ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Γράφει ο Κώστας Μπαιρακτάρης
Σε μιά φτωχογειτονιά του Άγιου της Β. Εύβοιας γεννιέται πρίν 70 χρόνια ένα αδύναμο αγοράκι, οΤάσος, γόνος των
Παπαποστολαίων. Το πρώτο σπίθισμα της ματιάς του αντίκρυσε έναν Κόσμο μίζερο, σκυνθρωπό, ταλαιπωρημένο μόνιμα, μα ποτέ απελπισμένο. Η οικογενειακή ανέχεια, από τα μικράτα του, τον ρίχνει στον αγώνα για το τίμιο ξεροκόμματα, ποτισμένο με καυτό ιδρώτα, και δάκρυα, κάνοντας σκληρές, απάνθρωπες δουλειές, εξουθενωτικές και για άντρα ακόμη. Ανέλπιστα η σκληρή ζωή του γίνεται πιό μαύρη όταν οι ορδές των βαρβάρων καταλαμβάνουν τη φιλήσυχη χώρα μας. Η καρδιά του σφίγγεται δεν μπορεί ν’ανεχτεί την Καταφρόνια. Το κάλεσμα της Ελλάδας του δείχνει το δρόμο της αξιοπρέπειας παίρνει το χέρι της και το κρατά σφιχτά. Είναι «αχνούδιαστο παλικάρι», μόλις 16 χρονών...
«Θέλω να φύγω, μες στον κόσμο δεν αντέχω ν’ανέβω θέλω στην
ψηλότερη κορφή ν’ακούω τη νύχτα το περπάτημα των άστρων», διατείνεται στο ποίημά του «Θ’ανέβω στο βουνό». Μα απ αυτή την Ολύμπεια κορυφή. του Χρέους βάλθηκαν να τον κατακρημνήσουν κείνοι που ‘χαν τον κατακτητή φίλο και προστάτη τους. Πόση πικρία, αλήθεια. κρύβουν τα λόγια του στον «Πλοκό Τελέθρη» του: «Τι μίσος και εκδίκηση μετά τη λευτερά (έτσι για το ευχαριστώ) απο χωριανούς μου και το επίσημο κράτος! Ξύλο, φυλακή. εξορια.... Τρία χρόνια σ-τα κολαστήρια της Μακρόνησου μαζί με σύμπασα την οραμστίστρκι ελληνική διανόηση. Το τέλος της εξορας του, δε σήμαινε και ήρεμη ζωή. Η παραμονή του στο χωριό αφόρητη απο τους εξειιτεΜσμούς στην κόρη του Ευρίπου, που ΙΟ χρόνια πρίν τον είχε δαφνοστεφανώσει μαζί με τους άλλους αντάρτες ελευθερωτές της. Έκτοτε Θα παραμείνει για πάντα σιμά της. Αμέσως ρίχνεται: στη δουλειά για να στέκει στη ζωή, καθώς και στο γράψιμο και τη σπουδή για νσνεβαίνει, πρός «τ’ανθισμένο περιβόλι του παράδεισου συντροφιά με πανέμορφα γλυκολάλητα πουλιά, γιομάτα αγνότητα». Αυτός ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων εργάστηκε σκληρά στη ζωή, μα πολεμήΘηκε ανελέητα από το μετεμφυλιωτικό μίσος που σάρωσε τα πάντα στόν τόπο μας έως τούς χρόνους της Μεταπολίτευσης, χωρίς μάλιστα ο ίδιος να πάρει μέρος στόν αδελφοκτόνο πόλεμο. Με πίστη στα πανανθρώπινα ιδανικά της ειρήνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της τιμιότητας υπόφερε αγόγγυστα τα μύρια πάθια έχοντας δίπλα του αχώριστη σύντροφο και στήριγμα της ζωής του, τη Μαρία του. Στάθηκε βράχος και φόρος πνευματικός, μελετώντας και γράφοντας αδιάκοπα, Καθιερώνοντας έναν εντελώς προσωπικό τρόπο γραφής, που διακρίνεται για την απλότητά του, τη γλαφυρότητά του, με τις κορυφώσεις του δράματος των ηρώων του - που πάντα όμως διατηρούν μια αγνότητα, ολύμπεια ηρεμία και μεγαλοσύνη. Πολυγραφότατος και πολυβραβευμένος «Ο τελευταίος Μεγάλος των Ασπούδακτων», σύμφωνα με τον Γ.Παπαστάμου, ξεδίπλωσε το πλούσιο ψυχικό, ηθικό και πνευματικό του τάλαντο μέσα στο πολύκροτο λογοτεχνικό του έργο ζωντανεύοντας και αναδεικνύοντας μ’ έναν μοναδικά σαγηνευτικό, αληθινό, λιτό και γλαφυρό τρόπο τη ζωή του χωριού με τις ομορφιές της, τις χαρές της, τις λύπες της, τη σκληράδα μα και την αγνότητά της, καθώς και τις περιπέτειές της πολυκύμαντης ζωής του. ξομολογουμενος σχετικά, ο ίδιος ο κύρ-Τάσος, στο ωραιότερο κατ εμέ βιβλίο του «Η διαθήκη ενος γυφτου», αττοκαλυπτει «Ο κοσμος που κλεινω μεσα μου, με σιτρωχνει υα γράφω τους καημους και τις χαρές του, τα πανηγυρια και τις λυπες του, τα μαγια και τα ξόρκια που ττιστευει τη λεβεντοσυνη, την αγνατητα και την υπομονη του την απεραντη στο ν αγωνΓζεται το πιό πολυ για τ αγαθά της ζωής και ν απολαμβάνει ελαχιστα» ‘Ετσι αυτοί οι απλοί άνθρωποι του χωριού και οι βιοπαλαιστές των πόλεων, παρ’ότι δεν ξεκόφτουν απο τη χαμοζωή Τους, εξυψώνονται δυσθεώρητα αποκαλύπτοντας το πλούσιο ψυχικό τους κάλλος και σθένος, γενόμενοι πρότυπα αγώνα και ζωής. Είναι μάλιστα τόσο ζωντανοί και οικείοι σου, που συμπάσχεις μαζί Τους, λές και είναι δικοί σου άνθρωποι, με τους οποίους για χρόνια συμπορεύτηκες χέρι χέρι. Κι ως αληθιναί ήρωες, με τη λεβεντοσύνη τους γίνονται πρότυπα και Ταγοί σου στον αγώνα για τη Λευτεριά, τη Δικαιοσύνη, την Ειρήνη, τοΜέτρο. Το συγγραφικο έργο του Τάσου Παπαττοστόλου γίνεται αντανόκλαση της προσωιτικής του στάσης πρός τη ζωή «Δεν είναι το, πως ήρθες ιαι που τς, ουτε το πώς $ ζήσεις έχει σημασία Μα το τι πρόσφερες ατόν κόσμο αυτο και ποια ειναι η αξία» Είναι πραγματι ενα έργο πολυποίκιλα και πολυσήμαντο Ασχολήθηκε με την ποίηση, εκδίδοντας τρείς ποιητικές συλλογές: «Τα ποιήματα», « Τα ερωτικά», και την πρόσφατη «Μιά ποδιά κόκκινα μήλα»(Βλ. αντίστοιχη φωτ. της ομώνυμης συλλογής) Είναι ποιήματα λυρικά, που διαπνέονται απο μια γλυκιά μελαγχολία, μια μελένια νοσταλγία για τις ομορφιές της ελληνικής φύσης που τόσο λείπει στούς κατοίκους μιας μεγαλούπο Όλα τα τραγούδια μου που ‘γραιμα γλυκιά μου τα ‘ραψα, τα κέντησα πάνω στην καρδιά μου! λης - καθώς και μιά πρωτόφαντη αγνότητα, μουσικότητα και ευγένεια, ίδια ψυχικό συστατικό της τόσο άδολης ψυχής με τη χαρακτηριστική παιδικότητά της του αέναου έφηβου με το γλυκύτατο χαμόγελο δημιουργού Τους. Θα παραθέσουμε ένα μικρό δείγμα της ποιητικής γραφής του κυρ-Τάσου, απόσπασμα από το ποίημά του «Μήν ξαναπάς»: . Μν άκουσες τίλίγσνε για σένα σι ανεμώνες Κι ανα ψοκοκκινιζανε ι αλλαζανε θωριά, κι σι χασεδενιες ττασχαλιες κιτι σι σγριο/3ιολες κι αυτά ταχαντροζουμπουλα τα σκσυρα θαλασσιά, Καταπιάστηκε και με τη μυθιστορία. Είναι συγγράματα, που πατούν στέρεα πάνω στήν πραγματικότητα. Σ’αυτά, η καθημερινότητα κι οι κορυφαίες στιγμές του 2ου ήμισυ του 2Οου αιώνα που σμίλευσαν και σφυρηλάτησαν το είναι του Τάσου Παπαποστόλου, παίρνουν μιά άλλη διάσταση στήν τέχνη του δημιουργού τους. Είναι τόσο συναρπαστικά, τόσο αγωνιώδη, τόσο ανθρώπινα, τόσο ελληνικά, αληθινό κόσμημα για την νεοελληνική μας γραμματεία: «Χρόν/α δύσκολα», «Δίψα για ζωή», «Καρτερώντας το ξημέρωμα», «Χωρίς ανάσα», «Πλοκός Τελέθρης», «Το Τάμα», «Η διαθήκη ενός γύφτου», «Το καραβάνι του Θεού». Σ’αυτά με περισσή μαστοριά και συναρπαστική αφήγηση, αναπλάθει τούς ήρωές του και με τη ζωή τους, με τούς οποίους συμπορεύτηκε για μιά ολάκερη ζωή. Είναι άνθρωποι απλοί, λαίκοί τύποι που μάτωσαν για την Λαμπρή Ελλάδα, που όρθωσαν το ανάστημά τους, που ήταν δίπλα σου και τούς περιφρονούσες, τούς χλεύαζες. Αυτοί οι χαμοζωήτες, στήν πένα του Παπαποστόλου ανεβαίνουν πολύ ψηλά εξωτερικεύοντας ένα κρυφό μεγαλείο, που μόνο η ματιά και η διαίσθηση του πλάστη τους ήξερε με πολύ αγάπη και τέχνη ν’ανακαλύπτει κι αναδεικνύει. Είναι μιά πνευματική παρακαταθήκη για τις σημερινές και αυριανές γενεές της πατρίδας μας. Η επίσημη καταξίωση του συγγραφέα των «Σταυραετών της λευτεριάς» έγινε με την τριπλή βράβευσή του από την Ακαδημία Αθηνών για τα λαογραφικό του: «ΜύθοιΘρύλοι-Παραδόσεις», «Λαο γραφικά της Εύβοιας», «Γλώσσα της Αιδηψού και της Ιστιαίας», επιβραβεύοντας έτσι τούς λογοτεχνικούς του μόχθους, κάνοντάς τον να νιώσει μιά κάποια δικαίωση για τον αγώνα του, τις αγωνίες του και τις αναζητήσεις τόυ. Τις λαογραφικές του αναζητήσεις τις συνέχισε, δημιουργώντας το απάνθισμα μύθων και θρύλων, που τιτλοφορείται: « Το κλειδί του Αιγαίου». Είναι κείμενα μεγάλης λογοτεχνικής αξίας, δοσμένα με αφηγηματική ζωντάνια, σφριγηλή γλώσσα, καθαρότητα συναισθημάτων και ιδεών, που φέρνουν ορθομέτωπη στο μικρό αναγνώστη την ελληνοσύνη των αιώνων. Ο Τάσος Παπαποστόλου μέσα από το σημαντικότατο έργο του, έργο πόνου, αγάπης, αγωνιστικότητας και Ελπίδας, βαθιά ανθρώπινο, ανέβηκε στίς κορυφές του όρους των Θεών. «Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος απ τη φύση του να μεγαλώνει και να «ψηλώνει» μόνος του, όσο θέλει, φτάνει να το Θέλει», φιλοσοφεί και συμβουλεύει ο κύρ-Τάσος, Και σίγουρα ο ίδιος πάλεψε και τράβηξεπολύ ψηλά: «Απιαστή:μου :η σκέψη• πέταξε: ψηλά»,••.. . .. :• έλεγε ακλουθώντας την κατά πόδας πρός τούς ασύλληπτους δρόμους της φαντασίας και της δημιουργικότητας, που ο καταλύτης χρόνος στάθηκε φραγμός κι ανέκοψε την πολυτάραχη πορεία του Τάσου Παπαποστόλου, σκοτεινιάζοντας ιο δείλι της Ι 8 Σεπτέμβρη την πιό φωτερή και σεπτή φυσιογνωμία που γέννησε ο τόπος μας, σβήνοντας για πάντα αυτό το μειλίχιο βλέμμα που συντροφευόταν απο ‘να γλυκύτατο χαμόγελο αληθινά αγίου αιθρώπου, ο οποίος στήν πρόσφατη ποιητική του συλλογή πρόβλεψε(;) το χαμό του: 4δέιά.η κσρδιά•μου άδεισηψυχή. χάθήκε η μστιά μου στάγρσφσ χαρτί! .Επτι λίγο-λίγό; •••άλλοδε.βαστώ σβ4νω αγαπήμένη .Η. ζητώντας μας Παράλληλα ν’αφήσουμε μισάνοτχτα τα παραθύρια της ψυχής μας και του νού μας, για να βρΓσκεται Πάντα σιμά μας και να μας καθοδηγεΓ και συντροφεύει. Ποιός, αλήθεια, Θα τολμούσε ν’αφήσει έξω την προσωποποΓηση της Ανθρωπιάς και του Μεγαλείου, και ν’αρνηΘεί την παράκληση αυτής της τόσο αγνής Ψυχής; (* Στό κείμενο όλα τ’αποσπάσματα είναι δάνεια από το έργο του Τ. Παπαποστόλου)
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου