Το Ωρολόγι και οι κάτοικοί του στο πέρασμα του χρόνου
Όλοι οι άνθρωποι, καθώς περνούν τα χρόνια, νιώθουμε
ισχυρότερη την έλξη προς το γενέθλιο τόπο, ιδιαίτερα δε όταν υποχρεωθήκαμε προς
αναζήτηση καλύτερης τύχης και βελτίωσης των όρων ζωής μας, να ζήσομε πολλά
χρόνια, τα πιο δημιουργικά της ζωής μας, μακριά. Και δεν είναι τυχαίο ότι όσο
μεγαλώνουμε και ωριμάζουμε αισθανόμαστε την ανάγκη να γνωρίσομε όσο γίνεται
περισσότερα για τον τόπο στον οποίο πρωτοείδαμε το φως του ήλιου, αγαπηθήκαμε
από τους γονείς, τους οικείους και τους φίλους μας, παίξαμε, τραγουδήσαμε,
μάθαμε τα πρώτα γράμματα. Για το λόγο αυτό άλλοι γράφομε, δημοσιεύομε όσα
ζήσαμε ή μάθαμε από διάφορες πηγές, ενώ άλλοι, οι περισσότεροι, μελετούμε με
λαχτάρα όσα έγραψαν οι
προηγούμενοι, συμπληρώνουμε, ασκούμε την κριτική μας, παρακινούμαστε να πούμε ή να γράψομε κι΄ εμείς κάτι. Και θα το πετυχαίναμε αυτό, αν ανατρέχαμε, όταν ήμαστε μικρότεροι, στους γονείς ή στους μεγαλύτερούς τους για να μας πουν όσα γνώριζαν ή άκουσαν, ή αν διατηρούσαμε στο φωτογραφικό μας αρχείο ή στην ταινία όσα απ΄ ευθείας μπορούσαν να μας διηγηθούν. Αυτό δεν έγινε ή έγινε λίαν ελλιπώς. Και τούτο, διότι αφ΄ ενός μικροί δεν νιώθαμε αυτή την ανάγκη και αφ΄ ετέρου τις δεκαετίες προ του 1970 δε διαθέταμε τον κατάλληλο εξοπλισμό. Ας είναι. Αλλά και τώρα χάρη στο ζήλο μας πολλά μπορούμε όλοι να ανασύρομε, ο καθένας με τον τρόπο και τις δυνάμεις του. Είναι χρέος οφειλόμενο στο γενέθλιο τόπο και σ΄ αυτούς που μας διαδέχονται. Σ΄ αυτό όμως το σημείο χρειάζεται προσοχή: όχι υπερβολές, αλλά ακριβής απόδοση της πραγματικότητας. Γιατί συχνά μας παρασύρει σ΄ αυτές η φλογερή αγάπη προς το χωριό μας και η παρεπόμενη απεγνωσμένη προσπάθεια διάκρισής του με όμορους ή μη οικισμούς.
προηγούμενοι, συμπληρώνουμε, ασκούμε την κριτική μας, παρακινούμαστε να πούμε ή να γράψομε κι΄ εμείς κάτι. Και θα το πετυχαίναμε αυτό, αν ανατρέχαμε, όταν ήμαστε μικρότεροι, στους γονείς ή στους μεγαλύτερούς τους για να μας πουν όσα γνώριζαν ή άκουσαν, ή αν διατηρούσαμε στο φωτογραφικό μας αρχείο ή στην ταινία όσα απ΄ ευθείας μπορούσαν να μας διηγηθούν. Αυτό δεν έγινε ή έγινε λίαν ελλιπώς. Και τούτο, διότι αφ΄ ενός μικροί δεν νιώθαμε αυτή την ανάγκη και αφ΄ ετέρου τις δεκαετίες προ του 1970 δε διαθέταμε τον κατάλληλο εξοπλισμό. Ας είναι. Αλλά και τώρα χάρη στο ζήλο μας πολλά μπορούμε όλοι να ανασύρομε, ο καθένας με τον τρόπο και τις δυνάμεις του. Είναι χρέος οφειλόμενο στο γενέθλιο τόπο και σ΄ αυτούς που μας διαδέχονται. Σ΄ αυτό όμως το σημείο χρειάζεται προσοχή: όχι υπερβολές, αλλά ακριβής απόδοση της πραγματικότητας. Γιατί συχνά μας παρασύρει σ΄ αυτές η φλογερή αγάπη προς το χωριό μας και η παρεπόμενη απεγνωσμένη προσπάθεια διάκρισής του με όμορους ή μη οικισμούς.
Tμήμα ανάγλυφης πλάκας διαιρεμένης σε δύο συνανήκοντα τεμάχια, από το Ωρολόγι της Εύβοιας. |
Το χωριό μας, το Ωρολόγι δεν είναι Το ιστορικό χωριό ή
ιστορικό χωριό. Έχει όμως την ιστορία του, όπως εξ άλλου κάθε ελληνική γωνιά.
Ευρισκόμενο στο κέντρο της πιο πυκνοκατοικημένης και εύφορης Κεντρικής
Ανατολικής Εύβοιας ήταν επόμενο όχι μόνο να κατοικηθεί από τα πανάρχαια χρόνια,
αλλά και να διατρέξει σημαντική πορεία προόδου χάρη στη φιλεργία των κατοίκων
του. Οι ανακαλυφθέντες μυκηναϊκοί τάφοι, λίγες εκατοντάδες μέτρα νότια του
χωριού, σε τόπο περίοπτο (Ρομάτσα), η Ιερά Μονή Γερμανού του 12ου αιώνος, (Χαρ.
Φαράντος ΑΕΜ τόμος ΚΔ σελίδα 287), τα λιθανάγλυφα του παλαιού καθολικού Αγίου
Γεωργίου, (προερχόμενα προφανώς από τη Μονή Γερμανού), η μνημειώδης ενεπίγραφη
αψίδα εισόδου και η επίσης ενεπίγραφη, μνημειώδους όψεως, πηγή στον Ιερό ναό
των Εισοδίων της Θεοτόκου στη Μουρτία, τα διεσπαρμένα φρέατα προς ύδρευση
ανθρώπων, ζώων και κήπων (Σιλόρεμα και Σούμπαση), τα καμίνια τα εγκατεσπαρμένα
σε ιδιαιτέρως θαμνώδεις περιοχές, οι κήποι σε χαμηλά ή υψηλά σημεία της
αγροτικής περιφέρειας με τις στέρνες, ο ανεμόμυλος, ο νερόμυλος, τα γεράνια, τα
μαγκάνια, οι ξερολιθιές, η προσφορά έμψυχου υλικού στους εθνικούς αγώνες, η
μάχη μεταξύ κατοχικών δυνάμεων και ανταρτικών ομάδων μέσα στο χωριό την περίοδο
της κατοχής, όλα αυτά και πολλά άλλα αποτελούν αψευδείς μάρτυρες της ιστορίας
και της ιστορικής συνέχειας αυτού του χωριού.
Τμήμα της άτακτα τοποθετημένης
ενεπίγραφης αψίδας, στην είσοδο του ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου, στη
Μουρτία. Εκτός των πέντε τούτων τμημάτων, υπήρχαν ακόμα δύο μέσα στο ναό τα
οποία χάθηκαν περί το 1985. Η Ενοριακή Επιτροπή ή άλλος αρμόδιος θα πρέπει να
ενδιαφερθεί για την εύρεση και την επιστροφή των απολεσθέντων στο χώρο τους.
Και, ενώ όλα τα παραπάνω και άλλα πολλά μαρτυρούν την
ιστορία αυτού του χωριού, εν τούτοις δεν υπάρχει ένα γραπτό κείμενο να μας
φωτίσει τουλάχιστον για την πρώτη κατοίκηση και την ονομασία του και να μας
απαλλάξει έτσι από τις εικασίες με τις οποίες αρκετά έχουν γραφτεί και έχουν
λεχθεί ακόμα περισσότερα. Προσπαθώντας μια περιληπτική καταγραφή διαβάζουμε στη
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΚΥΜΗΣ 1975 «… Δυτικώς του σημερινού
χωρίου και εις απόστασιν 500 μέτρων είχε κτισθεί παλαιότερον, περί το 1650, το
πρώτον χωρίον, ονομαζόμενον «ΦΛΟΙΟΥΣ», οι κάτοικοι του οποίου ήσαν φίλοι και
σύμμαχοι της αρχαίας Ερετρίας, σήμερον η τοποθεσία αυτή ονομάζεται «ΦΛΟΥΔΑ».
Βραδύτερον εκτίσθη εις θέσιν «Τοιχογύρι ». …με την πάροδον του χρόνου, το
χωρίον συνεκεντρώθη εις την σημερινήν του θέσιν και εκ του υπάρχοντος εις
ταύτην ηλιακού ωρολογίου, ωνομάσθη Ωρολόγιον. Κατ΄ άλλην εκδοχήν η ονομασία
αύτη έλκει την καταγωγήν της εκ του γεγονότος, ότι το χωρίον ευρίσκεται
ακριβώς, εις το μέσον της διαδρομής Κύμης–Αλιβερίου …».
Ο Δημήτρης Κοίλιαρης στην εφημερίδα «ΧΤΥΠΟΣ ΩΡΟΛΟΓΙΟΥ» Φύλλο
2, Ιούλιος 1982 γράφει : «…είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε κάποια απάντηση
στηριγμένη στην παρατήρηση περισσότερο και στο συλλογισμό, απορρίπτοντας τη
μυθολογική διάθεση που σε αυτές τις περιπτώσεις δημιουργείται …είχαν λοιπόν οι
καραγωγείς αυτοί αλλά και άλλοι πεζοπόροι ή διερχόμενοι, επισημάνει ότι η
διέλευσή τους από το χωριό μας συμπίπτει με τη διάνυση της μισής διαδρομής προς
Αλιβέρι. Χρησίμευε δηλαδή το χωριό μας σαν ωρολόγι για τους ταξιδιώτες εκείνους
που διέρχονταν από εδώ…». Και στην εφημερίδα «Ενωτική» φύλλα 3 και 4 Ιανουάριος
και Μάρτιος 1983 γράφει: «…Πιστεύομε ακράδαντα ότι το χωριό μας δεν είναι
παλαιότερο των μέσων του 18ου (δέκατου όγδοου) αιώνα μ.Χ., δηλ. του 1750 μ.Χ.
περίπου…το «Κατέβας» μαρτυρεί προφανώς κάθοδο του γένους αυτού από σημείο ή
περιοχή υψηλότερη, π.χ. από τον Άγιο Γιώργη ή τον Κρεμαστό…» χαρακτηρίζοντας το
Τοιχογύρι «…υψηλό σημείο, άνυδρο…».
Ο Γιάγκος Τσαούσης στην τρίτομη «ΕΥΒΟΪΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ
Αθήνα 1998» γράφει : «…Τρεις εκδοχές υπάρχουν για την ονομασία του α) η πρώτη
υπονοεί χωριό στο οποίο κατασκευάζονταν ηλιακά ωρολόγια. β) η δεύτερη εκδοχή
αποδίδει στο χωριό συγκεκριμένο ηλιακό ωρολόγι σκιαθηρικό. γ) Τέλος η ονομασία
αποδίδεται στο ότι πριν το 1688 το χωριό ήταν ο σταθμός της διαδρομής
Αλιβερίου-Κύμης και αντίθετα. …Δεδομένου δε ότι το παλιό χωριό ήταν ακριβώς στη
μέση της διαδρομής Αλιβερίου-Παραλίας Οξυλίθου-Πλατάνας Κύμης, στη σημερινή
θέση «Τοιχογύρι» του Πλατανά…» Για το αν υπήρξε σκιαθηρικό ωρολόγι στη θέση
Πλατανά, γράφει: «… Κατά ζωντανή παράδοση, το ηλιακό αυτό ωρολόγι, ύστερα από
επιτόπιες έρευνες στο Τοιχογύρι, το ανακάλυψε ο Ι. Φωκίτης, καθηγητής των
Γαλλικών από το Αυλωνάρι, μαζί με το σχολάρχη Βασ. Φάβη, όταν υπηρετούσαν στο
Σχολαρχείο Αυλωναρίου. Το ωρολόγι, καθώς και άλλα μικροπράγματα που βρήκαν, τα
έκαναν κτήμα τους (1908)…»
Τέλος ο Νίκος Σκαρλάτος στην εφημερίδα «Δρόμος» φύλλο 13
Φεβρ.- Μάρτ. 2001 γράφει: « Στο λόφο του Πλατανά βρήκαν αυτό που ζητούσαν. Το
νερό και τη βοσκή. Ήταν μια ξεριζωμένη και περιπλανώμενη ομάδα βοσκών… έφτιαξαν
όλα αυτά και το ηλιακό τους Ωρολόγι…Το εφεύρημα τούτο δεν υπήρχε πουθενά και
χάρις τούτου το χωριό από τότε ονομάσθηκε ΄΄Ωρολόγι΄΄» . Όσο για τη σημερινή
θέση του χωριού γράφει ότι οι κάτοικοι του χωριού κυνηγημένοι από τον Αγά του
Αγίου Γεωργίου «…Πήραν το δρόμο προς τον κατήφορο…», και ο ηγούμενος της μονής
Μεταμορφώσεως τους υπέδειξε τη σημερινή θέση του χωριού. Για τη θέση του παλιού
χωριού υπάρχουν και άλλες απόψεις, με εντονότερη αυτή, ότι το παλιό χωριό
βρισκόταν στη θέση Καρέα-Νερόκηπους. Αλλά και ο Κυριάκος Καπέλος είχε πει προ
δεκαπενταετίας ότι στην Κατοχή, εργαζόμενος στη θέση Πλατανά, (έφτιαχναν ασβέστη
με άλλους συγχωριανούς του), βρήκε μια μεγάλη πέτρα για την οποία ήταν βέβαιος
ότι ήταν από το περίφημο αυτό ωρολόγι και την οποία έσπασε σε πολλά κομμάτια
και την έκανε ασβέστη. Όλα τα παραπάνω δεν είναι παρά μόνο απλά συμπεράσματα
λογικών σκέψεων, δεδομένου δυστυχώς ότι τίποτε δεν είναι αποδεδειγμένο (μέχρι
τώρα !),αφού δεν έχουν βρεθεί (ακόμα) γραπτές αποδείξεις και ως εκ τούτου καμία
από τις παραπάνω απόψεις δεν μπορεί να ληφθεί ως σωστή και κάποια άλλη να
απορριφθεί.
Ακόμα και τα τουρκικά φορολογικά κατάστιχα των ετών 1474,
1506 και 1521 (ΑΕΜ τόμος ΚΣΤ΄ σελ. 291), τα οποία δεν αναφέρουν το χωριό
Ωρολόγι, και αυτά δεν μπορούν να μας φωτίσουν για την ύπαρξη ή μη του χωριού τα
χρόνια αυτά, αφού δεν συμπεριλαμβάνουν αναγκαστικά το σύνολο των χωριών, αλλά
τους Ναχιγιέδες, δηλαδή τις διοικητικές μονάδες που ήταν πόλεις ή κωμοπόλεις
και συμπεριλάμβαναν και τα γύρω χωριά.
Το Ωρολόγι αναφέρεται για πρώτη φορά (Αρολόγι), στην
Πληθυσμιακή κατάσταση των χωριών της Καρυστίας της 3ης Σεπτεμβρίου 1830 με 14
οικογένειες. Ο μικρός αριθμός των κατοίκων του χωριού δε μας ξενίζει, δεδομένου
ότι κατά το διάστημα της τουρκοκρατίας υπήρξε εξανδραποδισμός των κατοίκων,
ακόμα και όταν οι Τούρκοι αποχωρούσαν από τα απελευθερωθέντα εδάφη. Απόδειξη
τούτου είναι η απάντηση της επιτροπής που είχε συσταθεί από την κυβέρνηση,
προκειμένου να μελετήσει την πώληση των τουρκικών κτημάτων, για να
επακολουθήσει η ενσωμάτωση της Εύβοιας, βάση του πρωτοκόλλου του Λονδίνου της
3ης Φεβρουαρίου 1830, (ΑΕΜ τόμος ΙΖ΄ σελ. 333) η οποία γράφει: « …εις αυτήν την
νήσον ευρίσκονται πολλά χωρία τα οποία ήταν παλαιόθεν κεφαλοχώρια, τουρκιστί
καριέδες λεγόμενα, των οποίων οι δυστυχείς κάτοικοι, μην υποφέροντες την
τυραννίαν εκάστου των Τούρκων της Ευβοίας, ηναγκάζοντο βιασμένοι να ικετεύουν
την προστασίαν ενός των δυνατοτέρων Μπέηδων του τόπου, όστις δια να τους
χαρίσει την προστασίαν του, όχι μόνον τους υποχρέωνε να του υποσχεθώσιν εν
ετήσιον προσδιορισμένον δώρον, κεσέμι λεγόμενον, αλλά δια να διαιωνίσει εις την
οικογένειάν του και να νομιμοποιήσει το νέον δικαίωμα της κτήσεώς του, τους
υποχρέωνε να του δώσωσι πωλητήριον έγγραφον από τον κατή, ταπί λεγόμενον και
ούτω απολάμβανον το διαδοχικόν δικαίωμα της ιδιοκτησίας, χωρίς οβολόν. …Η νήσος
ως προς την έκτασίν της είναι σχεδόν έρημος, επειδή μόλις έχει 3.780
οικογενείας και με τους φυγάδας το πολύ 4.500…» Αλλά και στις 16 Αυγούστου 1830
οι δημογέροντες Ευβοίας ζητούν να επιστρέψουν οι αιχμάλωτοι, (ΑΕΜ τόμος ΙΖ
σελίδα 324), «…να ζητηθώσιν οι αιχμάλωτοι, όσους έστειλαν μετά των φαμιλιών των
εις διάφορα μέρη, δια να τους φέρουν οπίσω και συν ταύτοις και όσας γυναίκας
είχον ως δούλας μισθωτούς και επήραν βιαίως ήδη...»
Επίσης αναφέρεται στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΕΥΒΟΙΑΣ του Κ.
Γουναρόπουλου, (ήταν γιατρός και συγγραφέας και καταγόταν από την Κάρυστο.
Γεννήθηκε το 1825 και πέθανε το 1893, το δε βιβλίο του εξεδόθη από το γιο του
Αντώνη Γουναρόπουλο και το Φίλιππο Καπόλλα το 1930). Γράφει λοιπόν ο
Γουναρόπουλος στη σελίδα 216 : «…Άλλα δε χωρία ετέθησαν υπό την προστασίαν του
ισχυρού τούρκου της Χαλκίδος Τουρ Αλή συν τη ειρημένη αμοιβή, αλλά μετά θάνατον
αυτού, ακληρονόμου όντος, εκληρονόμησεν η σουλτάνα Εξ, αδελφή του σουλτάνου
Μαχμούτ, ως απλή προστάτις, δι΄ ης οι κάτοικοι απέφυγον καταπιέσεις και
αγγαρείας. Τα σουλτανικά ταύτα χωρία ήσαν 24, ων τα μεν 15 εν τη επαρχία
Καρυστίας, τα δε λοιπά αλλαχού της νήσου, καλούμενα Κάδη, Θαρρούνια, Πασά,
Επισκοπή, Δύο Κουρούνια, Κοίλι, Κήποι, Άγιος Γεώργιος, Ωρηό, Μουρτάρι,
Βαρυβόμβι, Γαβαλάς, Ωρολόγι, Πρινάκι, Αγία Θέκλα, Στρόπωνες, Καθενούς και
λοιπά, άτινα κατέστησαν εθνικά από εκκλησιαστικών (βακουφίων), δίδοντα φόρον τω
ελληνικώ δημοσίω 25 επί τοις εκατόν. …». Ο χρόνος στον οποίο αναφέρεται ο
Γουναρόπουλος πρέπει να βρίσκεται μεταξύ των ετών 1785 και 1839, δεδομένου ότι
είναι ο χρόνος που έζησε ο σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας Μαχμούτ ο Β΄.
Ακόμα το Ωρολόγι αναφέρεται στα Μοναστηριακά έγγραφα των Γενικών Αρχείων του
Κράτους, του έτους 1834. Συγκεκριμένα στον κατάλογο των ονομάτων των Ιμπλακίων
χωρίων της επαρχίας Καρυστίας, (Ιμπλάκια χωριά τα ανήκοντα κατ΄ απόλυτο
κυριότητα σε ιδιώτη κατά την Τουρκοκρατία), αναφέρονται αυτά που ανήκουν στον
Τουραλή και είναι: Θαρρούνια, Γαβαλάς, Βαρυπόμπι, Ωρολόγι, Αγία Θέκλα το ½ του
χωριού, Κοτσικιά, Κουρβίνο, Όριο, Μουρτάρι, Μονή Κούτσουρου, Επισκοπή, Πασά,
Κάδι, Κοίλι, Κουρούνι και Κήποι, και αυτά που ανήκουν στην Καπουτσίνα Βακούφ
και είναι: Κουστουμάλου, Παραμερίτες, Άγιος Γεώργιος και Αυλωνάρι το ½ του
χωριού έως Ζάρκα. Τα ονόματα των πρώτων οικογενειών ο Νίκος Σκαρλάτος τοποθετεί
με την ακόλουθη σειρά: Το όνομα Κατέβας το οποίο θεωρείται από όλους τους
κατοίκους ο γενάρχης του Ωρολογίου, αφού πιστεύεται ότι δόθηκε στους πρώτους
που κατέβηκαν από το Τοιχογύρι, ή εν πάση περιπτώσει από άλλο υψηλότερο σημείο
του σημερινού χωριού. Τοποθετεί την έλευση των επομένων δύο οι οποίοι έκαναν
οικογένεια στο Ωρολόγι, κατά τον 17ο αιώνα και αυτοί είναι ο Νερούτσος ο οποίος
ήταν Ιταλός ναυαγός και ο Μπιργάλιας από τη Χαλκίδα. Εδώ θα πρέπει να
αναφέρουμε τα εξής: Όπως γράφει ο Τάσος Δ. Νερούτσος (ήταν Έλληνας λόγιος και
γιατρός, ασχολήθηκε ειδικά με την αλεξανδρινή και χριστιανική επιγραφική και
αρχαιολογία. Γεννήθηκε το 1826 στην Αθήνα και πέθανε στην Αλεξάνδρεια το 1892),
λέει λοιπόν ότι οι Νερούτσοι έλκουν την καταγωγή εκ θηλυγονίας από τους
Ατσαγιόλι, οι οποίοι ήταν οι τελευταίοι Φλωρεντίνοι δούκες των Αθηνών. Μετά
όμως την τουρκική κατάκτηση το 1458, οι Νερούτσοι οι οποίοι βρίσκονταν στην Ελλάδα
από το 1424 εξελληνίσθηκαν, ασπάσθηκαν το ορθόδοξο δόγμα και εγκαταστάθηκαν
στην Αθήνα, Θήβα και Λιβαδειά. Άρα το όνομα Νερούτσος υπήρχε στην Ελλάδα από το
1424.
Και συνεχίζει ο Νίκος Σκαρλάτος: Περί το 1800 έρχονται ο
Μπόκαρης από Διρρεύματα και οι Τσιλίκουνας και Καπέλος από τον Οξύλιθο. Περί το
1830 παρουσιάζονται τρία ονόματα από ντόπιους κατοίκους, είναι οι Πασσάς,
Τσαούσης και Μπέης. Κι΄ εδώ να συμπληρώσουμε ότι είναι άγνωστο πώς προέκυψαν τα
ονόματα αυτά. Είναι όμως γνωστό ότι πασάς ήταν τιμητικός τίτλος, απονεμόμενος
σε ανώτατους αξιωματούχους αλλά και σε ανώτερους στρατιωτικούς ή πολιτικούς
βαθμούχους στην Τουρκία και Αίγυπτο. Τσαούσης ήταν βαθμός υπαξιωματικού του
τουρκικού στρατού, αντίστοιχος προς αυτόν του λοχία και μπέης ήταν τιμητική
προσωνυμία, η οποία δόθηκε σε ανώτερους αξιωματούχους της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας αλλά και σε ανεξάρτητους ηγεμόνες. Μετά τα Ορλωφικά (1770), όταν
ιδρύθηκε η ηγεμονία της Μάνης, ο τίτλος του μπέη δόθηκε και σε Έλληνες
διοικητές της περιοχής (Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης). Ως επίρρημα, μπέικα, «περνάω
μπέικα», υποδηλώνει μεγάλη ευμάρεια και οι Μπέηδες στο Ωρολόγι είχαν περιουσία
ικανή να τους την προσφέρει. Επόμενος που ήρθε στο Ωρολόγι ο Αλεξανδρής, ο
οποίος πιθανόν να ήταν Τούρκος που έμεινε στην Ελλάδα. Την ίδια περίπου εποχή
το όνομα Ζαχαριάδης με καταγωγή την Κρήτη και περί το 1834 φθάνει ο Σκουρλής
από τη Σκόπελο και ο Σκαρλάτος από την Κεφαλονιά. Περί το 1839 εμφανίζεται το
όνομα Σπυρόπουλος προερχόμενο από το Σκαρλάτος. Περί το 1865 φθάνει από την
Οχτωνιά το όνομα Τσαντίλης ο οποίος περί το 1870 αλλάζει το όνομά του, (ήταν
ιερέας) και το κάνει Παπαπροκοπίου. Μέχρις εδώ η σειρά, όπως τη παραθέτει ο
Νίκος Σκαρλάτος και για να συμπληρώσουμε να αναφέρουμε τον Νικόλαο Κοίλιαρη ο
οποίος έφτασε στο Ωρολόγι από τους Ανδρονιάνους περί το 1840 και καταγόταν από
τη Χίο. Από τις χρονολογίες αυτές και μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, έρχονται
στο Ωρολόγι οι Αναγνώστου και Ζαχαριάς, όπως και οι Γιάννης Καρτελιάς και
Σταμάτης Παπαθανασίου από τον Οξύλιθο. Ο Δημήτρης Παπαδόπουλος περί το 1896 από
την Κοζάνη, οι αδελφοί Δημήτρης και Σταμάτης Αλέξης από την Ελαία (Κουρβίνο), ο
Γκίκας από Αγία Θέκλα και ο Εμμανωλίδης από το Αυλωνάρι. Αυτά μέχρι και τον 19ο
αιώνα. Όσο για τον αριθμό των κατοίκων του Ωρολογίου, όπως είπαμε, το 1830 είχε
14 οικογένειες, το 1879 είχε 239 κατοίκους, το 1889 είχε 290 κατοίκους, το 1896
είχε 336 κατοίκους και για να αναφερθούμε στις αρχές του 20ου αιώνα, το 1907
είχε 377 κατοίκους.
Βασίλειος Γ. Κοίλιαρης Δεκέμβριος 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου