ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

Στάχτη και Αίμα

Στάχτη και Αίμα
«Δω πέρα σταματούν τα μάτια από δυο σύννεφα...»
Γιώργου Παπαστάμου,
 Στάχτη και Αίμα, Χαλκίδα (Κωστόγιαννος) 1995
 Φυσικά για τους επισκέπτες που φτάνουν κάθε καλοκαίρι στην Αγία Άννα είναι πρακτικά αόρατη η τραγωδία του χωριού στα
χρόνια της Κατοχής, την ώρα μάλιστα που βρίσκονται ξαπλωμένοι στις ηλιόλουστες παραλίες ή εξοικειώνονται με τη λαϊκή αρχιτεκτονική του τόπου. Στο μέρος αυτό, όπως και σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, ο μεταπολεμικός κόσμος κρύβει πολύ καλά την καταγωγή του, τις ουλές από τις κατοχικές πληγές του.
Σαν και τούτη: όταν ο “υποστράτηγος” των ταγμάτων ασφαλείας στην Εύβοια Λιάκος επισκέφθηκε στις 19 Μαρτίου 1944 την Αγ. Άννα, αρκετοί ντόπιοι συμφώνησαν να πάρουν τα όπλα, σαν πολιτοφύλακες. για λογαριασμό του. Στο μεταξύ οι δυνάμεις του έκαψαν μια βιοτεχνία και τη βιβλιοθήκη της κωμόπολης, λεηλάτησαν το φαρμακείο και έκαναν αρκετές συλλήψεις προτού αποχωρήσουν. Λίγο καιρό αργότερα, η κωμόπολη είχε και άλλη μια επίσκεψη, από τους αντάρτες αυτή τη φορά, που τη περικύκλωσαν και επιτέθηκαν στο σχολείο όπου στρατωνίζονταν άνδρες του Λιάκου. Μετά από σύντομη μάχη, αυτοί και τρεις γερμανοί στρατιώτες που ήταν μαζί τους εκτελέστηκαν και τα οικογενειακά τους σπίτια κάηκαν (Μark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής, Αθήνα -Αλεξάνδρεια - 1944, 354-355). 0 Γιώργος Παπαστάμου, Αγιαννιώτης κι αυτός, έρχεται να θυμίσει τις στιγμές αυτές, εκείνες με το ματωμένο πρόσωπο, που χαρακτήρισαν τούτο τον αιώνα: αυτόν τον βάρβαρο, τον αποτρόπαιο και ακατανόητο αιώνα - τον εικοστό!» (Γ.Παπαστάμου, Τάσος Παπαποστόλου. Η Πνευματική οδοιπορία του συγγραφέα, Αθήνα 1995, 5). Με τριάντα διαχρονικά αντιπολεμικά διηγήματα που αποτελούν τη συλλογή «Στάχτη και Αίμα» και αναφέρονται στα μεγάλα εκείνα χρόνια, ταραγμένα και ηρωικά, της Κατοχής και της Αντίστασης. Παιδί που έζησε την τραγωδία, όπως εξελίχθηκε στα χωριά της βόρειας Εύβοιας, παρουσιάζει μια συνταραχτικά βιωμένη εμπειρία. Τα διηγήματα της συλλογής «Στάχτη και Αίμα» δεν αποτελούν κατηγορητήριο εναντίον κανενός εχθρού. Αντίθετα, πρόκειται για εξομολόγηση «εκ βαθέων» ενός ανθρώπου που θέλησε να μιλήσει με σπαραγμό για όσα έζησε η βασανισμένη γενιά του: αυτή που βίωσε, στα αθώα και εύπλαστα παιδικά της χρόνια, τη φρίκη. Δεν είναι, νομίζω, απλώς σημαντική η ομολογία του Ηλία Πετρόπουλου: «Δεν είμαι ιστορικός. Αν μίλησα για πτώματα το έκανα γιατί αυτά τα πτώματα δεν μ’ άφηναν να κοιμηθώ επί είκοσι χρόνια. Τώρα που γέρασα ηρέμησα λιγάκι. ΄Ηταν η πιο κατάλληλη στιγμή για να μιλήσω για τους σκοτωμένους που είδαν τα μάτια μου. Πολύ περισσότερο που, εγώ, δεν σκότωσα κανένα συνάνθρωπό μου» (Πτώματα, πτώματα, πτώματα..., Αθήνα (Νεφέλη) 1990, 76). Απ’ τις σελίδες του Γ. Παπαστάμου προβάλει η κατοχική εμπειρία στην ολότητά Της: Ο λιμός, η μαύρη αγορά, η αντίσταση της καθημερινής ζωής, το τέλος της ιταλικής παντοδυναμίας, οι σφαγές, οι εμπρησμοί, το ξερίζωμα απ’ την οικογενειακή εστία, τα αντίποινα και η τρομοκρατία, η σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση των Ελλήνων Εβραίων. Με μια φράση: «Η στάχτη και το αίμα» του λαού του. Μια κοινωνία πιασμένη μέσα σ’ ένα ολοκληρωτικό πόλεμο, γίνεται η ίδια το πεδίο της μάχης... Ο συγγραφέας διακριτικά δείχνει πως έζησαν ως τώρα - αν έζησαν - οι πρωταγωνιστές του κι ο ίδιος, μέσα σε μια περήφανη σιωπή, τον απέραντο πόνο εκείνων των καιρών. Σκιαγραφεί την πρωτόγνωρη εκείνη συμφορά στην Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, το θάνατο της ψυχής του ανθρώπου. Δεν είναι τυχαία τα λόγια του Φρεντερίκ, του ήρωα της διήγησης «Το γράμμα του Φρεντερίκ», ο οποίος υπηρέτησε στρατιώτης των «Αρχών Γερμανικής Κατοχής» (προφανώς) στην Εύβοια: «Τι απαίσιο πράγμα ο πόλεμος! Να είσαι υποχρεωμένος να φέρεσαι απάνθρωπα, σε ανθρώπους, που κι αν δε σε συμπαθούν, ωστόσο δε σου έχουν κάνει τίποτα. Και φορές, να έχεις επωμισθεί το θλιβερό καθήκον να τους σκοτώσεις» (64). Ο Παπαστάμου, ζώντας (εντός εισαγωγικών η μετοχή) στα «πέτρινα» χρόνια του Εμφύλιου στην οδό Μενεδήμου 40, διαβάζοντας, στα μέσα της εφηβείας του, «ποιήματα - διόλου καταναλώσιμη ύλη - νίκησε την άγρια φτώχεια και την αδυσώπητη ανάγκη των καιρών του. Κοίταζε πάντα το σφαγμένο ουρανό και τον περπάταγε σιωπηλά». Άνοιξε διάλογο μαζί του, μέσα απ’ τα «ποιήματα της τύρβης και του απόδειπνου», το «Βαλς της πεθαμένης», τον «Αριθμό 5104005». Φράσεις ολόκληρες απ’ τη «Στάχτη και Αίμα» θυμίζουν τα λόγια με τα οποία έκλεινε το ποίημα «Αγραφον» ο Άγγελος Σικελιανός (εμπνευσμένο από τα «Απόκρυφα» Ευαγγελικά Κείμενα: ο Χριστός μπροστά σε «ενός σκύλου το ψοφίμι» βλέπει, πέρα απ’ τη δυσοσμία της αποσύνθεσης, ένα σημάδι δικαιοσύνης και ελπίδας) που είναι φορτισμένα με μια συγκίνηση, την οποία εύκολα μπορούσε να συμμεριστεί ολόκληρος ο λαός. Ο Παπαστάμου με τη γνωστή συγγραφική ωριμότητα που διαθέτει, αποτέλεσμα της οποίας είναι και η εξισορρόπηση των δυνάμεών του, κατορθώνει την συναρπαστική αφήγηση ενταγμένη σε μια αφηγηματική δομή πιο σύνθετη και στέρεη από κείνη που συναντήσαμε αμέσως μετά τον πόλεμο: συναρπαστικές ή συγκινητικές καταθέσεις, καταγραφές τρομακτικών επεισοδίων, περιγραφές ωμές που όμως δεν έτυχαν την ένταξή τους σε θεμελιακή αφηγηματική δομή. Άλλωστε, πιστεύω στα λόγια του Μario Miller: «Αν λέγοντας “αντιστασιακή λογοτεχνία” εννοούμε την αντίσταση που πραγματοποιήθηκε με παράλληλα μέσα ως παράλληλη ενέργεια με την ένοπλη αντίσταση του πληθυσμού, παράλληλη δράση δεν υπήρξε, τουλάχιστον όσον αφορά την αφηγηματογραφία. Η συμπεριφορά της ποίησης στάθηκε πιο δραστήρια» (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα (Οδυσσέας) 1989, 418). Για τη μετουσίωση της άμεσης μνήμης, της στάχτης και του αίματος, εργάστηκε ο Γιώργος Παπαστάμου. Για να μη φαντάζουν στη συνείδηση των παιδιών και των νέων, εξωτικά (ή ανιαρά) κεφάλαια της νεότερης ιστορίας του τόπου, προς αποστήθιση. Δεν είναι άλλωστε τραγική η αλήθεια πως σε εντυπωσιακά λίγο χρόνο η Κατοχή έχει καταλήξει να φαντάζει ελαφρώς αρχαία στα μάτια της νέας γενιάς, μάλλον άσχετη με τις δικές τους έγνοιες; Στη σκέψη μου θα μείνει το μοιρολόι της γυναίκας στην πλατεία της Κηρίνθου όπως αποτυπώνεται στο «Ο ανώνυμος πόνος και το ακέφαλο σώμα». Μαζί με κείνους τους στίχους απ’ το δημοτικό τραγούδι: «Τι στέκεστε, ορφανά παιδιά, σαν ξένοι, σα διαβάτες(.. .)/ και δεν τρέχουν τα μάτια σας σα σιγαλό ποτάμι,! τα δάκρυα λίμνη θα γενούν, να βγει μια κρύα βρύση,/ για να νιφτούν οι άνιφτοι, να πιούν οι διψασμένοι».

Δεν υπάρχουν σχόλια: