Η Φεγγαροεντυμένη
Μια θάλασσα, δυο βουνά, τ' ολόγιομο φεγγάρι
σπούσαν στα δυο τα σωθικά για τ' άλαλο βλαστάρι
που ξαπλωμένο ανάφεγγα δε ζούσε, δε θωρούσε
την κουστωδία τη βουβή την πικροεντυμένη.
Μια θάλασσα, δύο βουνά, τ' ολόγιομο φεγγάρι
φάραγγας άπατος της γης, χαράδρα και δινάρι
ανάμεσο των παρεών με τ' άφωτο κλωνάρι
π' αμίλητες σπευδάν βουβές για των Λιμνών τη χάρη
η μια πιλάλα στα βουνά της Ρούμελης, τα όρη
κι η άλλη - με το «θησαυρό» - πα στο Μοριά παπόρι!...
Αγώνα κάνανε θλιβό ποιος πρώτος θε να φτάσει
στο σπίτι τ' ανοιχτόθυρο, το σπίτι το λιοστάσι
με τις σκιές τις άφωτες τις πικροεντυμένες
π' όλες βουβές, αμίλητες, φαρμάκι ποτισμένες
Τρέχαν οι ρόδες, έτρεχαν στ' ασφαλτινό ρουμάνι
τρέχαν οι ρόδες, έτρεχαν και βήμα δεν εφάνη!...
Του Πλούτωνα ο χέρακας έσβηνε της ώρας το ροδάνι
σβούρες το έκανε με μιας για τ' Άιδη το άφωτο λιμάνι.
Τρέχαν οι ρόδες, έτρεχαν σε στρώση απ' αγκάθι
κι η κορασιά αμίλητη, αγέλαστη, λουλούδι που μαράθει
στον τριακοστό ολόδροσο της ζήσης της ηλιοπότη Μάη
θωρούσε άφωτ', άπνοη των αστεριών τα χάη
δίχως πουλάκι να λαλεί, ανθάκι να μιλάει
δίχως να σπέρνει τη χαρά, το μύρο, το φεγγάρι.
Τρέχαν οι ρόδες, έτρεχαν, κολλούσε το ροδάνι
δεν είχε χρόνο να διαβεί, δάκρυ για να μεράνει
τον πόνο τον ασίγηστο του σκότους το στεφάνι
που ένα φεγγάρι ολόγιομο, του φέγγους πυροφάνι,
τηρούσε άλαλο, βουβό, το έρμ' ανθρωπομάνι.
Οι ώρες φύγαν, πέρασαν, δίχως να προχωρήσουν
το σπίτι βγήκε, αντάμωσε θλιβό την κουστωδία.
Χείλη στεγνά, μάτια θολά, δόντια τροχιά η καρδία
χέρια μυριάδες τίναξαν στων άστρων την αιθρία
κατέβασαν, ξεκρέμασαν των ουρανών τη λεία
στολίδι βάλαν την επά στης νύφης το μανδύα
στολίδι διαμαντόπετρο, στολίδι χαλαζία.
Αστροποβόλησ' ο ουρανός, σκιστήκαν τα ουράνια
κι η κορασιά η άφωτη εφάνταξεν ηλιάνα.
Ένα το γύρο έπιασαν, μυριάδες τραγουδούσαν
αίνους νυφιάτικους άσωστους μα ... σαν μοιρολογούσαν
τον τρυφερό τον νιο βλαστό, την αυγινή σταλίδα
που μέσα στην καλοκαιριά πάγωσ' η καταιγίδα
και άφωτη, αγέλαστη, κρύα χιον' πεταλούδα
κοιτούσ' ανέκφραστ' , άψυχη η ώρια κοπελούδα.
Τηρούσε και τ' ολόγιομο το γαλαρό φεγγάρι
με απορία περισσή για τ' άμοιρο βλαστάρι.
Τηρούσε τη μάνα κι έβλεπε με πόνο να σφαδάζει
με ξέπλεκά της τα μαλλιά τα στήθια της να σπάζει
για τη νυφούλα τη γλυκιά, που τη ματιά δε στάζει
ουδέ τ' αχείλι μειδιά ουδέ η καρδιά κοιτάζει
τόσο κοσμάκη γύρω της που τρώγει το μαράζι.
«Σήκω επάνω, λαμπερή, σήκω να ανταμώσεις
το φέγγος που 'χεις γύρω σου χαρά για να γιομώσεις.»
Η μάνα κράζει αμίλητη στα μαύρα εντυμένη
«Σήκω, σου λέω, κορασιά, ήρθε η Οικουμένη!
Σήκω, σου λέω, Δήμητρα, τι 'σαι μαρμαρωμένη;»
Σκούζει η άμοιρη, θρηνά, μαδιέται μαραμένη.
«Πιάστε, παιδιά μου, το χορό. Τώρα στεφανωμένη!».
Μπήγει τα νύχια της βαθιά, στέκει αποσβολωμένη.
«Δήμητρα, πρώτη στο χορό, λαμπρή, ασπροεντυμένη!.
Έλα και συ, Δημήτρη μου, με την Αγαπημένη
χορέψετε, γελάσετε, νιώστε ευτυχισμένοι
όπως στη βάφτιση προψές ηλιοφωτισμένοι
με την κορούλα αγκαλιά τη νεοφωτισμένη!».
Το κλάμα πάει σύννεφο, το δάκρυ πυρωμένο
•- τη γης φλογίζει, καίγεται τ' άστρο το ηλιοψημένο -
μα η νυφούλα κορασιά το γέλιο 'χει σβησμένο.
«Γιατί θελήσαν οι ουρανοί να σκίσουν τις καρδιές σας;
Άλλο να ζήσω δεν μπορώ, μαράθηκες, ω Φως μου !
Πέτρα θα πάρω και θα σπω τα μαυροκέφαλό μου»,
ο πατρικός ο σπαραγμός για την καμένη φλόγα.
«Δήμητρά μου, Δήμητρά μου, συ το φέγγος κι η χαρά μου.»
Είναι κραυγή αμάραντη, κραυγή αγαπημένη
απ' του Δημήτρη την ψυχή της κυματοτσακισμένη
για της χαράς του τη χαρά την ενταφιασμένη.
«Δήμητρά μου, Δήμητρά μου, τρύπωσε στην αγκαλιά μου
γείρε, πλάγιασε, ω Φως μου, για να λάμψ' ο ουρανός μου !»
Βελούδο είχε το πρόσωπο, βελούδο την καρδιά
ουράνια ως ξαστεριά, λευκή, κρινάτη αγκαλιά.
«Πού μ' αφήνεις, Δήμητρά μου, σκόρπισαν τα όνειρά μου
είμαι μόνος δίχως άστρα λούλουδο δίχως τη γλάστρα
πού να πάω, πού να πάω, πού τον ήλιο να κοιτάω!»
«Δημήτρη μας, Δημήτρη μας, αδέρφι μες στο σπίτι μας
χάσαμε τη Δήμητρά μας, ήλιος συ στην κάμαρά μας!».
Έγειρε το κορμάκι της πάνω στην αγκαλιά του
ηρέμησε το σπλάχνο της που σέρνει στην κοιλιά της.
«Εγώ νυφούλα σ' έντυσα, χρυσή μου αδελφούλα,
εγώ σε νυφοστόλισα σε στεριανή βαρκούλα
με άνθη ροδοπέταλα, γαρούφαλα πλεξούδα
με στέφαν' άνθινα λευκά στης κεφαλής την κούδα
του ροδοπέταλ' χρυσακτή του κάμπου ανθαμμούδα!».
«Δήμητρά μου, Δήμητρά μου, στύλε και αρματωσιά μου
που να πιαστώ ο άμοιρος, τα χέρια ν' ακουμπήσω!
Τα γόνατά μου σκόρπισαν, σπάσαν τα σωθικά μου
δεν έχω πια αν άκαρα να ορθωθώ, μελιά μου,
να πιάσω πάλε τα καπνά, να έχω την υγειά μου».
«Βασίλη , πάει το φέγγος μας, εσβήστει όλ' η πλάση
μα τα παιδιά τ' άλλα δυο σε έχουν ηλιοστάτη.
Ύψωσ' το μπόι, άντρα μου, και δείξου παλικάρι
ω στυλοβάτη του σπιτιού, κορόνα μ' κι αγκωνάρι
και νοικοκύρη φωτεινέ σαν τ' αψινό φεγγάρι».
«Εμάργωσέν μου η ματιά, μαδήθηκαν τα λοϊκά
το δάκρυ μ' φλόγα εστάχιασεν τη γης, τα σωθικά».
Κλαίγαν, θρηνούσαν, μάδαγαν τη σάρκα, τα μαλλιά
κι η κόρη η ολόφωτη η φεγγαροεντυμένη
αμίλητη , αλάλητη ανθοεστεφανωμένη
τ' άστρα θωρούσε τη νυχτιά ψυχρά μαρμαρωμένη
μες σε κιβούρι πάλλευκο νυφούλα στολισμένη.
«Ξύπν', αδελφούλα μου δροσιά, να δεις την οικουμένη
ένα στεφάνι γύρο σου, μαράζι ποτισμένη».
«Σήκ', αδελφούλα μάνα μου, γέρνω στην αγκαλιά σου
το χάδι σου επόθησα και τα νταντέματά σου.
Μικρούλα εσύ μ' ανάθρεψες, μ' εσκέπαζ' η σκιά σου
Δήμητρά μου, Δήμητρά μου, ηλιαχτίδα στα όνειρά μου
Δήμητρά μου, Δήμητρά μου, οδηγέ στα βήματά μου».
«Κοίτα, κορούλα μ' το ντουνιά που σ' έχ' τριγυρισμένη
σαν Πανσελήνη του Νοτιά που χάσκει μαραμένη.
Σήκω, φεγγαροπρόσωπη και πιάσ' ανάερο χορό
νυφούλα ανθοστόλιστη με τ' άστρα για φουρό.
Τινάξ' απάνου, κορασιά, άρπαξε την αστροφεγγιά
του Χάρου πέψε του γραφή, μπήξ' του και μία μαχαιριά:
‘‘Να έρθω, πες του, στη νυχτιά, αδύνατον, δεν πρέπει.
Της μάνας θα μαι συντροφιά, η πατρική η σκέπη
του αγοριού μου η καρδιά, της αδελφής το λέπι
του κόσμου η αστροφεγγιά, της ανθρωπιάς ευτέρπη''».
«Σήκω, αγάπη μου γλυκιά, γείρε στην αγκαλιά μου
το φως μου δώσε μου ξανά, ντύσε τα όνειρά μου.
Έλα, καρδούλα μου, Καρδιά, Άγγελε και θωριά μου
πιάσε το πλήκτρο της γραφής, τα στήθη του κορμιού μου
να δεις πώς πάλλονται, καλή μ' , πώς φλέγετ' η ψυχή μου!
Έλα μου, φέγγος, ουρανέ, ανθός, μέλι ,Θεέ μου,
άσε τ' ολάνθιστο κουτί, γείρε στην αγκαλιά μου
να φωτιστεί ο ουρανός, ο ήλιος να ροδίσει
να σπείρεις πάλι τη χαρά, να δροσερέψ' η πλάση».
Παιδί αγνό η κορασιά η φεγγαροεντυμένη
όλο τον κόσμο αγάπησε όλη την οικουμένη
όλοι τη θέλαν συντροφιά για σκέπη μυρωμένη.
Τη ζήλεψε κι ο Χάροντας στολίδι του να γένει.
Έναν ιό της έστειλε και στέκει σβολωμένη
από 'ναν ιό ανεύρετο απ' έναν ιό γδαρμένη
από 'ναν ιό σπλαχνόφαγο πολλά θριμματισμένη
•- η ουρανόφτερη ματιά η μελοποτισμένη-
από 'ναν ιό που πάλεψε όλη η οικουμένη
να τον συλλάβει στη γωνιά, μα βγήκε νικημένη
ως και την ύστατη στιγμή που εμείνει μαζεμένη
μια πενηντάδα ιατρών σε σύσκεψη αφημένη
να αποζητάει τον εχθρό με σκέψ' απορημένη
και με τη Δήμητρα εντός κρύα, μαρμαρωμένη
και τις ψυχές της - έξωθεν- στη γη την παγωμένη
να ξεριζώνουν τα μαλλιά για τη χαροαρπαγμένη
να ξεριζώνουν τα τοιχιά, να σπουν ξεψυχισμένοι
για την Ελπίδα που 'σβησε έτσι αδικοχαμένη
αφήνοντάς τους τους γιατρούς να χάσκουν χασεμένοι
και τους δικούς να ζέμονται στο λάδι βουτηγμένοι.
«Άιντε, λεβέντες, πιάσετε τα άνθινα στεφάνια
και σεις, παπάδες, ψάλετε ύμνους με περηφάνια
για το στολίδι του χωριού που τίναξε στα ουράνια!...»
Ψάλλουν οι ιερείς την κορασιά την ασπροεντυμένη
ψάλλουν και κλαίνε τα τοιχιά, ραγίζουν τα ουράνια
σκίζουν οι γόοι τα σύννεφα, η Λίμνη πετρωμένη
αντάρα όλες οι καρδιές, βουβά πλέον τ' αηδόνια
μαύροι βαφτήκαν οι ουρανοί, η πλάση μαραμένη!
«Άιντε, η Φιλαρμονική να παίξ' αυτή θλιμμένη.
Μπροστά πηγαίνετε εσείς μαζί με τα στεφάνια
κι εμείς σερνόμαστε σιμά με μια ψυχή βελάνια»,
για τη φεγγαρόλουστη ματιά την ασπροεντυμένη
που κείτεται αναίσθητη, κρύα, μαρμαρωμένη
και δε θωρεί τους ουρανούς που είναι βουρκωμένοι
και δεν κοιτά και τους δικούς με την πνοή σβησμένη
που ακολουθούν τρεκλίζοντας λες κι είναι μεθυσμένοι!
Μπροστά πηγαίνουν οι στολές με μουσική σπασμένη
πίσω τα ανθοστέφανα για τη βασιλεμένη
κι ακολουθεί σασί νυφιάτικο με την εστεμένη
που έχει γύρω της σιμά όλη την οικουμένη
βουβή να πνέει αμίλητη στην πίκρα εψημένη
και του ηλιού τη ζεστασιά: ψύχρα, μαρμαρωμένη!
Βουβή φτάνει στην εκκλησιά, βουβή, ξεψυχισμένη
στο μέσο έχει την Κυρά νυφούλα στολισμένη
αμίλητη, αλάλητη, ψυχούλα μαγεμένη.
Ψέλνουν και λέγουν οι ιερείς λόγια στην Παινεμένη
μα δεν ακούει πια κανείς τι λεν οι ευλογημένοι
για την κοπέλα τη δροσιά που φεύγει μαραμένη
για 'να ταξίδι άδρομο, ταξίδι πετρωμένο
μέσα σε κιβωτό λευκή, κιβούρι στολισμένο
με της καρδιάς μας τον καημό στην κόλαση βρασμένο
να 'ναι αγκάλη αιώνια, μαλλιά χυτά ντυμένο
επά στην Αγρινιώτισσα τη Δήμητρα την Μπάκα
που τον κοσμάκη γιόμισε με μύρα και με ρόδα
μα τη λιμπίστηκαν οι Ουρανοί, την πήραν τα Πελάγη
στον τριακοστό της ζήσης της το δροσερό το Μάη
και οπτασία ηλιόφωτη εθάμπωσε των αστεριών τα χάη.
Κι εκεί που η γης εσκέπαζε τα πυροφόρα άστρα
μια 'νέμη φεγγαρόφτερη γαρουφαλένια γλάστρα
νεφέλη ουρανόπεμπτη με βιόλα και με άρπα
πήρε να ντύσει τη νωπή τη γης με μια εσάρπα
λούλουδα ευωδιαστά και στίχους όλο πάστρα
για την αιθρία κορασιά που κουρταλεί τα κάστρα:
«Μέλι στάζουν τα χείλη σου για το μικρό Ιωάννη
αμάραντος ο πόθος σου στα σωθικά σου εβάνη
για το Δημήτρη της καρδιάς, του Μάη σου στεφάνι
και τον καρπό τον μητρικό που αβλάστητος εξάνει,
ευγενική, αθώα ψυχή των άστρων το λιμάνι.
Ψυχή μελένια, αδάμαντας, με γέλιο πυροφάνι
που επρόκανες και βάφτισες πυρόξανθο γεράνι
κι όλους τους αγκάλιαζε ως σκέπη, εσύ ροδάνι
σκορπώντας μύρα στο δουνιά, το φως και το μεράνι.
Χαλί στρωνόσουν προσφοράς, μια πορφυρένια ράχη
-αστέρι φεγγαρόλουστο, κόρη φεγγαροεντυμένη -
Χαμόγελα έντυνες τη γης, άνθια, γλυκιά αλισάχνη.
Βελούδο ήτανε τα χείλη σου, βελούδο κι η ματιά σου
γλαυκή πελαγινή καρδιά, αμάραντη η θωριά σου
ω γλυκαυγή ροδόλευκη αυγούλα ανθισμένη
που τίναξες τα άνθια σου μια μέρα του Νοέμβρη
κι έσυρες στα Τάρταρα όλη την Οικουμένη
ω μυγδαλιά ολάνθιστη της χειμωνιάς 'νεμώνη
του Μάη ροδοπέταλο, του κάμπου ανθοσεντόνι
δροσοσταλίδα της αυγής, του τρίστρατου η κρήνη
που ξεδιψούσες το δουνιά, δροσέρευες τα ουράνια
τα πέλαγα νερόντυνες, εφλόγιζες τα σπλάχνα
τη νύχτα ασπροέντυνες, κοσμούσες περηφάνια
τους ειδικούς, τους ουρανούς, τη γης, τα ωκεάνια!»
Και ως η Νεφέλη στάθηκε στα χωματένια σπλάχνα
και μ' αίνους ανθοστόλιζε την κόρη δίχως άχνα
κρίνο ολόασπρο λευκό π' όλους κοιτούσε λάγνα
κρίνο, περ'στέρι πάλλευκο διάνοιξε τα σπλάχνα
μια οπτασία ανάερη που έδιωξε την πάχνα
-κι όλοι τηρούσαν άβλεπτα, τηρούσαν δίχως άχνα-
πήρε να λέει φωναχτά και σπούσε τους τα σπλάχνα
φωνή υπέρκοσμη, άφωνη, φωνή γλυκεία, λάγνα:
«Σηκώστε όλοι τη ματιά, κοιτάξτε τα ουράνια
για με δεν πρέπουν κλάματα για θρήνοι για λιβάνια.
Λουλούδι ήμουνα στη γης, αστέρι στα ουράνια
ταξιδευτής του σύμπαντος, στα φωτεινά αλάνια.
Τα μύρια έσπερνα στη γης, το φέγγος στα ουράνια
αγγελικό και θείο φως, μια σκέπη επουράνια
για όλους σας μια συντροφιά απ' τα αψηλά ταβάνια.
Άιντε, καλοί μου συγγενείς, φίλοι αγαπημένοι,
εσείς γονιοί μου λατρευτοί, αδέρφια μυρωμένα
και συ Δημήτρη αμάραντε πολυαγαπημένε,
ανοίξετε τους ουρανούς, φυτέψετε γεράνια,
το δρόμο πάρετε ο καθείς για να 'μαι μερωμένη.
Πιάσετε πάλε το υνί, την πέννα τη γραμμένη,
τα άνθια όλα της Ζωής, νιώστε ευτυχισμένοι!».
Εκεί, ξάφνου μεμιάς σκόρπισ' ο κρίνος, η Νεφέλη
η αύρα πήρε τις ψυχές για τ' άστρων την αγέλη
και αυτές το υποσχέθηκαν προς την κορούλα μέλι
να διώξουν τα μαύρα σύγνεφα να πιάσουνε το τέλι
να βρουν ξανά τους Ουρανούς, της ζήσης τους το φτσέλι
να πιουν κρασάκι της καρδιάς και νέκταρ ανθομέλι!.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου