, Νικόλα, ούλη η Εύβοια σε σένα στηρίζεται. Δεν έχει άλλον σαν ελόγου σου! Θυμάσαι και τα λόγια του καπετάν Αγγελή…..
Κριεζώτης:  Κα-λά. Μα τώρα αφήστε με μόνο με τη Μαρία. Θέλω να κλάψω, να μοιρολογήσω, ορέ παιδιά.
Ζέρβας: Ό,τι πείς, καπετάνιο.
(Στη σκηνή ο Κριεζώτης  με τη Μαρία. Την αγκαλιάζει στοργικά, μοιρολογούν και τραγουδούν κάπως λυπητερά).
            Κριεζώτης: Ελα, Μαρία, να πούμε δυο λόγια  στον Αγγελή και στ’ άλλα παλικάρια που άδοξα μας άφησαν χρόνους μαύρους, άχρονους στης κάψας πάνω τον καιρό…..
            Μαρία: Κρίμα στα παλικάρια!
Κριεζώτης και Μαρία:
«Για σένα, μωρέ Αγγελή, κλαίει το Γριπονήσι που χάθηκες κατακαμπής επάνω στο γιουρούσι.
Εσύ δεν επολέμαγες μές στις Γραβιάς το Χάνι
μ’ οχτώ χιλιάδες Γκέγκηδες  και βγήκες παλικάρι;
Μα οι Μπαλαλαίοι τα σκυλιά σούφαγαν το κεφάλι.
Σε κλαίει  ούλη η Ρούμελη, γιατ’ ήσουν παλικάρι

……………………………………………………..

Για σένα, μώρε Αγγελή, κλαίει το Γριπονήσι
που χάθηκες  κατακαμπής απάνω στο γιουρούσι»
(Κλείσιμο αυλαίας)


ΣΚΗΝΗ 6η

ΠΡΟΣΩΠΑ: Χορός Γυναικών
Χορός:
Πήρες φαλάγγι την Τουρκιά στην Κάρυστο και στο Διακόφτι
στη Ρούσαλη, στους Κάναλους, στους Κήπους, στο Μετόχι.
Κι αν ο Χορσέφ δεν έφτανε ν’ αδίστακτο τούρκικο λεφούσι
το Γριπονήσι θα ’πιανε  της νίκης τ’ αθάνατο το θεϊκό μεθύσι.
Ήρθε κι αγάς Μπερκόφτσαλης μ’ ασκέρ’ εφτά χιλιάδες
και στης Αγιάννας τη σπηλιά έπνιξε πενήντα μια ζαρκάδες.
Πήρε παρθένας τη λαλιά, του γιόκα το κεφάλι
πενήντα γέρους  έκαψε, παιδιά, μανάδες, κόρες.
Και της Αγιάννας τον ανθό θέλησε στο χαρέμι
την Μπολοβίναινα  κυρά, δικιά του και ρεέμι
τη λυγερή αρχόντισσα, την αυγινή σταλίδα
που ‘τανε λάφι άπιαστο,  πέρδικα, πεταλούδα.
Μα κείνη γύρους έκλωσε φηλά απ’ το φαράγγι.
Νεφέλη γίνει η κορασιά στα άστρα, στο φεγγάρι!
(Αποχώρηση χορού).





ΣΚΗΝΗ 7η

            ΠΡΟΣΩΠΑ: Μαυρομάτης
(Καθισμένος στο τραπεζάκι του, άλλοτε σημειώνει τα πιο κάτω και άλλοτε τα διαβάζει μεγαλοφώνως. Υποτίθεται πως ελέγχει την ορθή των λεχθέντων γραφή).
            Μαυρομάτης: Το έτος 1822 και 1823 ο Νικόλας Κριεζώτης  με τα παλικάρια του, έχοντας ως ορμητήριο το Παλαιοχώρι Λεπούρων, οργώνει την Καρυστία. Σε όποια μάχη κι αν έρχεται αντιμέτωπος με τους Τούρκους, βγαίνει νικητής, χάρη στη γενναιότητά του, την ανδρειοσύνη του, την επιδεξιότητά του και τα διάφορα τεχνάσματα ή ταχτικές που χρησιμοποιεί σε κάθε περίπτωση.
            Σημαντικότερη  απ’ αυτές τις ταχτικές,  εκείνη που πρωτοεφαρμόζει κατά τη διάρκεια  της ενδοξότερης  μάχης, που γίνηκε στην Εύβοια κατά την επανάσταση του 1821 . Στη μάχη, λοιπόν, των Βρυσακίων κάνει το εξής κόλπο:  Για να μην αφήνει τους Τούρκους να σηκώσουν καθόλου κεφάλι, χωρίζει τα παλικάρια του σε ομάδες των οχτώ. Οι επτά γεμίζουν αδιάκοπα με μπαρούτι και βόλια τα όπλα και τα δίνουν στον πιο καλό σκοπευτή  της ομάδας. Αυτός πυροβολά μανιωδώς και ασταμάτητα , κάνοντας μεγάλη θραύση στους επιτιθέμενους Τούρκους.
            Μόλις, θεωρεί κατάλληλη τη στιγμή, χυμά μαζί με τα παλικάρια του με το ξίφος στα χέρια έξω από τα χαρακώματα, ουρλιάζοντας και κάνοντας μεγάλο σαματά με οτιδήποτε . Αυτό φέρνει  τον πανικό, τη σύγχυση  και την καταστροφή των αντιπάλων του. Οποιος μένει πιο πίσω, χάνει το κεφάλι του για πάντα……
            Ένα άλλο τέχνασμα που χρησιμοποιεί συχνά, είναι αυτό με τις μέλισσες. Είναι βέβαιο ότι  το εφάρμοσε στο Διακόφτι των Στύρων  και στη μάχη του Κουτρουλομετοχίου Κύμης. Στο Διακόφτι, αφού περιόρισε τους Τούρκους  σε έναν ελαιώνα,  όπου υπήρχαν  πάρα πολλές κυψέλες  μελισσών, άρχισε να πυροβολεί μαζί με τα παλικάρια του τις κυψέλες. Οι μέλισσες έντρομες πετάγονται από τις κυψέλες τους  και τουμπανιάζουν τους Τούρκους. Και τα παλικάρια του Κριεζώτη αποδεκατίζουν  το στρατό του Ομέρ πασά.
            Στο Κουτρουλομετόχι, όταν πλησίασαν οι Τούρκοι κοντά στη βραχώδη κορυφή του βουνού, την οποία υπερασπίζονταν οι Έλληνες του Κριεζώτη, αρχίζουν να πετάνε από τα ψηλά κατά των Τούρκων δεκάδες κυψέλες. Το τι έγινε, δεν περιγράφεται!....
            Μέλισσες. Ο καλύτερος σύμμαχος του Νικόλα Κριεζώτη και των παλικαριών του, που πάντοτε πολεμά εναντίον δεκαπλάσιου και εικοσαπλάσιου σε αριθμό Τούρκων στρατιωτών…..
            Ένα άλλο τέχνασμα  που χρησιμοποίησε ο Κριεζώτης αλλά και ο αντίπαλός του, έχει σχέση με τον εκφοβισμό  του αντιπάλου διά μέσα μαγικών ενεργειών.
            Αξίζει ν’ αναφέρουμε λοιπόν τούτο το περιστατικό που έγινε  πρίν και κατά τη διάρκεια της μάχης στο Διακόφτι.
            Πρίν τη μάχη ο Ομέρ πασάς έβαλε μια μάγισσα, που ονομαζόταν Βερβέραινα,  να κάνει κάτι μαγικά κόλπα για να βγεί αυτός νικητής. Έκανε τι έκανε η έρημη γριούλα, στο τέλος αφήνει ελεύθερα και κάτι λελέκια (πουλιά μεγαλόσωμα), για να δεί προς τα πού θα πάνε. Έλπιζε  κατά το μέρος των Ελλήνων, οπότε θα ήταν αυτός ο νικητής. Μα κείνα όμως τράβηξαν κατά το μέρος του, κατά την Κάρυστο, δείχνοντας το δρόμο που θα έπαιρνε  σε λίγο και ο στρατός του, σαν κυνηγημένο πουλί……
            Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες μόλις το είδαν, αναθάρρησαν. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της μάχης χρησιμοποίησαν τα δικά τους μαγικά. Έβαλαν μέσα σε νεροκολοκύθες ζωντανά φίδια, τα κρέμασαν επάνω  στα μπαϊράκια τους (τις σημαίες τους) και βάδισαν ατρόμητοι κατά των αντιπάλων τους.
            Και όταν έγινε η μάχη, όπως εξομολογείται ο ίδιος ο Κριεζώτης: «Το ντουφέκι έβραζε και ο καπνός κατάκλυζε τα οχυρώματά μας. Έτσι δεν εβλέπαμεν, μήτε ακούγαμε τι γίνεται πάρα πέρα παρά τη βουή των όπλων, ένα ηφαίστειο αναβρασμένο. Κι οι Τούρκοι μ’ ούλα αυτά φονεύονται  σωρηδόν. Σε λίγο 300 κεφάλια  στήνονται πυραμίδα ως τρόπαιο της νίκης μας».
            Άλλο τέχνασμα. Στα 1826 ο Φαβιέρος  με το στρατό του έχει εγκλωβιστεί στο νησί Πεταλιοί της Καρυστίας.  Ο κίνδυνος άμεσος. Ο Κριεζώτης παίρνει εντολή από την κυβέρνηση, να σπεύσει σε βοήθεια.  Έχει 400 εκλεκτούς μαζί του. Πλησιάζει τους Πεταλιούς με τα καράβια, που τον μετέφεραν.  Αρχίζει γρήγορα  την αποβίβαση. Οι ίδιοι όμως έρποντας, για να μην τους βλέπουν οι Τούρκοι, επιστρέφουν στα καράβια και αποβιβάζονται ξανά και ξανά!..... Ο Ομέρ τους νομίζει για χιλιάδες, λύνει την πολιορκία και αναχωρεί για την Κάρυστο!
            Οι μάχες δεκάδες.  Η μια μετά την άλλη. Κι όλες νικηφόρες. Σαράντα πέντε τον αριθμό. Κήποι, Βατίσι, Άμπλιανη, Χρυσό, Ρούσαλη, Αράχωβα, Πεταλιοί, Ελευσίνα, Χαϊδάρι, Βυρητός,  Ακρόπολη, Τρίκερι, Ανηφορίτης, Πέτρα……
            Άλλοτε μόνος.  Αρχηγός. Κι άλλοτε πλάι στον Αγγελή Γοβιό, το Βάσο Μαυροβουνιώτη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, το Γιώργο Καραϊσκάκη, το στρατηγό Μακρυγιάννη…..
            Βυρητός: Μια επιχείρηση σταθμός στην ατελεύτητη πορεία του Νικόλα Κριεζώτη προς την αείφωτη  δόξα. Λοιπόν,   κατόπιν κυβερνητικής εντολής, η οποία έλεγε τα εξής: «Έλθετε να σας οδηγήσωμεν σε χώρες εύφορες  και στη δόξα», φεύγει για τη Βυρητό του Λιβάνου μαζί με 800 συμπολεμιστές του.
            Πρώτη στάση στην Κύπρο.
            Αναχώρηση για το Λίβανο. Το σχέδιο ήδη έχει προδοθεί. Παρ’όλα αυτά, στην αρχή νικητής. Στη συνέχεια μια έντιμη συνθηκολόγηση για αποχώρηση.
            Επιστροφή στην πατρίδα. Εμφύλιες έριδες. Η στάση του Κριεζώτη υπερήφανη,  πατριωτική: «Να είμαστε υπερασπιστές της πατρίδας πολεμούντες κατά των εχθρών  της και όχι στους εμφύλιους πολέμους. (….)Να προτιμήσουμε να ζήσουμε πάντοτε φτωχοί και υπερήφανοι (….) και όχι να βιαστούμε  να γίνομε άσπονδοι  εχθροί της πατρίδας μας».
            1826. Η επανάσταση σε κρίσιμη καμπή.  Ο Ιμπραήμ αφανίζει την Πελοπόνησσο. Πέφτει και το Μεσολόγγι. Η Στερεά ουσιαστικά στα χέρια των Τούρκων. Μόνη επαναστατική θρυαλλίδα ο Ιερός Βράχος της Ακροπόλεως με υπερασπιστές τον Γκούρα και το Μακρυγιάννη.
            Ο Κριεζώτης με το Βάσο Μαυροβουνιώτη γρήγορα συγκροτεί στράτευμα  5000 οπλιτών και οχυρώνεται στην Ελευσίνα. Εκεί θα τον βρεί ο νέος αρχιστράτηγος της Στερεάς Γεώργιος Καραϊσκάκης με τα 60 παλικάρια του. Ο Κριεζώτης τον δέχεται  μετά χαράς ως στρατηλάτη και αρχηγό του.
            Μάχη Χαϊδαρίου.  «Ο στρατηγικότερος όλων», ο Νικόλας Κριεζώτης, κάνει θραύση στον αντίπαλό του  και διασώζει για άλλη μια φορά  τον στρατό του Φαβιέρου από τη βέβαιη καταστροφή!.....
            Εν τω μεταξύ, σκοτώνεται  ο φρούραρχος  της Ακροπόλεως Γιάννης Γκούρας.  Εντολή στον Κριεζώτη να εισέλθει με τριακόσιους εκλεκτούς  λεβέντες στον Ιερό Βράχο, διασχίζοντας το τούρκικο στράτευμα.
            Καραϊσκάκης: « Τώρα εις εσένα και εις εμένα κρέμεται το Γένος μας, που όλην την Στερεάν Ελλάδαν την επήρε ο Τούρκος. Ή εσύ θα έμπεις, Κριεζώτη ή εγώ».
            Κριεζώτης: «Εγώ θα έμπω, στρατηγέ. Αν χαθώ εγώ λίγο το κακό. Αν χαθείς εσύ, χάνεται η πατρίδα».







ΠΡΑΞΗ 2η
ΣΚΗΝΗ 1η

            ΠΡΟΣΩΠΑ: Νικόλας Κριεζώτης,  Γιάννης Μαυρομάτης, Πετρίτης,  Αφροδίτη Γκούραινα,  Νίκος Τόλιας (Ο Σκηνικός χώρος όμοιος με τον προηγούμενο. Η βασική αλλαγή οφείλεται  στο γεγονός της συμπλήρωσης του φόντου με ορισμένους αρχαιοελληνικούς κίονες.
Σ’ αυτή τη σκηνή ο Κριεζώτης υπαγορεύει  στο Γιάννη Μαυρομάτη, το βιογράφο του, ορισμένα σημαντικά περιστατικά  της δράσης του.)
Κριεζώτης: Γιάννη Μαυρομάτη, τώρα που καταφέραμε να μπούμε στην Ακρόπολη και δέσαμε καλά το κάστρο, πιάσε μελάνι  και χαρτί και γράφε.
Μαυρομάτης: Μάλιστα, καπετάνιο. Είμαι όλος αυτιά…..
Κριεζώτης: Το βλέπω, ορέ Γιάννη….. Γράφε ό,τι σου λέω. Να μαθαίνουνε τα Ελληνόπουλα πως εμείς οι ξιπόλητοι, οι αγράμματοι και οι άοπλοι με μύριες  θυσίες προκάναμε και τον διώξαμε τον Τούρκο από τούτη την Άγια Γή!
Μαυρομάτης: Είμαι έτοιμος στρατηγέ. Πήρα μελάνι και φτερό….. Στη διάθεσή σου, καπετάνιο.
Κριεζώτης: Σαν μαθεύτηκε ο θάνατος του Γκούρα, του φρούραρχου  της Ακροπόλεως, έγινε μάζωξη όλων των καπεταναίων από τον αρχιστράτηγο, τον Καραϊσκάκη.
Μαυρομάτης: Αν γίνεται λίγο πιο αργά, καπετάνιο…… Δε σε προλαβαίνω…..
Κριεζώτης: Καλά. Και που ξέρω, ορέ καλαμαρά, από τα ορνιθοσκαλίσματά σου! Σάματις ξερω πως  γράφονται και τι λέγουν,  όρε Γιάννη!.... Εγώ μόνο την τραγίσια μυρωδιά γνώρισα καλά και την πιστόλα!
Μαυρομάτης: Ωραία, καπετάνιο. Γράφω.
Κριεζώτης: Τότε, ο Καραϊσκάς είπε πως έχουν τα πράγματα και η σκέψη ολωνών ήταν πως έπρεπε να ενισχυθεί η φρουρά  της Ακροπόλεως  και να οριστεί νέος φρούραρχος. Όλοι απρόθυμοι. Κανείς δεν τολμούσε να περάσει μέσα από το τούρκικο ασκέρι και να χωθεί στην Ακρόπολη. Όλοι κοιτούσαν μια εμένα μια τον Καραϊσκά. Και τότες λέγει ο καπετάν Καραϊσκάκης: «Όρε , καπετάν Νικόλα (…)  σένα και μένα παρατηρούν. Λοιπόν ή θα πάς εσύ ή εγώ».
Μαυρομάτης:  Ωραία, καπετάνιο.
Κριεζώτης: Και του λέγω: «Καπετάν  Καραϊσκο,  εγώ θα υπάγωμ γιατί αν χαθώ εγώ, λίγο είναι το κακό, αλλά εάν χαθείς εσύ, πάγει η επανάσταση».
Μαυρομάτης: Σωστά.
Κριεζώτης: Εξέλεξα τότες τριακόσια διαδεχτά  παλικάρια. Με ψαριανό πλοίο τα μεσάνυχτα  και κάτι πιάνουμε το Φάλητο. Διώχνω γρήγορα  το πλοίο και λέγω στα παλικάρια:  «Τώρα, δύο τινά έχουμε να κάνουμε  ή να πέσουμε στη θάλασσα ή να μπούμε στο φρούριο. Μπροστά μας θάλασσα πλατιά, η Τουρκιά. Πίσω μας μέγα πέλαγο  βαθύ. Την Τουρκιά  εμείς οι στεριανοί εύκολα την παλεύουμε, το πέλαγο με τίποτε».
Μαυρομάτης: Ωραία τους την έφερες. «Μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα» που λέμε, καπετάνιο.
Κριεζώτης: Α-κρι-βώς. Και χυμάμε ακάθεκτοι με τις σπάθες στο χέρι. Εγώ καβάλα στο Τσακάι, το άλογό μου.  Περνάμε αστραπή  το ένα οχύρωμα μετά το άλλο. Όπως βρίσκεται ομπρός μας, τον παίρνει ο Χάροντας για συντροφιά του….. Εμείς, ούλοι σώοι. Αλώβητοι. Και σε λίγο, νικητές στο κάστρο της Ακρόπολης.
Πετρίτης: Συγνώμη, καπετάνιο, που διακόπτω. Έχετε γράμμα…..
Κριεζώτης: Από ποιόν, όρε Πετρίτη;
Πετρίτης: Από τον Κιουταχή.
Κριεζώτης: (Αδιάφορα). Μα τι θέλει  πάλε ετούτος ο σερσέμης …… Δώστο στον Μαυρομάτη να το διαβάσει……
Μαυρομάτης: (Το ανοίγει. Αναγιγνώσκει.) «Στρατηγέ Νικόλα Κριεζώτη, ξέρω τι παλικάρι είσαι, μα ο αγώνας σου δεν έχει καμιά ελπίδα. Ο Αλλάχ με φώτισε να σου ζητήσω να έρθεις με το μέρος μας και να σε διορίσω Βαλεσί (διοικητή) ούλης της Ρούμελης. Και για πεσκέσι, δώρο έχεις ένα γερό μπουναμά. Δικά σου  500 χρυσά νομίσματα!
                                                   Ο Σερασκέρης Στερεάς και Θεσσαλίας
                             Ρεσίτ πασάς- Κιουταχής»
Κριεζώτης: Ρε ούστ….. Ου να μου χαθείς, ρέ βρομότουρκε. Ρε ελεεινέ, ο Κριεζώτης προδότης ποτέ δεν γίνεται! (Και δείχνοντας τον πισινό του).  Εδώ σε έχω γραμμένοι, ορέ κολοταχή….. Δε θα μου πέσεις στα χέρια μου!..... Με τούτη τη σπάθα μου θα σε λιανίσω. Χίλια δυό κομματάκια  θα σε κάμω……
Γράφε, Γράφε, ορέ Μαυρομάτη. Κι εσύ Πετρίτη στη μούρη να του το τρίψεις, του παλιομουρτάτη…….
            Πετρίτης: Μα καπετάνιο, θα με λιανίσει με τη χατζάρα τον έρημο….
            Κριεζώτης: Σιωπή, Πετρίτη.Μιλάει ο Κριεζώτης. Πάει και τέλεψε.
            Πετρίτης: Μα…..
            Κριεζώτης: Να λείπουν τα μά και τα μού……
(Στρεφόμενος προς το Μαυρομάτη). Μαυρομάτη, γράφε:
            «Προς στρατηγόν Κιουταχήν
Βεκιαλίμ, εγώ είναι ο Βαλεσί της Ρούμελης (της Στερεάς Ελλάδας). Αυτό που μου δίνεις, το έχω. Δε μου δίνεις, τίποτε παραπάνω. Άι, να μου χαθείς παλιότουρκε». Το τελευταίο, Μαυρομάτη, άσε το …. Από ευγένεια, μην το γράφεις……
            Μαυρομάτης: Ό,τι πείς, καπετάνιο.
Κριεζώτης: Και τώρα πηγαίνετε. Θέλω και λίγο τη μοναξιά μου, την ηρεμία μου…..
Μαυρομάτης: Μάλιστα, καπετάνιο.
(Αποχώρηση Μαυρομάτη και Πετρίτη). Περιποίηση του οπλισμού από τον Κριεζώτη. Τρόχισμα  σπαθιών. Καθάρισμα και γυάλισμα οπλισμού του. (Εμφάνιση Αφροδίτης Γκούρα. Γρήγορη  ανόρθωση Νικόλα Κριεζώτη με άφατη ευγένεια και καλοσύνη).
            Κριεζώτης: Καλώς την πέρδικα, τη λαμπερή χήρα  του καπτάν Γκούρα!
            Αφροδίτη: Γειά σου, Νικόλα.
            Κριεζώτης: Πως τα πας, Αφροδίτη μου;
            Αφροδίτη: Άστα Νικόλα μου.  Μαύρισε  η καρδούλα μου από τον ξαφνικό θάνατο  του Γιάννη μου εδώ πάνω στο βράχο της Ακρόπολης…..
            Κριεζώτης: Τι να κάνουμε, Αφροδίτη μου. Πολύ σε συμπονώ…… Έλα, κυρά – Αφροδίτη και κάθισε εδώ. Σιμά μου……
            Αφροδίτη: Σάματις κι εσύ, Νικόλα, δεν έχασες τόσο νέα τη λαμπερή θεά του Ευρίπου!....
            Κριεζώτης: Ήτανε όμορφη. Άγγελος η Μαρία μου με μάτια σμαράγδια αστραφτερά που ράγιζαν κάθε αντρική καρδιά!
            Αφροδίτη: Όμορφη και καλή, καλότατη η Τουρκοπούλα  σου που βάφτισες τότε, πρίν τρία τόσα χρόνια χριστιανή.
            Κριεζώτης: Τι κι αν ήταν μουσουλμάνα η άμοιρη… Άνθρωπος ήταν!.... Καρδιά μάλαμα, Αφροδίτη μου.
            Αφροδίτη: Σάμπως, η καταγωγή και οι πίστες ντέ και καλά πλάθουν καλό τον άνθρωπο……
            Κριεζώτης: Είναι χίλια δυο……
            Αφροδίτη: Έτσι, είναι Νικόλα μου…… Και την άμοιρη την έχασες τόσο νέα και λεχώνα τη φουκαριάρα…..
            Κριεζώτης: Αχ! Μεγάλη μαχαιριά μου έμπιξε μες στην καρδιά,  Αφροδίτη μου….. Και να ‘χω και κείνο το κουτσούβελο…. Δέκα μερών παιδάκι… Να ‘ναι καλά η μανούλα μου που το φροντίζει το ορφανό στο σπίτι μας στα Κριεζά. (Με πολύ τρυφερότητα). Το αγγελούδι μου!
            Αφροδίτη: Πολύ σε συμπονώ, Νικόλα μου!.....
            Κριεζώτης: Ελα πιο κοντά, Αφροδίτη μου, να δέσουμε πιο καλά τις καρδιές μας, να κλοτσίσουν τον πόνο που μας δέρνει  και τους δυο τους χαροκαμένους μήνες τώρα, ελαφίνα μου…..
            Αφροδίτη: (Βαρύς ο αναστεναγμός). Αχ, Γιάννη μου…….
            Κριεζώτης: (Βαρύς κι αυτός ο αναστεναγμός). Αχ, Μαρία μου….. (Τη σφιχταγκαλιάζει). Έλα, έλα, Αφροδίτη μου. Γύρε στην αγκαλιά μου, να σβήσουμε τον πόνο μας, να πεταρίσ’ η καρδιά μας.
            Αφροδίτη:(Πέφτει στην αγκαλιά του Νικόλα. Δείχνει ερωτευμένη). Τι μπράτσα στιβαρά, τι στέρνο που είν’ ετούτο, αντρειωμένη μου καρδιά ψυχή μαλαματένια!
            Κριεζώτης: Ναι, Αφροδίτη μου γλυκειά,
 του Γεναριού αμυγδαλιά
 κυκλάμινό μου  χαρωπό
 του Μάη μου ροδοπέταλο
 της άνοιξης λεμονανθέ
 τ’ Αυγούστου το φεγγάρι
 του θέρους συ τριαντάφυλλο
 λαμπρό μαργαριτάρι.
 (Ως δημοτικό τραγούδι).
            Αφροδίτη: Πολύ με αναστατώνεις Νικόλα  μου!
            Κριεζώτης: Αφροδίτη μου, φιδολυγερή μου πετροπέρδικα!
(Τις τρυφερές στιγμές τις διακόπτει ο ερχομός του Νίκου Τόλια)
            Τόλιας: Συγγνώμη, καπετάνιο, που διακόπτω τέτοιες στιγμές……
            Κριεζώτης:  Τι θές, ρε Τόλια;
            Τόλιας: Καπετάνιο, πρέπει να σας πληροφορήσω…..
            Κριεζώτης: Λέγε, ορέ Τόλια, τι συμβαίνει;
            Τόλιας : Ασχημα τα μαντάτα, καπετάνιο!
            Κριεζώτης: Τι, ορέ Τόλια;
            Τόλιας: Καπετάνιο, ο Κιουταχής σήμερα το πρωί  κρέμασε στους πλατάνους κάτω απ’ την Ακρόπολη  καμιά εκατοστή αιχμαλώτους. Παιδιά, γυναίκες, άντρες……
            Κριεζώτης: Τον άτιμο! ….. Θα μου το πληρώσει……
            Τόλιας: Του χρειάζεται του άπιστου……     
            Κριεζώτης: Το βράδυ κάνουμε έξοδο. Χυμάμε στα τούρκικα καπηλειά κι όσους αγάδες πιάσουμε , αύριο με την αυγή τους κρεμάμε γύρου απ’ την Ακρόπολη σα σφαγάρια.
            Τόλιας: Μπράβο, στρατηγέ!
            Κριεζώτης: Μον, τώρα ελάτε να πιάσουμε το χορό. Να παν’ τα φαρμάκια κάτω. Να το γιορτάσουμε από τώρα το αυριανό το πανηγύρι……. (Τραγουδούν και χορεύουν τα «Σαράντα παλικάρια». Σε λίγο εμφανίζονται και άλλα κλεφτόπουλα και μπαίνουν κι αυτά στο χορό).
                                                Σαράντα παλικάρια
                                                από τη Λειβαδιά
                                                πάνε για να πατήσουνε
                                                την Τριπολιτσά
                                                Στο δρόμο που πηγαίνουνε
                                                γέροντ’ απαντούν.
-   Ώρα καλή σου γέρο
-   Καλώς τα τα παιδιά.
-   Που πάτε, παλικάρια,
που πάτ’ ορέ παιδιά;
-   Πάμε για να πατήσουμε
την Τριπολιτσά
                                                   Αέρας τα φυσάει
                                                   τα πλατανόφυλλα     
                       Θεός να τα φυλάει
                       τα Ελληνόπουλα
(Κλείσιμο αυλαίας. Αποχώρηση όλων).


ΣΚΗΝΗ 2η

            ΠΡΟΣΩΠΑ: Μαυρομάτης
(Μόνος επι σκηνής. Σημειώνει. Αναγιγνώσκει).
            Μαυρομάτης: Η έφοδος επιτυχής. Τα «σταφύλια» εκρεμάστηκαν γύρωθεν του Ιερού Βράχου της Ακροπόλεως με το χάραγμα της επομένης ημέρας. Τα σφαγάρια  από μακρόθεν τα αντίκρυζεν ο τύραννος Κιουταχής και εφρύαζεν. «Μάχαιραν έδωκες, μάχαιραν θα λάβεις……»
            Την 1η Δεκεμβρίου του 1826 εισέρχεται στην Ακρόπολη με πεντακοσίους οπλίτες του τακτικού στρατού ο Γάλλος Φιλέλληνας στρατηγός Φαβιέ, τον οποίο δύο φορές παγιδευμένο από πολυάριθμους  Τούρκους, είχε διασώσει παλιότερα ο καπετάν Νικόλας Κριεζώτης. Τη μια στο νησί Πεταλιοί της Καρυστίας όταν είχε πολιορκηθεί στενά από δέκα χιλιάδες  Οθωμανούς του Ομέρ μπέη της Καρύστου. Το πληροφορείται ο Κριεζώτης, ενώ μόλις  πρίν από λίγο έχει επιστρέψει  από την εκστρατεία  του Λιβάνου και σπεύδει  σε βοήθειά του  με τετρακόσια πιστά του παλικάρια.
            Ο Κριεζώτης αποβιβάζει στην ακτή κατά ομάδες τα παλικάρια του. σε λίγο σερνάμενοι σαν το φίδι για να μη γίνουν αντιληπτοί από τους Οθωμανούς, ξαναεπιβιβάζονται στα πλοία. Αυτό κρατά για ώρες πολλές.  Ο Ομέρ παραπλανείται. Νομίζει πως οι Έλληνες του Κριεζώτη είναι πολλοί, χιλιάδες. Παίρνει λοιπόν  των ομματιών του, βάζοντας την ουρά κάτω από τα σκέλη και σώζεται ο Φαβιέρος. Τόσο πολύ τον έτρεμε τον Κριεζώτη, ο πολύς Ομέρ που ζαλιζόταν στο άκουσμά του και μπερδευόταν  ο λογισμός και η σκέψη του σε αφάνταστο βαθμό.
            Η δεύτερη  σωτήρια δράση του Κριεζώτη για το Φαβιέ και τους τακτικούς του ήρθε στο Χαϊδάρι στις 8 Αυγούστου του 1826. Ο Φαβιέ εκ νέου περικυκλωμένος από μυρμηγκιά Τούρκους. Χυμά ο Κριεζώτης με το σπαθί στο χέρι, έχοντας λίγα παλικάρια  μαζί του, ξαπλώνει πεντακόσιους στο χώμα και σώζει  το στράτευμα του Φαβιέ. Και επανερχόμαστε στην είσοδο του  Φαβιέ  στην Ακρόπολη.
            Όταν λοιπόν μπήκε στην Ακρόπολη, βλέποντας  πόσο δύσκολη είναι  η κατάσταση, αμέσως επιδιώκει  την παράδοσή της στους πολιορκητές. Σε αυτό βοηθά και ο Γάλλος ναύαρχος Λε Μπλάνκ, ο οποίος στέλνει  διαρκώς διαμεσολαβητικά μηνύματα  στον Κριεζώτη, για να λάβει την απάντηση που του πρέπει: «Είμαστε Έλληνες αποφασισμένοι ή να αποθάνομεν ή να ζήσομεν ελεύθεροι. Ο Κιουταχής αν  θέλει τ’ άρματά μας, αν είναι άξιος (λέγω), να έλθει να τα πάρει.
                                                                                    Ακρόπολις 3 Απριλίου 1827
                                                                            Ο Φρούραρχος της Ακροπόλεως
                                                                                    Νικόλαος Κριεζώτης
                                                            και οι οπλαρχηγοί του κάστρου»
(Σε λίγο  μαζεύει  τα χαρτιά του και αποσύρεται)
Κλείσιμο αυλαίας.



ΣΚΗΝΗ 3η

ΠΡΟΣΩΠΑ: Νικόλας Κριεζώτης, Κάρολος Φαβιέ, Πετρίτης
(Καθισμένοι αντικριστά ο Κριεζώτης με το Φαβιέ, συζητούν)
Φαβιέ: Στρατηγέ, θες να μας πάρεις στο λαιμό σου. Η πείνα και οι αρρώστιες  θερίζουν. Το νερό λειψό και ακάθαρτο. Η Τουρκιά  μας έχει ζωσμένους ολούθε. Θα χαθούμε αδίκως όλοι μας και μας έχει τόση ανάγκη η Ελλάς.
Κριεζώτης: Και τι ζητάς, ορέ Φαβιέ, να παραδοθούμε σαν τις κότες, ορέ;
Φαβιέ:  Να συνθηκολογήσομεν, καπετάν Νικόλα…….
Κριεζώτης: (Γίνεται έξαλλος. Τινάζεται σαν ελατήριο επάνω του). «Ορέ, τι είναι αυτά που που λέγεις; Τέτοια έλπιζα ν’ ακούσω από εσένα το φιλέλληνα; Ορέ, ημείς οι Χριστιανοί δεν ηξεύρομεν παράδοση τι θα ειπεί. Ξεύρομεν  να βάζομεν φωτιά και να καιόμαστεν ούλοι μαζί, όπως στα Ψαρά και στο Μεσολόγγι! Δεν είμαστε εμείς (εδώ μέσα) άλλο σόι (ορέ Φράγγο). Άδικα χάνεις τα λόγια σου!....»
Φαβιέ: Στρατηγέ, οι τροφές τελείωσαν. Φάγαμε τα ζώα, τους ποντικούς, τις κατσαρίδες…… Τώρα που ανοίγει ο καιρός, μόνο από καμιά ακρίδα και καμιά πεταλούδα περιμένομεν….. Τι θα φάγομεν άλλο, στρατηγέ;
Κριεζώτης: Τα ποδάρια σου, ορέ κιοτή, δειλέ και χέστ…..
Φαβιέ:  Στρατηγέ!
Κριεζώτης: (Υποτιμητικά). Χάσου, ρε κουτόφραγγε. Εγώ, ορέ είμαι Έλληνας. Απόγονος του Λεωνίδα και του Μιλτιάδη κι όχι παιδί του πάπα σαν ελόγου σου,  ρέ βουτυρομπεμπέ……
Φαβιέ: Στρατηγέ!....
Κριεζώτης: Φαβιέ, του δρόμου κολο-γιε. (Και κολλάει τη μύτη του επάνω σ’ αυτήν του Φαβιέρου).
Φαβιέ: Κριεζώτη, πάρε το λόγου σου πίσω.
Κριεζώτης: Φαβιέ, όσο ζώ, φρούριο δεν παραδίνω σε κανέναν.
Φαβιέ: Κα-λά.
Κριεζώτης: Άκουσέ το και γράψτο καλά στο μυαλό σου, Φαβιέ ο Κριεζώτης μόνο με το σπαθί στο χέρι θα έβγει από εδώ μέσα.
Φαβιέ: Κα-λά.
Κριεζώτης: Καλάμια στα μάτια σου, ορέ κουτόφραγγε…… Άκουσέ το Φαβιέ και πάρε το απόφαση: τούτο το σπαθί έχει φάει κεφάλια και κεφάλια…. Και θα φάει πολλά ακόμη, όρε Φαβιέ, μέχρι να δεί την πατρίδα ελεύθερη!
Φαβιέ: Ναι, στρατηγέ, μα τούτη η προσπάθεια είναι άπελπις παντελώς…….
Κριεζώτης: Ποιος τα λέει αυτά, ορέ Φιλέλληνα;  Τα παλικάρια μου δεν καταδέχονται τις τεμενάδες και τα τοιαύτα. Άλλο δρόμο από της θυσίας δεν έχουν. Γκέγγε;
Φαβιέ : Μπαρντόν;
Κριεζώτης: (Δείχνοντας  τον πισινό του). Ο …. ντον ντον.
Φαβιέ: Στρατηγέ, παραφέρεσαι!
Κριεζώτης: Εννόησες;
Φαβιέ: Μα είσαι πολύ πετροκέφαλος, ορέ αδερφάκι μου. Στούρνος!
Κριεζώτης: (Τραβάει τη χατζάρα του). Με ετούτη θα σε λιανίσω, όρε Φράγγο, αλλά έννοια σου που σ’ έχουμε ανάγκη και δε μου αρέσουν και οι μεταξύ μας έχθρητες! Τα’ πα τις προάλλες και στο κουβέρνου μας με επιστολή που τους έστειλα: «(….) ας λείψουν τα πάθη, ας λείψει η διχόνοια δια να σωθεί η πατρίς», τους έλεγα. Μα πού……
Πετρίτης: (Μπαίνει φουριόζος  σαν αστρίτης). Στρατηγέ, πάει ο Καραϊσκάς.
Κριεζώτης: (Χυμά και τον πιάνει  από το λαιμό). Τι λές, ορέ. Δάγκωσε τη γλώσσα σου, Πετρίτη, να μη σε πνίξω εδώ δας.
Πετρίτης: Δαγκώσω, δε δαγκώσω…..
Κριεζώτης: Λέγε, ορέ.
Πετρίτης: Τον φάγανε, καπετάν Νικόλα, οι …. οι Τούρκοι, οι δικοί μας…. Ποιος ξέρει…..
Κριεζώτης: Τι λές, ορέ.
Πετρίτης: Λέγουν πως έβαλε  το χεράκι του ο Κόχραν με το Μαυροκορδάτο!
Κριεζώτης: Γιατί, ορέ Πετρίτη;
Πετρίτης: Γιατί ο Καραϊσκάς  δεν υπέκυπτε στα ανόητα σχέδιά τους…..
Κριεζώτης: Τους δολοφόνους…..
Φαβιέ: Κρίμα στο παλικάρι.
Κριεζώτης: Πάει. Χαθήκαμε. Θα διαλυθεί το στρατόπεδο των Αθηνών και ούλη η Ρούμελη πάλε σε τούρκικα χέρια…..
Φαβιέ: Τώρα, Κριεζώτη, σκέψου σοβαρά τη συνθηκολόγηση.
(Ο Κριεζώτης σκεφτικός πηγαίνει πάνω κάτω. Σε λίγο πιάνει το τραγούδι: «Του λαβωμένου κλέφτη».
Κριεζώτης: (….) «Τ’ αντρειωμένου
                                    τ’ άρματα
                        δεν πρέπει  να πουλιούνται
                        μον’ πρέπει τους στην εκκλησιά
                        κι εκεί να λειτουργιώνται.
Πρέπει  να κρέμονται ψηλά
σ’ αραχιασμένο  πύργο
να τρώει η σκουριά το σίδερο
κι η γή τον αντριωμένο».
Κλείσιμο αυλαίας.
           

ΣΚΗΝΗ 4η

            ΠΡΟΣΩΠΑ: Μαυρομάτης
(Γράφει κι αναγιγνώσκει)
            Μαυρομάτης: Ο θάνατος του αρχιστράτηγου Καραϊσκάκη στις 23 Απριλίου του 1827  και η καταστροφή του ελληνικού στρατεύματος στον Ανάλατο, υποχρεώνει το φρούραρχο της Ακροπόλεως να δεχτεί τη συνθηκολόγηση , η οποία ανάμεσα στα άλλα έλεγε: «1). Όλα τα στρατεύματα του φρουρίου θέλουσιν εκβεί με τα όπλα  και τα πράγματά των. 2). Ολαι αι οικογένειαι των Αθηνών θέλουσιν εκβεί χωρίς όπλα  με τα πράγματά τους όμως. 3). Τρείς Οθωμανοί αξιωματικοί και τρείς Αλβανοί ως όμηροι θα συνοδεύσωσιν  τα στρατεύματα  των Ελλήνων έως το βαρκάρισμά των κτλ. Κ.τ.λ.».
            Αντικρίζοντας  ο Κιουταχής τα σκελετωμένα παλικάρια της Ακροπόλεως, παίρνει φωτιές και στρέφεται  με βιαιότητα κατά των ανάξιων συμπολεμιστών του, που δεν μπόρεσαν να νικήσουν αυτούς τους ισχνούς  και χτικιασμένους γκιαούρηδες, οι οποίοι για ένδεκα ολάκερους μήνες υπερασπίζονταν με αυταπάρνηση αυτό το αιώνιο κάστρο του Πολιτισμού, της Λευτεριάς και της Δημοκρατίας νηστικοί, άρρωστοι και σχεδόν άοπλοι.
            Βλέποντας και τον Κριεζώτη, αρχίζει να του ξανατάζει λαγούς  και πετραχήλια…..
            Και η απόκριση του «λεοντόκαρδου», του «υιού της φύσεως», «του τέκνου του Άρεως», «του Αρηίφιλου», «του ορεσίτροφου», «του αρειμάνιου», « του πυργωτού» - όπως πολλοί τον αποκάλεσαν – το Νικόλα Κριεζώτη: «Αν είχα τροφές να συντηρήσω το στρατό μου, όχι εννιά μήνες όπου επολέμησε εις το φρούριο , αλλά εννιά έτη φρούριο δε σου παράδιδα. Και όσο για βαλεσί της Ρούμελης που θέλεις να με κάμεις, εγώ είμαι, μα στην πατρίδα μου, την Ελλάδα! Περίμενέ, με λοιπόν, στη Θεσσαλία μετά τρείς μήνες….»
            Το ’πε και το ’κανε ο σταυραετός της Καρυστίας. Απάνω στους τρείς μήνες ο πολέμαρχος βρίσκεται στη Θεσσαλία, στο Τρίκερι, και πιστός  στη στερεότυπη φράση του: «Οι έλληνες πρέπει να νικήσουν και θα νικήσουν», σπέρνει εκ νέου τον πανικό και τον όλεθρο στους συνασπισμένους Τουρκοέλληνες  του Τρικερίου της Μαγνησίας. Επτακόσιοι οι νεκροί  στο πεδίο της μάχης, σαράντα οι πυρπολημένοι στην Πλατανιά, εκατόν πενήντα οι συλληφθέντες…..
            Κι ερχόμαστε στα 1828. Έξι Ιανουαρίου. Ο Καποδίστριας – λίγο μετά την περίφημη Ναυμαχία του Ναυαρίνου – γίνεται ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας. Διορισμός του Δημητρίου Υψηλάντη ως αρχιστρατήγου της Στερεάς Ελλάδας και το Νικόλα Κριεζώτη ως χιλιάρχου. Προσπάθειά τους να εκκαθαρίσουν  την περιοχή από τα τούρκικα στρατεύματα.
            Ανηφορίτης, Ριτσώνα  της Χαλκίδας. Ο Κριεζώτης με 800 παλικάρια οχυρώνεται στο ύψωμα. Σκοπός του να ανακόψει  τις συναλλαγές των Τούρκων της Εύβοιας με τη Στερεά Ελλάδα.
            Τέσσερις χιλιάδες Τούρκοι κάνουν ξαφνική επίθεση εναντίον του, ενώ έχει απομακρυνθεί από τα οχυρά τους και βρίσκεται με τους άνδρες του κάτω στο πεδινό μέρος. Οι Τούρκοι, τους παίρνουν στο κυνηγητό. Ο παχύσαρκος πλέον Κριεζώτης που ν’ ανέβει  στον ανήφορο….. Οι Τούρκοι  τον παίρνουν στο κοντό. Τον πλησιάζουν.  Ο θάνατος του παλικαριού είναι βέβαιος, μα τρείς συναγωνιστές του τον σπρώχνουν στην ανηφοριά και τον διασώζουν…..
            Ο Νικόλας λιπόθυμος μέσα στα οχυρώματα. Τρώει ένα γερό χαστούκι. Ταράζεται. Τρώει και δεύτερο. Ξυπνά έντρομος. Γρήγορα συνειδητοποιεί  τι συμβαίνει: «Ορέ, τι κάθεστε. Γεμίστε τα καριοφίλια. Κανείς να μη ρίξει. Επτά θα γεμίζουν κι ένας θα ρίχνει, εάν πω εγώ». Οι εχθροί πλησιάζουν σε απόσταση ριξιάς. Πενήντα, σαράντα μέτρα μακριά….. Ξάφνου, διατάσσει πύρ και ως λυσσασμένος λέων πηδά έξω  από τα ταμπούρια του με το γιαταγάνι στο χέρι….. Οι Τούρκοι τρέπονται σε άτακτη φυγή. Οι Έλληνες του Κριεζώτη τους κυνηγούν μανιωδώς έως στη γέφυρα του Ευρίπου, στρώνοντας  παντού ένα απέραντο χαλί από κόκκινα φέσια…..
                                    «Αλλ’ ο Κριεζώτης έφτασε 
                                    σαν λέων βραχυθώραξ
                                    και των πτωμάτων έσπευσεν
                                    κατόπιν των ο κόραξ»,
λέει το σχετικό άσμα.
            Είναι θέρος του 1829. Δύο Ιουνίου. Κι όσο για τον τρομερό πασά της Καρύστου , τον Ομέρ μπέη, για άλλη μια φορά τη γλίτωσε στο παραπέντε…… Το είπε και το δημοτικό μας τραγούδι:
                                    «(…) Ετρεχεν (ο Κριεζώτης)
                                                ξεσπαθωμένος
                                    σαν ο μέγας Ηρακλής
                                    και ωδήγει τους στρατιώτας
                                    μεθ’ ηρωικής ψυχής.
                                    Τον Ομέρ πασά τρομάζει
                                    και τον κάμνει να τραπή
                                    ως φυγήν μετά τοσούτων
                                    στρατευμάτων πλησμονή
                                    με κανόνια με καβάλες
                                    και με τακτική ισχύν».
            Ο Δημήτρης Υψηλάντης, όταν πληροφορήθηκε το γεγονός, δεν το πολυπίστεψε. Το μαθαίνει ο Κριεζώτης, γίνεται έξαλλος. Σε λίγο του στέλνει την απάντησή του με έναν γραμματικό του, τον Παναγιώτη Ιγγλέση και άλλα παλικάρια του: «Εξοχότατε αρχιστράτηγε Υψηλάντη. Με τα παλικάρια μου θα λάβεις ογδόντα ζευγάρια αυτιά, τρία κεφάλια, αιχμαλώτους και μια σημαία που σου στέλλω, δια να χρησιμεύσουν δια Πατ….. επειδή δεν εδώσατε πίστιν εις όσα προηγουμένως σας έγραψα. Φαίνεται ότι ενομίσατε ότι ο Κριεζώτης είναι ψεύτης. Πρέπει να μάθετε  τώρα ότι ο Κριεζώτης ποτέ δεν λέγει ψέματα. Σου λέγω και το εξής. Τι μου κάθεστε  αυτού μακράν από τους πολέμους. Η επανάστασίς μας έχει ανάγκην από πολέμους.  Και θέλετε να είστε αρχιστράτηγος, πρέπει να κατεβείτε και να σας μυρίσει μπαρούτι.
           
                                                                        Ανηφορίτης 18 Ιουνίου 1829
                                                                             Νικόλαος Κριεζώτης»

            Ο Υψηλάντης  χαμογελά  με τούτα  τα καμώματα  του Κριεζώτη, δίνει αρκετά χρήματα στους απεσταλμένους του και τους στέλνει  πίσω στον Στρατηγέτη του Αγώνα.
            Εν τω μεταξύ, ισχυρίζεται διεθνώς η Τουρκία ότι μόνο ελάχιστοι  Έλληνες  αντάρτες μένουν ατιμώρητοι, κρυμμένοι στα βουνά και ότι είναι θέμα χρόνου   η σύλληψη  ή ο εξολοθρεμός και εκείνων των «κακών γκιαούρηδων»……
            Η απάντηση του Νικόλα Κριεζώτη, του Βάσου Μαυροβουνιώτη και του Δημήτρη Υψηλάντη αποστομωτική. Μάχη της Πέτρας ένα στενό πέρασμα λίγο έξω  από τη Θήβα. Δώδεκα Σεπτεμβρίου του 1839. Η τελευταία  μάχη του Αγώνα.
            «Ορέ, δεν περνάτε, λέγει προς τους Τούρκους ο σταυραετός της Λευτεριάς, παρά αφού κανείς από εμάς δε θα μείνει ζωντανός!»
            Οι μαχητές του 2.300. Πιστοί και αποφασιστικοί. Οι Τούρκοι 6.000. Πεζοί  και ιππείς. Θέλουν να διέλθουν από το στενό για να κινηθούν  βορειότερα.
            Οι Έλληνες καιροφυλακτούν. Χυμούν κατά των αντιπάλων τους αιφνιδιαστικά.  Η πάλη κρατά δύο ώρες. Σώμα με σώμα! Ηρωική η στάση όλων των παλικαριών. Ειδικά του Νίκου Τόλια και του Ιωάννη Μπαϊρακτάρη. Η νίκη περιφανής. Ο Κριεζώτης μετά τη μάχη φορά τούρκικη κήδαρη στο κεφάλι και καμώνεται περιγελαστικά τον Τούρκο αγά.
            Εκεί, στην Πέτρα της Βοιωτίας ο Νικόλας Κριεζώτης θα βάλει τη σφραγίδα του τέλους της πολυύμνητης  επανάστασης του 1821. Το λέγει και το τραγούδι:
«Τόσους κινδύνους έπρεπε
ο ήρωας να πηδήσει
εις Πέτραν της πατρίδας μας
τους πόθους να σφραγίσει.
Αν εκ της Ακροπόλεως
εις Πέτραν δεν επήδα
του Δαφνοφόρου Ιμβραήμ
να σβήσει  την ελπίδα
θα έζει ο Ουτζιάκ αγάς
και θα μας ομολόγει
πόσοι εστιγμάτιζαν
τα μέτωπά μας ψόγοι.
Χαίρε βουνό, π’ ανάθρεψες
τον Κριεζώτη. Χαίρε
μ’ ακτίνα να σε στέφοσιν
αιώνιαι ημέραι!»




ΠΡΑΞΗ 4η
ΣΚΗΝΗ 1η

            ΠΡΟΣΩΠΑ: Κριεζώτης, Μαυρομάτης, Ελλάδα, Πετρίτης
(Ο Κριεζώτης βρίσκεται μέσα στο σπίτι του. Είναι λιτό και με ελάχιστα έπιπλα. Το άνοιγμα της αυλαίας θα τον βρεί καθιστό στην ξύλινη, σκαλιστή καρέκλα του να σιάχνει  τις φουστανέλες , τις μουστάκες, τις παλάσκες του. Εκεί,  τον επισκέπτεται ο βιογράφος του, ο Γιάννης ο Μαυρομάτης).
            Μαυρομάτης: Γειά σου, καπετάνιο.
Κριεζώτης: Καλώς το Γιάννη το Μαυρομάτη
Μαυρομάτης: Πως τα περνάς τώρα, καπετάνιο, μακριά αποτις μάχες και με την πατρίδα ελεύθερη;
Κριεζώτης: Ελεύθερη….. Πώς να τα περνάω….. Με τα κτήματα, με τα ζώα, με τα φιλαράκια μου από τα χρόνια του Αγώνα…..
Μαυρομάτης: Καλά, καπετάνιο, μα εκείνο το «ελεύθερη» γιατί το λές με τέτοιο παράπονο;
Κριεζώτης: Γιατί, Γιάννη μου, μισή και κουτσουρεμένη την αφήσαμε  τη λευτεριά….. Ας όψονται οι Μαυροκορδάτοι και οι Καρατζάδες που αντάμα με τα μεγάλα συμφέροντα μας βάλανε να σφαχτούμε συναμεταξύ μας και αφήκαμε τον Τούρκο να πάρει αέρα….
Μαυρομάτης: Ναι, δε λέω…. αν είμαστε  μονοιασμένοι και τρέχαμε με την αρχική ορμή, θα τα λευτερώναμε ούλα τα Ελλαδικά…..
Κριεζώτης: Βλέπεις, Γιάννη, που συμφωνούμε…..
Μαυρομάτης: Και βέβαια συμφωνούμε, καπετάν Κριεζώτη, μα τώρα ούλοι μαζί να σκύψουμε στη δουλειά. Τούτο το μικρό κρατίδιο να προοδεύσει και να φέρει το φώς και στα άλλα, τα σκλαβωμένα μας, αδέρφια…..
Κριεζώτης:  Σωστά.  Μα πως από τα μέρη μας; Ποιος ευνοϊκός άνεμος σε έφερε;
Μαυρομάτης: (Επιδεικνύοντάς του τις φυλλάδες που κρατά στα χέρια του) Πήρες βαθμό, καπετάνιο! Προάγεσαι!
Κριεζώτης: Την περνάω την τάξη;
Μαυρομάτης: Την περνάς….. Και με άριστα! Άκου, λοιπόν.
Κριεζώτης:  Είναι όλος αυτιά. Άνοιξε τις φυλλάδες και λέγε.
Μαυρομάτης: «Βασίλειον της Ελλάδος, Προς τον Συνταγματάρχην Ν. Κριεζώτην εις Χαλκίδα. Δια του υπ’ αριθμ. 17303 της 1ης Δεκεμβρίου του 1834 Υψηλού Διατάγματος ευαρεστήθει η  Αυτού Μεγαλειότης να σας ονομάσει Ταξιάρχην του Τάγματος  του Σωτήρος (…)».
Κριεζώτης: Όρε , μεγαλεία, μάνα μου…..
Μαυρομάτης: Μη βιάζεσαι, Ταξιάρχη μου…. Έχει κι άλλα μεγαλεία η φυλλάδα….
Κριεζώτης: Και τα έχει καλά φυλαγμένα να μη μου κρυώσουνε….. (Και δώστου γέλια και χάχανα).
Μαυρομάτης: «ΌΘΩΝ, Ελέω Θεώ βασιλεύς της Ελλάδος. Απονέμομεν εις τον Συνταγματάρχην κ. Ν. Κριεζώτην, δια την γενναιότητα και καρτεροψυχίαν του υπέρ ανεξαρτησίας Αγώνα, τον Σταυρόν των Ταξιαρχών(….)».
Κριεζώτης: Τέλεια! Γρήγορα θα το πουν και για μένα το «Άρον, άρον σταύρωσον αυτόν».
Μαυρομάτης: Μην είσαι καχύποπτος, στρατηγέ.
Κριεζώτης: Θα με θυμηθείς…..
Μαυρομάτης: Καπετάνιο, έχουν κι άλλα γραμμένα οι φυλλάδες για ελόγου σου.
Κριεζώτης: (Κοροϊδευτικότατα). Όρε μανούλα μου, μεγαλεία ο Γκριζώτης….
Μαυρομάτης: Διαβάζω: « Η αυτού μεγαλειότης ο τρισέβαστος ημών Μονάρχης  επιβλέψας εις τας προς την πατρίδα λαμπράς εκδουλεύσεις σας κατά τη διάρκεια του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος (….) ηυδόκησε να σας τιμήσει με τον βαθμόν του Συνταγματάρχου».
Κριεζώτης: Έχει κι άλλες μαλαγανιές γραμμένες  στις φυλλάδες, ορέ Μαυρομάτη;
Μαυρομάτης: Έχει.
Κριεζώτης: Άκουσέ με, Γιάννη μου. Τούτοι οι ίδιοι που μου φοράνε τα παράσημα, τούτοι οι ίδιοι μια μέρα που δε θα με έχουν ανάγκη, με τα ίδια τους τα χέρια θα με σταυρώσουν. Σα το Χριστό.
Μαυρομάτης: Πως είσαι τόσο σίγουρος, καπετάνιο;
Κριεζώτης: Τους ξέρω πολύ καλά ούλους αυτούς τους άκαπνους. Τους έφαγα καλά στη  μάπα από τα χρόνια του Αγώνα.
Μαυρομάτης: Μα, καπετάνιο, αναγνωρίζουν τον αγώνα, τις θυσίες σου.
Κριεζώτης: Ούλα αυτά,  Γιάννη, είναι κοροϊδίες. Μασχαριλίκια!
Μαυρομάτης:  Καπετάνιο, μην είσαι κυνικός και καχύποπτος.
Κριεζώτης:Ο αγώνας έτσι με έκανε εμένανε. Τσοπάνος  των προβάτων και της Τουρκιάς κυνηγός υπήρξα  μια ζωή. Αγροίκος κι άξεστος!  Τώρα ν’ αλλάξω, ορέ Μαυρομάτη;
Μαυρομάτης: Γιατί όχι;
Κριεζώτης: Λοιπόν, για να τελειώνουμε. Πάρε τα παράσημα και τράβα. Ο Κριεζώτης, πές τους, δεν τα χρειάζεται.
Μαυρομάτης: Μα….
Κριεζώτης:  Μου αρκεί η αγάπη και η λατρεία που μου έχει ο λαός. Ούλα τ’ άλλα είναι κίβδηλα, ψεύτικα!
Μαυρομάτης: Μα, αφού σου τα στείλανε, πρέπει να τα δεχτείς……
Κριεζώτης: Κα-λά. Άσε τα. Θα τα βάλω για προσκέφαλο. Θα μου κάμουν ύπνο ελαφρόν…..
Μαυρομάτης: Ορίστε, Στρατηγέ.
Κριεζώτης: Ευχαριστώ. Πήγαινε τώρα.
(Αποχώρηση Μαυρομάτη. Ο Κριεζώτης ξαπλώνει και ονειρεύεται. Εκεί, στον ύπνο του, τον επισκέπτεται η Ελλάδα – οπτασία και τον δαφνοστεφανώνει. Παράλληλα, του σιγοτραγουδά. Ο Κριεζώτης διαρκώς χαμογελά από ικανοποίηση).
            Ελλάδα:          Σύ Νικόλα παλικάρι,
                                    που ’σαι τ’ άτρομο λιοντάρι
                                    πήρες κάμπους, πήρες όρη,
                                    του αγά τη χρυσοκόρη.
                                    Σύ Νικόλα παλικάρι,
                                    του Ευρίπου το καμάρι
                                    τον Ομέρ της Καρύστου
                                    έσκασες και στο Μαρμάρι.
                                    Γίνηκες του Τούρκου τρόμος,
                                    του Γραικού ο αστυνόμος.
                                    Στα Διακόφτι, στο Χαϊδάρι
                                    Δείχτηκες ΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ!
                                    Πήρες στο κοντό ασκέρια,
                                    τα ’στειλες … κατά τ’ αστέρια
                                    συντροφιά στο Μουχαμέτη
                                    για ουριά και για σεντέφια.
                                    Φόρεσε στεφάνι δάφνης!
                                    Της Ελλάδας σου εφάνης
                                    ήρωας ατσαλωμένος
                                    και στα σφόδρ’ αντρειωμένος!
                                    Δέξου το χρυσό στεφάνι
                                    και τους ύμνους μου ροδάνι.
(Λέγοντας τους τρείς τελευταίους στίχους, προσποιείται πως πράττει ό,τι λέγει. Αποχωρεί σε λίγο ανάλαφρα, όπως και εμφανίστηκε. Ξύπνημα Κριεζώτη. Επιστροφή Μαυρομάτη).
            Κριεζώτης: (Μονολογώντας): Τι σου είναι, ρέ αδερφάκι μου, ετούτα τα παράσημα….. Για βράσιμα, για βράσιμα…..
            Μαυρομάτης:(Εισερχόμενος). Τι λες, κύριε Συνταγματάρχα μου…..
            Κριεζώτης: Να, Γιάννη μου, λέω για κείνα τα παράσημα, τα άσημα, τα άσημα….
            Μαυρομάτης: Τι λές, λοιπόν;
            Κριεζώτης: Λέω για τον ύπνο τον ανάλαφρο που σου κάνουν και τα όνειρα που βλέπεις……
            Μαυρομάτης: Δηλαδή, αν τι όνειρο είδες, καπετάνιο;
            Κριεζώτης: Είδα, ορέ Γιάννη, την Ελλάδα να με δαφνοστεφανώνει!
            Μαυρομάτης: Τα βλέπεις , βρέ παραδόπιστε. Η Ελλάδα μπορεί να σε τιμά και τώρα και σ’ όλους  τους αιώνες, μα…..
            Κριεζώτης: (Τινάζεται επάνω). Τι μά, ορέ Γιάννη;
            Μαυρομάτης: Μα…… (Ξεροκαταπίνει) Μα…..
            Κριεζώτης: (Εξαγριώνεται). Τι μα, ρε μάπα, μη σου χώσω καμιά τεράστια φάπα. Λέγε, λοιπόν.
            Μαυρομάτης: Είχες δίκιο σ’ αυτά που μου έλεγες τις άλλες κι εγώ δεν τα δεχόμουνα…..
            Κριεζώτης: Λέγε ορθά και ξάστερα. Τι συμβαίνει;
            Μαυρομάτης: Αυτοί που μας κυβερνάνε, θέλουν το χαμό σου, στρατηγέ, γιατ’ είσαι ντόμπρος κι ελεύθερος άνθρωπος. Γιατί πάντα θες το καλό της πατρίδας!.....
            Κριεζώτης: Τους έχω γραμμένους. (Και γυρίζει, κατά την προσφιλή του κίνηση, τα οπίσθιά του). Εδώ, τους έχω γραμμένους. Και να το ξέρουν.
            Μαυρομάτης: Καλά….. Μα, άκου, τι σου προσάπτουν.
            Κριεζώτης: Χάφτουν, χάφτουν. (Και κάνει τη σχετική κίνηση) Χάφτουν την μπουκιά των αγωνιστών, της χήρας, των ορφανών…..
            Μαυρομάτης: Δίκιο έχεις, στρατηγέ, μα άκου τι σου προσάπτουν. (Ο Κριεζώτης απομακρύνεται από κοντά του και ακούει τάχα αδιάφορος). Λέγουν, λοιπόν, σε τούτη τη φυλλάδα  που κρατώ, πως είσαι «αναρχικός , τύραννος, επίφοβος του θρόνου, εχθρός της Εύβοιας και της Πατρίδος….».
            Κριεζώτης: (Έξαλλος. Εκτός εαυτού. Βαδίζει νευρικά πάνω κάτω). Οι Τουρκολάτρες. Οι ελεεινοί. Τους τη χαρίσαμε με την επανάσταση και τώρα μας κάθισαν στον σβέρκο ζυγός σκληρότερος και του Τούρκου……
            Μαυρομάτης:  Άκουσε όμως και την απάντηση που τους  με έγγραφό του το δημοτικό συμβούλιο του δήμου Χαλκιδέων. Έχει ημερομηνία 26 Μαρτίου 1842. Λέει, λοιπόν, ανάμεσα στα άλλα: «(…) Είναι ψεύδη και συκοφαντίες (όλα αυτά). (Αντίθετα), προς το Νικόλαο Κριεζώτη πρέπει μόνο η ευγνωμοσύνη για τις αγαθοεργίες που έκανε και κάνει καθημερινώς για την πατρίδα και τους συμπολίτες του».
(Την ανάγνωση του εγγράφου διακόπτει η εμφάνιση του Πετρίτη, που μπαίνει φουριόζος και είναι ιδιαίτερα αναστατωμένος).
            Πετρίτης: Στρατηγέ, στρατηγέ……
            Κριεζώτης: Τι έπαθες πάλι, ορέ βυζανιάρικο;
            Πετρίτης: Στρατηγέ, άσχημα τα μαντάτα. Στείλανε καμιά δεκαριά  στρατιώτες να σε συλλάβουνε…….
            Κριεζώτης: Ας κοπιάσουν. Εγώ είμαι καθαρός. Είμαι Έλληνας, ενώ αυτοί….. (Με περιφρόνηση περισσή  προφέρει τα τελευταία του λόγια).
            Πετρίτης: Στρατηγέ, φυλάξου. Θα σε συλλάβουν.
            Κριεζώτης: Τα σκουλίκια…… Οι απάτριδες, οι τιποτένιοι, οι ελεεινοί…..
            Πετρίτης: Έχω και μια επιστολή να σου δώσω. Είναι από το Φιλέλληνα στρατηγό Τζώρτζ…..
            Κριεζώτης: (Απευθυνόμενος προς το Μαυρομάτη αρχικά και στη συνέχεια προς τον Πετρίτη) Γιάννη, βγες λίγο έξω. Καθυστέρησέ τους  λιγάκι.
            Μαυρομάτης: (Είναι βαρύς, σκεφτικός, ράθυμος). Λέγε, ορέ Πετρίτη.
            Πετρίτης: Διαβάζω ορισμένα βασικά σημεία της επιστολής. «Ακριβέ μου φίλε, συμμετέχοντας στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 διεκδικώντας σύνταγμα και νόμους για την πατρίδα, εστέψατε την κεφαλήν σας με μίαν νέαν δάφνην (…). Έτσι, η Ελλάς υψώθη εις μίαν αξιοθαύμαστον  περιοπήν και μέγα μέρος της δόξας της χρεωστείται εις τον δικό σας πατριωτισμόν (….), Αθήναι 16 Σεπτεμβρίου 1843».
            (Ενώ ακόμη διαβάζει ο Πετρίτης ακούγονται τα βήματα των στρατιωτών. Έτσι, ο Πετρίτης σταματά την περαιτέρω ανάγνωση του εγγράφου και κολλά βεντούζα στα πόδια του Κριεζώτη. Αυτός στέκει ατάραχος  και αγέρωχος, κοιτάζοντας σταθερά το μέλλον και το παρελθόν του Αγώνα και της Δόξας. Εκεί, κλείνει η αυλαία).

ΣΚΗΝΗ 2η


            ΠΡΟΣΩΠΑ: Μαυρομάτης
(Ενεργεί όπως και στις προηγούμενες  σκηνές που βρίσκεται μόνος στο προσκήνιο).
            Μαυρομάτης: Οι διώξεις, η σύλληψη  και η φυλάκιση του Στρατηγέτη  της Λευτεριάς Νικόλα Κριεζώτη, αναστάτωσε και εξαγρίωσε τους αρίφνητους πιστούς οπαδούς του σ’ όλα τα σημεία του νησιού. Σ’ ούλη την Εύβοια, το Γριπονήσι. Έτσι το  βράδυ της 31ης Ιούλη του 1847 ορισμένοι από αυτούς  ποτίζουν με άφθονο κρασί τους φύλακες του φρουρίου της Χαλκίδας, όπου ήταν φυλακισμένος ο Νικόλας Κριεζώτης, και απελευθερώνουν το Σταυραετό  της Λευτεριάς. Στη συνέχεια,  οχυρώνονται στο ύψωμα του Κοπανά της Αγίας Ελεούσας Χαλκίδας. Είναι συνολικά οχτακόσια πιστά στον Κριεζώτη παλικάρια….. Ο Κριεζώτης, ενώ είναι εύκολο να καταλάβει τη Χαλκίδα, το αποφεύγει. Δε θέλει την αιματοχυσία. Από την άλλη, οι αντίπαλοί του, θέλουν το λέοντα της Εύβοιας νεκρό ή στα σίδερα για να εκλείψει για πάντα ετούτη η φιλελεύθερη φωνή, ο στενός συνεργάτης του στρατηγού Μακρυγιάννη στην επανάσταση του 1843, στο νησί του Ευρίπου.
            Έτσι, μια ριπή πυροβόλου τη στιγμή που ο Κριεζώτης απευθυνόμενος  προς τους συναγωνιστές του, τους έλεγε: «αδέρφια, μη τους χτυπάτε. Είναι Έλληνες κι όχι Τούρκοι, μα όργανα των άλλων», στέλνει τη φονική σφαίρα κατά το μέρος του. Εκείνη αγνοώντας  τον παραλήπτη της, προσκρούει  σε έναν βράχο, γυρίζει προς τον Κριεζώτη, του θρυμματίζει το χέρι και του κάνει κόσκινο την κοιλιά!    ……
            Ο αϊτός της Εύβοιας δεν δειλιάζει. Χωρίς χρονοτριβή ζητά να του βράσουν πίσσα. Στη συνέχεια, θέτει το διαλυμένο του χέρι επάνω σε έναν βράχο, το αποκόπτει με το ίδιο του το σπαθί και το υπόλοιπο το μπήγει στο καυτό κατράμι για να σταματήσει  την αιμορραγία και ν’ αποφύγει την μόλυνση….
            Από εκεί, θα τραβήξει για την Κύμη, έπειτα τη Χίο, απ’ όπου θα  τον παραλάβει το αυτοκρατορικό πλοίο του σουλτάνου για να τον μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να τον θεραπεύσουν σε νοσοκομείο της Πόλης.
            Οι τιμές που του παράσχουν οι μισητοί εχθροί του, οι Τούρκοι,  μεγάλες. Βασιλικές. Μετά δακρύων τις αποδέχεται το παλικάρι, από αυτούς που τόσο λυσσαλέα κατεδίωκε αδιάκοπα  και ανελέητα για οχτώ ολόκληρα χρόνια…… Και η Πατρίδα διώκτης του…. Πως γυρνούν τα χρόνια…..
            Από την Πόλη, στην Προύσα. Από εκεί στη Σμύρνη. Τη Σμύρνη, που άφησε την άνοιξη του ’21  για να τρέξει  πίσω στην πατρίδα, να μπεί ολόκληρος στη φωτιά…. Πρώτος μπήκε, τελευταίος απεχώρησε….. Ενώ σήμερα……
            Στενοί του φίλοι τον παροτρύνουν να ζητήσει χάρη από τον Όθωνα. Αυτός, αρνείται, λέγοντας:  «Ο Κριεζώτης ποτέ δεν προσκυνά το Βαυαρό. Άλλωστε, μια φορά που ήρθε στη Χαλκίδα και μου ζήτησε να του πω τι χάρη να μου κάνει, εγώ του απάντησα να με αφήσει ήσυχο, εγώ να είμαι βασιλιά στον τόπο μου, την Εύβοια, κι αυτός στην Αθήνα. Αυτός χαμογέλασε και το δέχτηκε. Αργότερα, όμως…….
            Λοιπόν, φίλοι μου, εδώ, θα πεθάνω στην ξενιτιά (…) Μια μέρα όμως, όταν θα βάλει γνώση η πατρίδα, τα κόκκαλά μου θα τα πάρει από την ξενιτιά…. Θα τα τιμήσει, θα μου δώκει τρείς πήχες τόπο, γιατί έχω δίκιο…..»
            Ετσι και θα συμβεί αργότερα…. Μα σήμερα……
            Η Σμύρνη η ηλιαχτίδα της Ιωνίας αγκαλιάζει και τιμά το παλικάρι. Με τιμές αρχηγού  κράτους και με άφθονο χρήμα από τα ταμεία της Αυτοκρατορίας…. Της Αυτοκρατορίας που τόσο μίσησε, που τόσο αντιπάλεψε  έως τέλους….. Αυτή η αυτοκρατορία θα τόνε θάψει κιόλας στη γή του Ομήρου στις 12 Φεβρουαρίου του 1853 με τιμές αρχηγού κράτους. Η νεκρόσιμος ακολουθία  θα γίνει στον πάγκαλο ναό της Αγίας Φωτεινής. Η κηδεία του στρατηγού Κριεζώτη, λέγουν οι πληροφορίες  της εποχής, έγινε με «βασιλικές τιμές».
            Χιλιάδες  στρατού ακολούθησαν την κηδεία του. Όλοι οι υπάλληλοι και τα δημόσια καταστήματα έμειναν  κλειστά». Η ελληνική αναγνώριση, η συγγνώμη και μετάνοια προς τον αετό της Εύβοιας, ήρθε με το από 5ης  Απριλίου ψήφισμα του Δήμου Χαλκιδέων, το οποίο ανέφερε  ότι «η πατρίδα οφείλει ευγνωμοσύνη στη μνήμη του αοιδίμου στρατηγού Νικολάου Κριεζώτη για τις ενδόξους και εξόχους προς αυτήν εκδουλεύσεις (….) και τις πολιτικές του αρετές για τις οποίες  καταδιώχτηκε και εξορίστηκε (…..)
            ( Για τούτο αποφασίζει ) να ανεγερθεί με δαπάνες του δήμου μνημείο υπέρ του πρωτομάρτυρα  της εθνικής μας παλιγγενεσίας».
            Λίγο μετά, η κυβέρνηση αποφασίζει: «ίνα αποδοθώσιν εις τα οστά του ενδόξου αγωνιστού και εν τη αλλοδαπή ένεκα του πατριωτισμού και των διλελευθέρων αυτού φρονημάτων καταλιπόντας τον βίον υποστρατήγου Νικολάου Κριεζώτου, αι εις τον βαθμόν αυτού ανήκουσαι επικήδειοι τιμαί.
                                                                                       Εν Αθήναις 11 Σεπτεμβρίου 1863»


ΣΚΗΝΗ 3η

            ΠΡΟΣΩΠΑ: Χορός γυναικών
            Χορός:            « Δεν θάπτεται η αρετή,
δεν αποθνήσκ’ η Δόξα!
Συντρίβοντ’ εις τα στήθη των
του υλισμού τα τόξα.
Νικώσα η ανάλγητος
κι αυθάδης Δεσποτεία
Προσφέρ’ εις τον ηρωισμόν
αθλητικά πρωτεία.
Περί του Κριεζώτου πρόκειται!
Προσέξατε πολίται!
Και σεις τα νώτα στρέψατε
των αρετών του θύται.
Δέκα μαχών τα τρόπαια
υψούται δέκα Πνύκαι
Και εξ εκάστης ανθ’ ημών
δέκα λαλούσι νίκαι.
        ……………………..
                                   
                                    Ορμά!..... Αλλ’ ο Κριεζώτης μας
                                    επί δαφνών καθεύδει
                                    Κ’ η δόξα ν’ απομακρυνθεί
                                    τους Πολυνείκους σπεύδει.
                                    Με της δειλίας τρείς βροντάς,
                                    ηθέλησεν η μοίρα
                                    Του Κιουταχή τον νικητήν
                                    να ίδη δίχως χείρα.
                                    Ο Στυλοβάτης των νικών
                                    κατέπεσεν βραχίων
                                    Και πλάνης ο Κυναίγειρος
                                    Εγόγγυσεν εις Χίον.
                                    Εστέναξεν εις τα Ψαρά,
                                    Εδάκρυσεν εις Κύμην
                                    Ο στρέψας εις την Αίγυπτον
                                    Ταχύν τον Ιμβραΐμην.
                                    Και φτάνει εις Βυζάντιον
                                    το Γένος ετοιμάζων
                                    Κ’ εις Σμύρνην το μνημείον του
                                    το ξένον και το σεμνόν του
                                    Νέον πλήν και Πανύστατον
                                    υψούται τρόπαιόν του.
                        …………………
                                    Τοιαύτα του Ηρωισμού
                                    το τέλος και η τύχη!
                                    Κ’ ανεπαρκές μνημόσυνον,
                                    των ατυχών οι στίχοι».


Κώστας Μπαϊρακτάρης 
Δεκέμβριος 2002







Δεν υπάρχουν σχόλια: