{Αυτή η ενότητα, που αποτελεί μέρος του λήμματος ‘‘Χαλκίδα, πρωτοταξιώτισσα στο μύθο της ζωής’’, είναι μια περιδιάβαση στη μακραίωνη ναυτική πορεία των Εύβοιας και κυρίως της Χαλκίδας, καθώς και μια σύντομη αναφορά σε καίρια – για την ιστορία του τόπου – ναυτικά ή άλλα γεγονότα που συνέβησαν στον ευβοϊκό χώρο.}
Βαθύχρονη και καλίπλευστη η ευβοϊκή–χαλκιδική ποντοπορία. Mια ρότα καλή και ακμαία, που για αιώνες και αιώνες κρατούσε ανθηρή και άλκιμη σε όλα τα μήκη και πλάτη των θαλασσών τής Μεσογείου.
Προφανής σκοπός ετούτου του τόσο ελκυστικού – μα και ιδιαίτερα επικίνδυνου εγχειρήματος – ήταν η προώθηση των εμπορικών δραστηριοτήτων, που πολλές φορές συνοδευόταν και από τη δημιουργία εμπορείων (εμπορικών σταθμών), πολισμάτων ή καλοοργανωμένων πόλεων. Συνάμα, καλλιεργούνταν η γνώση, ο πολιτισμός, η συναλληλία των λαών ετούτης της θάλασσας των αίνων και του μυστηρίου.
Λαοί και λαοί πορεύτηκαν στις δροσερές της ράχες. Άλλοι συνεχίζουν να χαίρονται τη ζωφόρο της αύρα, μα άλλοι καταποντίστηκαν προ πολλού στα ερεβώδη βάθη της ή τα άγρια του – αδυσώπητου – χρόνου πελάγη.
Κατά την πρωταυγή του ιστορικού γίγνεσθαι αναφέρεται πως οι ναυτόβιοι Κουρήτες της θαλασσοκράτειρας τότε Μινωικής Κρήτης, είχαν εγκατασταθεί και κυριαρχήσει στον ευβοϊκό χώρο και ειδικότερα στο έδαφος της Καρυστίας. Αυτό συνέβη γύρω στο 1700 π.Χ. και έληξε με τον τρομαχτικό σεισμό και την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης στα 1580 π.Χ., που έπληξε ανεπανόρθωτα τον αιγαϊκό πολιτισμό των Μινωιτών.
Μια άλλη ναυτοκρατούσα δύναμη της αρχαιότητας, οι Φοίνικες του Λιβάνου, είχαν δημιουργήσει εμπορικό σταθμό στις όχθες του Ευρίπου για την εκμετάλλευση του πορφυρούχου κοχυλιού του Ευβοϊκού κόλπου, με τη χρωστική ουσία του οποίου έβαφαν βαθυκόκκινα τα ρούχα των αρχόντων τους. Συγχρόνως, φαίνεται πως καταπιάνονταν και με χαλκουργικές ενασχολήσεις, καθώς και με το εμπόριο του ηφαιστειογενούς πετρώματος οψιανός της Μήλου, που χρησίμευε στην κατασκευή εργαλείων και όπλων. Μάλιστα, αρχαία παράδοση αναφέρει πως «ο Κάδμος πέρασε με Φοίνικες στην Εύβοια το 1450 π. Χ. και έχτισε τη Χαλκίδα». {Επ. Βρανόπουλος, ‘‘Ιστορία της Εύβοιας’’, σελ.22} Ένας άλλος ιστορικός, ο Ν. Φιλιππόπουλος, διατείνεται πως: «Και εις την ναυτιλίαν και εις το εμπόριον οι Έλληνες εμιμήθησαν τους Φοίνικας και υπερέβαλλον αυτούς», ενώ ο αρχαιολόγος Σπύρος Μαρινάτος εκτιμά πως: «Η περίοδος 1100-814 π.Χ. είναι ο χρόνος της κυριαρχίας των Φοινίκων εις τας ελληνικάς θάλασσας».
Για το ζήτημα όμως του ποιος από τους τρεις προαναφερθέντες πρωτόδρασε εμποροναυτιλιακά στον ευβοϊκό χώρο, έχοντάς τον μάλιστα και ως ορμητήριό του για τις ποικίλες δραστηριότητές τους, πραρουσιάζεται με διαφορετικό τρόπο από ορισμένους ιστορικούς, αναλόγως με την προσέγγιση που κάνουν επί του θέματος. Αυτό συμβαίνει καθώς στερούμαστε γραπτών πηγών από εκείνη τη βαθύσκια εποχή, οι οποίες θα φώτιζαν την εικόνα των γεγονότων. Έτσι, στηριζόμενοι στα όποια αρχαιολογικά ευρήματα της εποχής, με τη δική τους, βέβαια, οπτική και μέσα από την αρεστή τους ιστορική μέθοδο οι μελετητές καταλήγουν στα προσωπικά τους συμπεράσματα. Έτσι, βλέπουμε την Ελβετή αρχαιολόγο IngridR. Metzger του πανεπιστημίου Freiburg της Ελβετίας στο σύγγραμμά της ‘‘Στα ίχνη του Ελληνισμού στον Αλπικό χώρο’’, να υποστηρίζει εμφαντικά: «Οι αρχαιότερες αποικίες στη Δύση – όπως κι εκείνες στην Ανατολή – ιδρύθηκαν από Ευβοείς και μάλιστα στις τοποθεσίες εκείνες όπου, 1600 χρόνια π.Χ., Κρήτες και Μυκηναίοι είχαν εγκαταστήσει δικούς τους εμπορικούς σταθμούς».
Mε βεβαιότητα, πάντως, και κοινά αποδεκτό είναι το γεγονός πως το θαλάσσιο εμπόριο μεταξύ ευβοϊκού χώρου και Κυκλάδων (όπου βρίσκεται και η Μήλος) γινόταν ήδη από την προϊστορική περίοδο, της εποχής του Λίθου. Πράγμα που πιστοποιείται από τους λιθοσωρούς – κατεργασμένου ή ακατέργαστου – οψιανού, που έχουν βρεθεί στην περιοχή της Μάνικας, της Νέας Αρτάκης, του Πόρτο Μπούφαλο, του Αλιβερίου και αλλού. Αυτό σημαίνει πως οι άνθρωποι της Προϊστορικής εποχής διέθεταν την τεχνογνωσία κατασκευής πλοιαρίων ικανών να πορεύονται με σχετική ασφάλεια μες στου Ευβοϊκού τις στράτες και τη δυσκολοδιάβατη θάλασσα του Αιγαίου.
Πρωτεύουσα θέση σ’ αυτήν την ενάλια πορεία των Ευβοέων φαίνεται να έχουν η Μάνικα, η Κύμη, η Ερέτρια, το Λευκαντί, η Κάρυστος, τα Στύρα. Ο ιστορικός Επαμεινώνδας Βρανόπουλος την ορίζει προς τα τέλη της Νεολιθικής εποχής, καθώς εκείνης της περιόδου είναι και τα δύο χρυσά κύπελα των μικρασιατικών εργαστηρίων από τη Μακρυκάπα (που φυλάσσονται στο Μουσείο Μπενάκη) και οι δύο αργυρές φιάλες (που βρίσκονται στη Νέα Υόρκη). Στη Μάνικα της Χαλκίδας (τη μεγαλύτερη ως σήμερα ευρεθείσα στον ευρωπαϊκό χώρο προϊστορική πόλη, της περιόδου 2600 έως 2000 π. Χ.) το εμπόριο και η επεξεργασία οψιανού ανθούσε εκείνη τη μακρινή εποχή. Εκεί, στο Αλιβέρι και στο Πόρτο Μπούφαλο του Αργυρώ (Βήρα Καρυστίας), υπάρχουν τα πλουσιότερα αποθέματα οψιανού στον ευβοϊκό χώρο. Αυτό δείχνει τις στενές θαλάσσιες επαφές των Ευβοέων με τα νησιά του Αιγαίου και την ηλιόχαρη γη των μικρασιάτικων παραλίων πριν από – τουλάχιστο – τεσσεράμισι χιλιάδες χρόνια, η οποία μάλιστα – παρά τις όποιες μεταπτώσεις της – φαίνεται να ήταν συνεχής.
Η ποντοπόρα δράση των Ευβοέων σταδιακά επεκτείνεται και πέραν του αιγαιακού χώρου. Αυτό πιστοποιείται και από τη συμμετοχή του Κάνθου από την ‘‘έφαλο – την παραλιακή Κήρινθο’’ της περιοχής Μαντουδίου στην αργοναυτική εκστρατεία για τη μακρινή Κολχίδα των ανατολικών παραλίων του Εύξεινου Πόντου. Ο Κάνθος ήταν γιος του Κάνηθου και εγγονός του Άβαντα, του ηγέτη της φυλής των Αβάντων που εγκαταστάθηκαν στον ευβοϊκό χώρο γύρω στο 1600 π. Χ.
Η ισχυρή ναυτική πορεία και παράδοση των Ευβοέων στις επόμενες περιόδους πιστοποιείται και από τον Όμηρο, ο οποίος στη Β΄ Ραψωδία της Ιλιάδας του (στίχοι 536-544) πιστοποιεί πως:
«Και τους ανδρείους Άβαντες κατοίκους της Ευβοίας/ από Χαλκίδ’ Ερέτριαν και από την σταφυλοφόραν/ Ιστιαίαν και Κήρινθον ακρόγιαλην και ακόμη/ από το Δίον το ψηλόν, την Κάρυστον και Στύρα/ τους διοικούσε ο φοβερός στην μάχην Ελεφήνωρ/ Χαλκωδοντιάδης αρχηγός των ψυχερών Αβάντων./ Γοργόποδες με τα μαλλιά στις πλάτες απλωμένα,/ λογχιστές ήσαν πρόθυμοι με τα μακριά κοντάρια/ στα στήθη επάνω των εχθρών τους θώρακες να σπάσουν/ και αυτόν σαράντα ολόμαυρα καράβια ακολουθούσαν.», σύμφωνα με τη μετάφραση του ποιητή Ιωάννη Πολυλά.
Εδώ βλέπουμε, σ’ αυτό το χωρίο του ο μέγιστος – και δάσκαλος – πάντων των ποιητών (όλων των αιώνων) Όμηρος, να μνημονεύει τις ευβοϊκές πόλεις που συμμετείχαν στην πορεία τωνΑχαιών κατά της Τροίας με ορμητήριο τους λιμένες της ναυσίφιλης Αυλίδας και τον αριθμό των πλοίων που πορεύτηκαν προς τη χαρίεσσα θάλασσα του Ελησπόντου. Μα και σαν θέλησαν αργότερα, μας λέει, ασφάλεια να ζητήσουν, στο Γεραιστό σιμά του Καφηρέα της Κάρυστου – που στον πόλεμο αυτό ηγέτη της το Ναύπλιο, του Παλαμήδη τον πατέρα είχε – εκεί κατέφυγαν, αφού πορεύτηκαν στις θάλασσες, το «πέλαγος (το) μέγα (Αιγαίο) μετρήσαντες (για μέρες)».
Τα κοσμοϊστορικά της Τροίας γεγονότα εκτιμάται πως – κατά τον Blegen – συνέβησαν κατά το 1260 π.Χ., ενώ σύμφωνα με τον Glotz η αρχή του τρωικού πολέμου ανάγεται στα 1280 π.Χ. {Νικολάου Φιλιππόπουλου, ‘‘Ιστορία της Εύβοιας’’, σελ 17}. Ο αρχαίος Έλληνας μαθηματικός Ερατοσθένης σημειώνει πως αυτά τα γεγονότα (που ξεκίνησαν με τη συγκέντρωση στα στενά του Ευρίπου των 1186 ελληνικών πλοίων και την πολυήμερη άπλοια αυτών των καραβιών, καθώς – όπως σημειώνει ο καθηγητής Βασ. Βισβίνης στο σύγγραμμά του ‘‘Η πετρήεσσα και η σημερινή Αυλίδα’’ –φυσούσαν «σφοδροί, αντίθετοι άνεμοι, που πεισματικά τα έσπρωχναν προς την ακτή της Αυλίδας, μη αφήνοντάς τα να πλεύσουν μήτε με ιστία μήτε με κουπιά»), συνέβησαν κατά τη δεκαετία 1193-1184 π.Χ.
Κατά τις επόμενες δεκαετίες με το τέλος της μυκηναϊκής εποχής σημειώνεται μια κατακόρυφη πτώση της δύναμης της Χαλκίδας. «Ο τόπος ερημώνεται. Η ναυτική βάση (των Χαλκιδέων) στο ακρωτήρι της Κακής Κεφαλής εγκαταλείπεται, καθώς και οι οικισμοί της Παναγίτσας (Μάνικα, κ.ά.) και της Βρωμούσας, με επακόλουθο την εγκατάλειψη και τον πολιτιστικό μαρασμό, φαινόμενα» αυτής της περιόδου σ’ όλον τον ελλαδικό χώρο. {Γιάγκος Τσαούσης, ‘‘Ευβοϊκή Εγκυκλοπαίδεια’’, λήμμα ‘‘Χαλκίδα’’, σελ. 1644)
Λίγα χρόνια αργότερα (ανάμεσα στο 1050 έως 750 π. Χ.) η Χαλκίδα, ανασταίνεται. Βρισκόμαστε στη Γεωμετρική και Αρχαϊκή εποχή , κατά τις οποίες οι οικισμοί του παρευρίπειου πεδίου συνενώνονται, σχηματίζοντας μία ενιαία πόλη με καθαρά ναυτική μορφή και κατεύθυνση. Κέντρο της το ιερό της Αρέθουσας, όπου αρέθουν (αναβλύζουν) νερά δροσερά και καθάρια. Στον ίδιο χώρο σήμερα ξεπροβάλλει δρεπανηφόρο το κτιριακό τερατούργημα. των υπεραστικών συγκοινωνιών του νησιού, κραδαίνοντας τη ρομφαία της νοελληνικής ύβρεως και αποϊερώσεως του καλλίεπου ελληνικού μεγαλείου της αρχαίας εποχής!...
Αυτή η σημαντικότατη γεωγραφική θέση της Χαλκίδας σε συνάρτηση με ανήσυχο, μεθοδικό και ακάματο φρόνημα των κατοίκων της, την αναδεικνύει σε πρωτεύουσα δύναμη του νησιού και, ως έναν βαθμό, του μεγαλύτερου τμήματος των θαλάσσιων δρόμων της Μεσογείου. Είναι η εποχή της μέγιστης ακμής της Χαλκίδας, μα και άλλων ευβοϊκών πόλεων.
Εκείνη την εποχή, «έχει αναπτύξει αξιόλογες εμπορικές σχέσεις με τις χώρες της Δύσης και της Ανατολής», προωθώντας τα προϊόντα της ευβοϊκής γης και των προηγμένων εργαστηρίων της πόλης, μα και του Λευκαντίου, σε όλους αυτούς τους μακρινούς τόπους. Κυριότερα εργαστήριά τους ήταν αυτά της: αγγειοπλαστικής, ξυλουργίας, υφαντικής, βυρσοδεψίας και μεταλλοτεχνίας.
«Έτσι, είναι βέβαιο, πώς πέραν των γαιοκτημόνων θα υπήρχε και ισχυρή τάξη εμπόρων και ναυτικών, όπως άλλωστε επιβεβαιώνει και η πρώιμη ακμή της ναυτιλίας της. Στην Ερέτρια (τότε) επικρατεί το αριστοκρατικό γένος των ‘‘Αειναυτών’’, γεγονός ενδεικτικό της ακμής της ναυτιλίας της.» {Επ. Βρανόπουλος, ‘‘Ιστορία της Εύβοιας’’, σελ. 25}
Τη ναυτική παράδοση των – αεί, δηλαδή των πάντα, ναυτών – Ερετριέων μπορούμε να τη συμπεράνουμε και από την ετυμολογία της λέξεως Ερέτρια, η οποία προέρχεται από το ρήμα ερέσσω, που σημαίνει κωπηλατώ. Αυτό φανερώνει πως η πόλη και το κρατίδιο της Ερέτριας (που ίσως τότε να είχε ως κέντρο του τον οικισμό της Ξηρόπολης του Λευκαντίου στο Βασιλικό), θα φημιζόταν στο ναυτιλιακό κόσμο για την αξιοσύνη των κωπηλατών ναυτικών των πλοίων της.
Κατά την ίδια περίοδο η Χαλκίδα αποκαλούνταν ‘‘Ναυσικλειτής’’, καθώς αναγνωριζόταν από εχθρούς και φίλους της η πρωτοκαθεδρία της στα ναυτικά πράγματα της εποχής σ’ όλες τους ενάλιους εμπορικούς δρόμους του τότε γνωστού κόσμου.
Αυτή η ναυτική και εμπορευματική ισχυροσύνη της Χαλκίδας, η οποία πλέον αναπτύσσεται ως πόλη πέριξ του ιερού της Αρέθουσας (μεταξύ των όρμων – φυσικών και υπήνεμων λιμένων – του Αγίου Στεφάνου και της Λιανής Άμμου, από τους οποίους ελέγχει και κατευθύνει τη ναυσιπλοΐα όλου του Ευβοϊκού κόλπου και της πέραν αυτού πορείας των πλοίων), θα της δώσει τα φτερά της εποικιστικής της εξόδου προς τα νησιά των Σποράδων και στη συνέχεια προς τη Σιθωνία (μεσαίο πόδι) της Χαλκιδικής, όπου ιδρύει (μεταξύ των ετών 775 και 735 π. Χ.) τριάντα αποικιακά κέντρα με κυριότερο αυτό της Ολύνθου. Από αυτό το γεγονός φαίνεται πως στη Χαλκίδα προσδόθηκε και το έτερο προσωνύμιό της, αυτό της ‘‘Αρχηγέτιδος’’, που μοιραζόταν με τη θεόμορφη κόρη της Νηρηίδας Αρέθουσας.
Αρωγοί τους σ’ ετούτο το αργηγικό εγχείρημα της ηγέτιδας στο ναυτιλιακό και εποικιστικό άπλωμα Χαλκίδας, ήταν και οι κάτοικοι του Ελύμνιου (σημερινή Λίμνη), που ιδρύουν τις Κλεωνές στον Άθω, καθώς και της παρακείμενης σ’ αυτό πόλης των Αιγών. Πράγμα, που ήταν φυσικό να συμβεί, καθώς η πορεία των Ευβοέων προς το Βόρειο Αιγαίο γινόταν μέσα από τον καλλίπλευστο Βόρειο Ευβοϊκό κόλπο και στη συνέχεια σύρριζα των παραλίων της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Έτσι, η συμμαχική πορεία της Χαλκίδας με αυτές τις κραταιές εκείνη την περίοδο βορειοευβοϊκές πόλεις ήταν – τουλάχιστο – αναγκαία για την απρόσκοπτη πορεία τους προς το βορρά.
Έχοντας εδραιωθεί οι Χαλκιδείς στη χαλκιδική χερσόνησσο (στην οποία έδωσαν και το όνομά τους) και συνάμα συμμαχήσει με την άλλη μεγάλη ναυτική δύναμη του ευβοϊκού χώρου, την «Κύμη, την πέμπτη (κατά το Στέφανο Βυζάντιο, πόλη) της Ευβοίας» των ανατολικών ακτών του νησιού, μπορούν πλέον να επεκταθούν εποικιστικά και προς τα μικρασιάτικα παράλια, ιδρύοντας εκεί – κατά τα προομηρικά χρόνια – την αιολική Κύμη.
Επόμενος σταθμός των Ευβοέων στο παράκτιο βοριοδυτικό άκρο της Ασίας ήταν η εγκατάστασή τους και στη χερσόνησσο της Κριμαίας (στα νότια του ρωσικού εδάφους), ιδρύοντας την πόλη Ποντικάπαιον και Φαναγόρεια.
Όμως, δε σταματούν εκεί. Κατευθύνονται προς την Κύπρο και την καρδιά της Φοινίκης, συναλλάσονται εμπορικά και ιδρύουν εμπορεία. Αυτό αποδεικνύεται από τα ευβοϊκά αγγεία και τα άλλα αρχαιολογικά ευρήματα στην Αλμίρα της Συρίας (από το 825 περίπου π.Χ.), μα και στην ‘‘Αχαιών Ακτή’’, την Κύπρο.
Ακολούθως, και προ του 700 π.Χ., οι Ευβοείς ιδρύουν στην ίδια περιοχή τις πόλεις Ποσίδειον (σημερινή Αλμίρα) και Αντάραδο και αργότερα άλλες στα εδάφη της Συρίας, της Παλαιστίνης και του Λιβάνου. Κυριότερη ευβοϊκή πόλη της περιοχής η Χαλκίδα του Λιβάνου. Αυτή στα ρωμαϊκά χρόνια φαίνεται να ήταν το κέντρο του ‘‘Κράτους της Χαλκίδας’’, «το οποίο χάρισε το 36 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Αντώνιος στη βασίλισσα Κλεοπάτρα της Αιγύπτου, που οδήγησε στη γνωστή ρήξη ανάμεσα στον Οκταβιανό και τον Αύγουστο», για να ολοκληρωθεί με τον καταποντισμό του στόλου του Αντωνίου στο Άκτιο της Πρέβεζας το 31 π.Χ., όπου οι Ευβοείς συμπολέμησαν με τις δυνάμεις του Αντωνίου. Αποτέλεσμα της ήττας του Αντωνίου ήταν το τέλος το οικτρότατο της θεόμορφης βασίλισσας της χώρας των Πτολεμαίων Κλεοπάτρας και μαζί της πάμφωτης Ελληνιστικής εποχής του οικουμενικού ελληνικού κόσμου.
Επόμενος – πρόσκαιρος – σταθμός των Ευβοέων είναι η Κέρκυρα και οι απέναντι ιλλυρικές ακτές (σημερινή Αλβανία). Αυτά συμβαίνουν στα προ του 750 π.Χ. έτη και σύμφωνα με τα ομηρικά έπη κατά τα χρόνια της επιστροφής των θαλασσόλυκων Ευβοέων από τον τρωικό πόλεμο.
Το ανήσυχο και πάντα δημιουργικό, φιλέρευνο και ποντοπόρο πνεύμα τους τους στέφει οριστικά προς τις παράκτιες περιοχές της Δύσης, τους εγκαθιστά στην πλούσια ιταλική χερσόνησσο, με την οποία ήδη συναλλάσσονται από αιώνες πριν, και τους επιτρέπει να ασκούν τις εμπορικές δραστηριότητες ως τον ορεινό όγκο των Άλπεων.
Γνωστό είναι πως ήδη από τα μηκυναϊκά χρόνια Χαλκιδείς και Ερετριείς διαθέτουν εμπορείο στις Πιθηκούσες, (την πόλη των πίθων, πιθαριών), που όμως ως οργανωμένη πόλη αναπτύσσεται από τους ίδιους Ευβοείς μερικούς αιώνες αργότερα . Αυτό συμβαίνει στα 770 π.Χ..
Μάλιστα, κατά μία εκδοχή θεωρούνται και ανάδοχοι της ονομασίας της Αιωνίας Πόλης, της Ρώμης, οικιστές της οποίας πιστεύεται πως ήταν οι ρωμαλαίοι νεαροί Έλληνες Ρώμος και Ρωμίλος, που ανδρώθηκαν από το σιδερόγαλα μιας λύκαινας μητέρας!... Η πόλη ετούτη κρατώντας στο Καπιτώλιο φυλακτό της ακριβό της Κυμαίας Σίβυλλας τους σοφοτάτους νόμους, πάντα – κατά τις αρχαίες, τουλάχιστο, εποχές – τους Ευβοείς τιμούσε!
Χρόνους μετά (στα 775 ως το 750 π.Χ.) σιμά της συνιδρύεται από τους ναυκρατείς Κυμαίους και Χαλκιδείς η ιταλική Κύμη. Ηγέτες τους, οικιστές, όπως λέγονταν τότε : ο Ιπποκλής από την Κύμη και ο Μεγασθένης από τη Χαλκίδα.
Ετούτοι οι Ευβοείς έποικοι θα προσφέρουν στους κατοίκους της ιταλικής χερσονήσσου – και κατ’ επέκταση σε όλο το δυτικό κόσμο – το δικό τους αλφάβητο, το επονομαζόμενο χαλκιδικό, το οποίο περιέχει: κάποια σύμβολα προερχόμενα από το φοινικικό γραφικό σύστημα, τα φωνήντα των Ελλήνων και οκτώ αμιγώς ευβοϊκά γραφικά σύμβολα, τα: C, D, F, L, P, R, S, X.
Άλλες ευβοϊκές αποικίες στον ιταλικό νότο (τη Mεγάλη Ελλάδα) ήταν και οι: Νεάπολη, Καπρέα, Πανδάτειρα, Ρήγιο (στα στενά της Σκύλλας και της Χάρυβδης), Ζάγκλη, Ταυρομένιο, Νάξος, Κατάνη, Εύβοια, Καλλίπολις, Λεοντίνοι, κ. ά.
Η αυξανόμενη ποντοπορική, εμποροναυτιλιακή και οικιστική εξάπλωση των Ευβοέων του 9ου και 8ου π.Χ. αιώνα θα κατασταλεί όχι από κάποια εξωτερική δύναμη, μα από το διαιώνιο σαράκι της φυλής: τη διχόνοια και τον εμφύλιο αλληλοσπαραγμό. Ερέτρια και Χαλκίδα φιλονικούν για το καρπερό Ληλάντιο Πεδίο και την καθηγεσία της ποντοπορίας, της κυριαρχίας δηλ. του πόντου, όπως τότε η θάλασσα αποκαλούνταν. Φιλονικία, γνωστή ως Ληλαντιακός πόλεμος, που κράτησε 100 περίπου χρόνια, έφερε την κατάπτωση της δυνάμεως αυτών των ένδοξων πόλεων και κυρίως της Χαλκίδας, καθώς – φαίνεται – πως η Ερέτρια για ένα σημαντικό διάστημα γίνεται κυρίαρχη στο νοτιοκεντρικό ευβοϊκό χώρο και, τουλάχιστο, στο μεγαλύτερο τμήμα των Βόρειων Κυκλάδων.
Σταδιακά, όμως, ισχυροποιείται η πόλη των Αθηνών, η οποία τιμωρεί τους Ευβοείς που πολεμούν (το 506 π.Χ.) εναντίον της στο πλευρό των Πελοπονησσίων, με την προοπτική να πληγεί η δημοκρατία του Κλεισθένη και η αυξανόμενη ναυτιλιακή της δύναμη. Τους κατανικούν, λοιπόν, εγκαθιστούν 4.000 κληρούχους στην εύφορη πεδιάδα του Λήλαντα ποταμού και σταδιακά κυριαρχούν στους ναυτιλιακούς και εμπορικούς δρόμους της εποχής.
Η κατάπτωση της δυνάμεως των ευβοϊκών πόλεων είναι τόσο μεγάλη, που λίγα χρόνια μετά κατά τον κοινό αγώνα των Ελλήνων ενάντια στην επιδρομή των βαρβάρων της Ανατολής (480 π.Χ.), δε διαθέτουν καθόλου στόλο. Για τούτο, οι Χαλκιδείς υποχρεώνονται να δανειστούν 20 πλοία των Αθηναίων, τα οποία επανδρώνουν με δικά τους πληρώματα. Την ίδια στιγμή στις περιώνυμες ναυμαχίες του Αρτεμισίου και της Σαλαμίνας οι Ερετριείς συμμετέχουν με 7 δικά τους πλοία και οι Στυρείς με 2.
Χρόνια μετά, το 446 π.Χ. το αριστοκρατικό γένος των Ιπποβοτών της Χαλκίδας επαναστατεί κατά των κυριάρχων Αθηναίων. Αυτοί με ηγέτη τους το λαμπροφόρο Περικλή εκστρατεύουν κατά Χαλκίδας. Διαθέτουν 50 τριήρεις και 5.000 οπλίτες. Η νίκη τους είναι περιφανής και καταλυτική.
Ο εμφύλιος σπαραγμός των Ελλήνων στα αρχαία χρόνια θα ενταθεί κατά το λεγόμενο Πελοπονησσιακό πόλεμο(431-404 π.Χ.). Οι Ευβοείς άλλοτε θα κλείνουν προς το μέρος των Αθηναίων και άλλοτε προς αυτό των Λακεδαιμονίων. Οι συγκρούσεις απλώνονται σε όλα τα μήκη και πλάτη του ελλαδικού χώρου. Ακόμη και στα εδάφη των αποικιακών κτίσεων.
Για χάρη των Λεοντίνων, τις επεκτατικές βλέψεις των Αθηναίων και προς τη Δύση, καθώς και την επιθυμία εμπλοκής τους στις εμφύλιες διαμάχες των αποίκων της Μεγάλης Ελλάδας έγινε η συγκλονιστική εκστρατεία του αθηναϊκού στόλου στη σικελική χώρα το 416 π.Χ.. Αποτέλεσμα αυτού του στρατιωτικού εγχειρήματος ήταν η πανωλεθρία της θαλασσοκράτειρας πόλης των Αθηνών και η συνακόλουθη κατάπτωσή της .
Οι αιώνες που ακολουθούν τη μεγάλη εποικιστική εξόρμηση των Ευβοέων στη Δύση κατά τα πρωτοϊστορικά χρόνια, είναι περίοδος ακμής και για τις νεοϊδρυθείσες πόλεις, αλλά και τη μητροπολιτική ποντοπόρα χώρα των Ευβοέων, οι οποίοι όλο και επεκτείνουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες, προωθούμενοι ως τις Άλπεις και, ίσως, στο νότιο τμήμα της Γερμανίας. Αψευδής , προς ετούτο, μάρτυρας τα αρχαιολογικά ευρήματα. Ανάμεσά τους: επιγραφές με σύμβολα του χαλκιδικού αλβαβήτου, ένα αγγείο (κρατήρας) του 8ου π.Χ. αιώνα στη νεκρόπολη Vulci της Ετρουρίας, «με διάκοσμο από την Εύβοια, που περιλαμβάνει ζώνες με γεωμετρικά σχήματα και ένα πτηνό» και άλλα αντικείμενα. {IngridR. Metzger, ‘‘Στα ίχνη του Ελληνισμού στον Αλπικό χώρο’’, σελ. 11}
Η αμφίδρομη εμποροναυτική συναλλαγή της Μητρόπολης και των τέκνων της είναι συνεχής και ανέσπερη. Αυτά καλώς κρατούν ως την εποχή, τουλάχιστο, της εμφύλιας διαπάλης Ερετριέων και Χαλκιδέων, για την οποία έγινε μια συνοπτική αναφορά προηγουμένως. Στα επόμενα χρόνια μειώνεται – και τελικά σβήνει – η δύναμή της. Αιτία η ρωμαϊκή κατάκτηση της Χαλκίδας, που έφερε το ξεθεμελίωμά της και την αρπαγή των πολυάριθμων και πολύτιμων θησαυρών της (στα 200 π.Χ.) και στη συνέχεια την υποδούλωσή της (λίγο μετά την υποταγή των Αθηνών το 86 π.Χ.) από τις ορδές του Ρωμαίου Σύλλα, οι οποίες κατανίκησαν τα στρατεύματα του Ελληνοπόντιου βασιλιά Μιθριδάτη, που είχαν δημιουργήσει μεγάλη ναυτική και στρατιωτική βάση στον Εύριπο και από εκεί – με στόχο την εκδίωξη των Ιταλιωτών από τα ελληνικά εδάφη – εφορμούσαν κατά των σιδερόφρακτων ρωμαϊκών λεγεώνων.
Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο σταδιακά η Χαλκίδα αναπλάθεται με βάση τα δικά τους πρότυπα. Αψευδής μάρτυρας το εναπομείναν ρωμαϊκό υδραγωγείο και άλλα λείψανα της περιόδου.
Η βυζαντινή περίοδος βρίσκει τη Χαλκίδα αναπτυσσόμενη γύρω από το στενό του Ευρίπου. Γεγονός που της δίνει άλλη αξία και άλλη διάσταση στην οικιστική και εμποροναυτιλιακή της ανάπτυξη. Τα ναυπηγεία της κατασκευάζουν ποικίλα είδη πλοιαρίων ή πλοίων. Μεταξύ αυτών και δρόμωνες, τους οποίοι καταλήγουν στο βυζαντινό στόλο.
Στο διάστημα 700 έως 970 μ.Χ. οι Σαρακηνοί πειρατές ερημώνουν και τους παράλιους τόπους των ανατολικών ακτών της Εύβοιας, αλλά και του ευβοϊκού κόλπου. Επίσης, ο Άραβας εμίρης της Ταρσού Οσμάν με 30 γαλέρες επιτίθεται το 880 μ.Χ. κατά της Χαλκίδας, χωρίς όμως αποτέλεσμα, καθώς αποκρούεται από τις δυνάμεις του στρατηγού του θέματος της Ελλάδας Οινιάτη. {Ν. Φιλιππόπουλος, σελ. 40}
Δυο αιώνες αργότερα, στα 1070 μ.Χ., παραχωρούνται από τους Βυζαντινούς ειδικά εμποροναυτιλιακά προνόμια στους Ενετούς για τα λιμάνια της ευβοϊκής χώρας. Αυτό γίνεται σε αντάλλαγμα της βοήθειας που παρείχαν εκείνοι προς τα στρατεύματα του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού κατά τη ναυμαχία του Δυρραχίου εναντίον των Νορμανδών.
Ο δουρειοϊππισμός των Ενετών και των άλλων Φράγκων, που είχαν εγκατασταθεί στις βυζαντινές κτίσεις μέσα από τα εμποροναυτιλιακά προνόμια που τους παραχώρησαν οι Βυζαντινοί, οδήγησε τα πράγματα ως την κατάληψη της Βασιλίδας των Πόλεων (το 1204 μ.Χ.) και τη συνακόλουθη υποδούλωση εδαφών και εδαφών της άλλοτε κραταιάς αυτοκρατορίας. Αυτήν την τύχη είχε και η Εύβοια, της Χαλκίδας μη εξαιρουμένης, στα 1205 μ.Χ. Στον Εύριπο (το Νεγκρεπόντε κατ’ αυτούς) κτίζουν πύργους και κάστρο, εγκαθιστούν μεγάλη ναυτική δύναμη, οργανώνουν το δεύτερο μεγαλύτερο ναύσταυθμό τους για την Ανατολική Μεσόγειο, και από εκεί ελέγχουν όλο το Αιγαίο, κάνοντας πράξη το αρχαίο ρητό: «Ευβοίας άρχεις, Ελλάδος άρχεις.», δηλαδή εάν της Εύβοιας κυρίαρχος είσαι, θα είσαι και της Ελλάδας όλης ο αφέντης.
Εξήντα χρόνια μετά την εγκατάσταση των Ενετών στο Νεγκρεπόντε απρόσμενα θα έρθει να διαταράξει τη γαλήνη τους, η δράση του δυναμικού και παράτολμου Λομβαρδού ιπποτίσκου Λικάριου, ο οποίος κατέχει ένα μικρό (φτωχότατο) φέουδο στη Νότια Εύβοια Αυτός, λοιπόν, ερωτεύεται την πανώρια χήρα (αρχόντισσα του Νεγκρεπόντε) Φελίζα, παντρεύονται κρυφά, αντιδρούν οι Ενετοί άρχοντες του νησιού, ξεσπά πόλεμος κατά του Λικάριου, ο οποίος καταφέρνει να κατακτήσει το κάστρο των Ανεμοπυλών της Καρύστου και ακολούθως των Φύλλων, μα και άλλα πολλά στον ευβοϊκό χώρο. Έτσι, γίνεται κυρίαρχός του νησιού (εκτός από το πανίσχυρο φρούριο της Χαλκίδας), ανοίγεται με το στόλο – που σχημάτισε – στο Αιγαίο πέλαγος, κατατροπώνει τους Ιταλοφράγκους κατακτητές και γίνεται δεκτός με μοναδικές τιμές στο παλάτι της Πόλης από τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, λαμβάνει από αυτόν τον εξαίρετο τίτλο του Μέγα Δούκα ή Κουτόσταυλου (Ναυάρχου) του Βυζαντινού στόλου και αργότερα – μετά την απώλεια της Φελίζας – μια Βυζαντινή αρχόντισσα ως σύζυγό του.
12 Ιουλίου του 1470 μ.Χ. Οι αφινιασμένες ορδές των Οθωμανών του Μωάμεθ Β΄ (μετά την πολυήμερη και στενότατη πολιορκία από ξηρά και θάλασσα, το σφοδρότατο κανονιοβολισμό και την αδιαφορία του στολάρχου των Ενετών Νικολό Κανάλε, που στέκεται αμέτοχος στην κοντινή θάλασσα των Πολιτικών), μπαίνουν αλαλάζοντας στο δύσμοιρο Νεγκρεπόντε και θερίζουν ανιλεώς τις αγέρωχες κεφαλές των ολιγάριθμων – μπροστά στα αρίφνητα πλήθη των επιδρομέων – υπερασπιστών της ώριας πόλης του Ευβοϊκού κόλπου. Οι άμοιροι, τώρα, με το αίμα της θυσίας τους βάφουν άλικα τα άλλοτε γαλανά νερά του ανυπόταχτου στις βουλές των ανθρώπων στενού του Ευρίπου.
Οι Τούρκοι αστραπιαία απλώνονται στο νησί σπέρνοντας παντού το θάνατο και τον τρόμο. Σύντομα, όλα τα ενετικά κάστρα υποττάσσονται στους Ανατολίτες.
Έκτοτε, οι Οθωμανοί οργανώνουν και εξοπλίζουν καλύτερα τα 111 κάστρα ή πύργους του νησιού, διατηρώντας συνάμα γύρω στις 20.000 μόνιμο στρατιωτικό προσωπικό, από το οποίο μεγάλο μέρος σχετίζεται με τις θαλάσσιες δυνάμεις. Βλέποντας, μάλιστα, στα 1684 μ.Χ. την απειλητική γι’ αυτούς εμφάνιση στις ελληνικές θάλασσες του ενετικού στόλου υπό την ηγεσία του δόγη Μοροζίνι, αναθέτουν τότε σε έναν Ενετό εξωμότη να κατασκευάσει και νέο κάστρο στον Εύριπο (το Εγκριμπόζ για τους Τούρκους). Πρόκειται για το φρούριο του Καράμπαμπα, που συνέβαλε τα μέγιστα στην αναχαίτιση του ενετικού στόλου του Μοροζίνι στα 1688 μ.Χ. Μαζί απέτυχε και το επαναστατικό εγχείρημα του Νικόλα Καρυστινού στη Νότια Εύβοια, που γινόταν έπειτα από συννενόηση με το Μοροζίνι.
Νέα επαναστατική ενέργεια θα εκδηλωθεί στη Χαλκίδα κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1770 μ.Χ. στα πλαίσια της ναυτικής πολεμικής δράσεως των αδελφών Ορλώφ, η οποία όμως θα καταπνιγεί τάχιστα.
Δυο δεκαετίες μετά, στα 1790 μ.Χ. ο στόλαρχος Λάμπρος Κατσώνης επιχειρεί να απελευθερώσει την Κάρυστο, μα αποτυγχάνει. Λίγο μετά, θα έρθει η πανωλεθρία του στόλου του ανοιχτά της Άνδρου.
Η επόμενη περίοδος θα είναι χρόνος ανάπτυξης της ελληνικής, μα και της ευβοϊκής ναυτιλίας, καθώς βοηθά προς ετούτο η ευνοϊκή για τα ελληνικά πληρώματα συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, που υπογράφηκε μεταξύ Ρώσων και Τούρκων στα 1774 μ.Χ.
Στα χρόνια που ακολουθούν, θα βρούμε την αειναυτική Κύμη και το βορειοευβοϊκό Ελύμνιο να πρωτοστατούν στα ναυτικά πράγματα του νησιού. Η πρώτη στα 1821 διαθέττει 45 πλοία με 60 πυροβόλα, 500 ναύτες και αρκετό πλούτο. Και η άλλη ναυτοκόρη του Ευρίπου διαθέττει πλοία εμπορικά (τουλάχιστο έναν στολίσκο από σκούνες, κάποια πυρπολικά και 5 γαλέρες), που φέρουν κανόνια και έχουν αξιόμαχα πληρώματα. Αυτές οι δύο πόλεις θα πρωτοστατήσουν στα γεγονότα της εξέγερσης του 1821, καθώς θα ηγηθούν του Αγώνα από ξηρά και θάλασσα. Η μια στην Καρυστία και η άλλη στη βορειοκεντρική Εύβοια.
Ηγέτες τους ο ναύαρχος Σταμάτης Αστέρης στην Κύμη, ο Κουτμάνης αρχικά στη Λίμνη και ο Αγγελής Γοβιός στη συνέχεια, ο οποίος στην περιώνυμη μάχη των Βρυσακίων (15 Ιουλίου 1821) θα έχει τη στήριξη ενός άλλου άξιου ναυτανθρώπου, του Υδραίου ναυάρχου Αλεξάνδρου Κριεζή (με οικογενειακές ρίζες από τα Κριεζά της περιοχής Αλιβερίου). Ετούτος, με τις εύστοχες – κατά του στρατού του Ομέρ Βρυώνη – βολές, θα επιφέρει καίρια πλήγματα και ρήγματα στις τάξεις των Τούρκων. Μια από αυτές τις βολές θα αποκόψει και το κεφάλι του αγέρωχου ατιού του Ομέρ Βρυώνη!...
«Ευθύς (σημειώνει ο Κριεζής στο ημερολόγιό του) ο Ομέρ Βρυώνης εσηκώθη επί ποδός και ευθύς όλο το στράτευμα εκίνησεν εις φυγήν!...»
Στη συνέχεια, πολλές συμπλοκές των Ελλήνων με τους Τούρκους θα γίνουν στον παρευβοϊκό ενάλιο χώρο, κυρίως κατά τη συνεχή και εναγώνια προσπάθεια των Ελλήνων να απελευθερώσουν την Κάρυστο και τη Χαλκίδα. Πρωταγωνιστές σ’ αυτό το εγχείρημα ο Νικόλας Κριεζώτης και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Αρωγοί τους οι Υδραίοι ναύαρχοι Ανδρέας Κοσμάς και Τομπάζης, ο Ψαριανός Δομεστίνης και αρκετοί άλλοι με το στόλο τους, φυσικά, μα και ο Φυλλαριώτης στην καταγωγή πρωτοναύαρχος του 1821 Ανδρέας Βώκος ή Μιαούλης, ο οποίος όμως ανδρώθηκε στον τόπο καταγωγής της μητέρας του, όπου κατέφυγε κατά την εφηβική του ηλικία.
Ο Μιαούλης, λοιπόν, (που γνώριζε από μικρός καλά τη ναυτική τέχνη, καθώς ο πατέρας του διέθετε τρικάταρτο καΐκι και αλώνιζε τις θάλασσες του Αιγαίου), πρωτοστάτησε σε πολλές ναυμαχίες κατά την Επανάσταση του ’21. Μάλιστα, το Μάρτη του 1829 διέπλευσε με τη φρεγάτα του ‘‘Ελλάς’’ και τα στενά του Ευρίπου, βομβαρδίζοντας τις θέσεις των Τούρκων στον Ορωπό, ενώ χρόνια πριν (στις 11 Οκτωβρίου 1823) είχε κατατροπώσει τον τούρκικο στόλο στο Αρτεμίσιο της Ιστιαίας.
Κατά τη διάρκεια του πολυετούς και πολυαίματου Αγώνα στολίσκοι των Κυμαίων, Λιμνιωτών, Ψαριανών, Υδραίων και άλλων νησιωτών (αποτελούμενοι από σκούνες, μπρίκια, φρεγάτες, γολέτες), βοηθούν πολύπλευρα το έργο των επαναστατών του ευβοϊκού χώρου.
Αξιομνημόνευτες – πλην των προαναφερθέντων – δράσεις στον παρευβοϊκό θαλάσσιο χώρο κατά την περίοδο του οκταετούς εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα:
23 Φεβ. 1825. Αιχμαλώτιση σαράντα τούρκικων πλοιαρίων ανοιχτά της Κύμης.
Μάης 1825. Ναυμαχία Καφηρέα (Κάβο Ντόρο). Πειρατικό χτύπημα του τούρκικου στόλου του Τοπάλ πασά από το στόλο του Μίλτου Σαχτούρη. Αιχμαλώτιση 80 τούρκικων φορτηγών πλοίων και μεγάλες οι ζημιές στα πολεμικά τους πλοία.
2 Μαρτίου 1826. Διάσωση του στρατού του Φαβιέρου στους Πεταλιούς της Καρυστίας από 400 παλικάρια του Κριεζώτη που επιβαίνουν σε δύο πλοία.
«Της δρακός ταύτης, μας λέγει ο βιογράφος του Ν. Κριεζώτη Αθανάσιος Χρυσολόγης, υπεχώρησε 15.000 στρατός, εξαπατήσας τον πανούργον Ομέρ δια στρατηγήματος. Ήρξατο, λοιπόν, αποβιβάζοντες τους στρατιώτας αυτών δια λέμβων εις την παραλίαν και πάλιν αυτούς τους ιδίους στρατιώτας επανέφερον εις τα πλοία υπτίους. Επανελάμβανον αυτόν επί πολλάς ώρας.» Έτσι, ο Ομέρ υπέθεσε πως ήταν χιλιάδες οι συμπολεμιστές του Κριεζώτη και απελπισμένος πήρε των ομματιών του, αφήνοντας ελεύθερους τους εγκλωβισμένους και ημιθανείς στρατιώτες του Φαβιέ!...
Η οριστική απελευθέρωση της Εύβοιας θα έρθει στις 6 Απριλίου 1833, όταν ο πλοίαρχος Λάιονς βρίσκεταιε με τη φρεγάτα του στον Εύριπο καπόπιν εντολής του βασιλιά Όθωνα και απειλεί τους Τούρκους κυριάρχους της με κανονιοβολισμό της πόλης. Αυτοί υπεχωρούν τότε και παραδίδουν τα κλειδιά του κάστρου της Χαλκίδας στον εκπρόσωπο της ελληνικής κυβερνήσεως Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό.
Η μετεπαναστατική περίοδος θα φέρει νέα άνθιση στην ευβοϊκή ναυτιλία. Καινούργια, μεγαλύτερα και ισχυρότερα πλοία ναυπηγούνται στους ταρσανάδες του νησιού, με κυριώτερους αυτούς του παρελίμνιου χώρου. Εκεί, (στη Δάφνη της Λίμνης) προ του Αγώνα (στα 1792), είχε παραγγείλει τη σαϊτιά του και ο Ανδρέας Μιαούλης. Ακόμη, σ’ αυτά τα καρνάγια ναυπηγήθηκαν σκούνες, τρεχαντήρια, βαρκαλάδες και άλλα είδη πλοιαρίων, ενώ μετά το 1852 κτίζονταν μεγάλα ιστιοφόρα πλοία. Η φήμη τους είχε απλωθεί σε όλο το ναυτικό κόσμο του Αιγαίου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δέχονται παραγγελίες κατασκευής πλοιαρίων από: Σπετσιώτες, Υδραίους, Σεριφιώτες, Τρικκεριώτες, μα και το ίδιο το τουρκικό κράτος. {Γιάννης Φαφούτης & Δημήτρη Αποστόλου ‘‘Λίμνη και θάλασσα’’, σελ. 16}
Αλλά και της Κύμης οι ναυπηγικές ικανότητες με τη διαιώνια παράδοση καλά κρατούν. Μεταξύ των ετών 1838-1840, μας πληροφορεί ο Μιχάλης Ποντίκης στο μελέτημα ‘‘Κύμη 19ος – 20ος αιώνας’’, πως στα καρνάγια της Κύμης ναυπηγήθηκαν «6 σκάφη με χωρητικότητα μικρότερη των 30 τόνων το καθένα και άλλα 5 με χωρητικότητα από 30 τόνους και άνω», ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1843-1858 άλλα 49 σκάφη από τα οποία τα 11 ήταν βάρκες. Ακόμη σημειώνει πως η Κύμη στα «1853 διαθέττει 80 πλοία, που το 1855 αυξάνονται σε 102», ενώ «το 1858 έχει 114 ιστιοφόρα με συνολική χωρητικότητα 5.149 τόνους και σύνολο πληρωμάτων 5.149 άνδρες».
Τα μετά την επανάσταση του 1821 έτη είναι χρόνια λαμπρά για την ιστιοφόρο ναυτιλία. Πλοία ευβοϊκά (όπως και κατά τους δυο πρηγούμενους αιώνες με τις μύριες, όμως, όσες δυσκολίες ανοίγονταν, τότε, με τις – τύπου γαλέρας – λύνδρες τους στον Εύξεινο Πόντο), έτσι και τώρα διασχίζουν αυτήν την ανοιχτή Μαύρη Θάλασσα προς τα βορειοανατολικά του νησιού και συνάμα πορεύονται και προς τις ακτές της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αφρικής. Ακολουθούν ξανά τους ίδιους εμπορικούς δρόμους όπως και στα πανάρχαια χρόνια έκαμαν οι πρωτοπόροι στο ζήτημα της ποντοπορίας πρόγονοί τους Χαλκιδείς, Κυμαίοι, Ερετριείς και άλλοι Ευβοείς. Τώρα, μεταφέρουν: μουσταλευριά, οινοπνευματώδη (η Κύμη ήδη στα 1805 εξάγει στην Ανατολή 20.000 βαρέλια κρασί των 54 οκάδων έκαστο), όρνιθες, ελιές και άλλα γεωργοκτηνοτροφικά προϊόντα, αλλά και ξυλεία.
Αυτή η νέα ναυτιλιακή άνθιση του νησιού θα φέρει πλούτο και ευημερία σε όσους καταπιάνονται με ετούτη τη δραστηριότητα. Αψευδείς μάρτυρες του γεγονότος τα αρχοντικά των θαλασσινών της Λίμνης, της Κύμης, της Χαλκίδας.
Όμως, από στα 1888 παρατηρείται μια απρόσμενη εμπορευματική και ναυτιλιακή κρίση, η οποία χτυπά ανεπανόρθωτα το ναυτικό κόσμο της Εύβοιας. Είναι η εποχή που τα παραδοσιακά εμπορικά ιστιοφόρα πλοία, αρχίζουν να ξεπερνιούνται από τα ταχύτερα ατμοκίνητα ή πετρελαιοκίνητα, τα οποία, όμως, ελάχιστοι Ευβοείς καταφέρνουν να αποκτήσουν. Εξαίρεση αποτελούν οι Λιμνιοί πλοικτήτες Φωκαίοι, Τσεσμελήδες, Χατζαίοι, Μπενεταίοι, Μπλετσαίοι και ορισμένοι άλλοι μεγάλοι καραβοκυραίοι του νησιού, οι οποίοι με τα ατμόπλοιά τους πορεύονται σημαιοφόροι της μακραίωνης ευβοϊκής ποντοπορίας στα μεγάλα λιμάνια του κόσμου.
Τη μεγάλη κρίση που αντιμετωπίζει το βραδύπορο ιστιοφόρο πλοίο σε όλον τον κόσμο, θα έρθουν να συμπληρώσουν τρεις μεγάλες, μαζικές, καταστροφές των ευβοϊκών ιστιοφόρων, μα και άλλων πλοιαρίων, που υπέστησαν τις ανελέητες συνέπειες των θεομηνιών.
Ο αγκυροβολημένος στον όρμο Κοχύλι στολίσκος των Λιμνιωτών θα καταστραφεί στο μεγαλύτερο μέρος του από μια ισχυρότατη νοτιοανατολική θύελλα τη νύχτα της 23ης Σεπτεμβρίου του 1897.
Ανάλογη τύχη έχει στα 1919 και ο στόλος των Κυμαίων, που βρίσκεται αγκυροβολημένος στο λιμάνι της πόλης. Εκατόν εβδομήντα οκτώ (178) κυμαίικα ιστιοφόρα παρασύρονται από δυνατό μαΐστρο στο ανοιχτό πέλαγο και κυριολεκτικά διαλύονται.
Η χαριστική βολή για την κουμιώτικη – και κατ’ επέκταση για την ευβοϊκή – ναυτιλία θα δοθεί στα 1934, καθώς νέα ισχυρή θαλασσοταραχή θα καταποντίσει τα περισσότερα από τα εναπομείντα ιστιοφόρα των Κυμαίων.
Το κακό θα ολοκληρώσει ο ερχομός της νέας μάστιγας για την ανθρωπότητα, που ακούει στο όνομα Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Τότε θα καταστραφούν και δυο από τα μεγαλύτερα ευβοϊκά, από τη Λίμνη, πλοία της εποχής: το ατμόπλοιο ‘‘Μάνα’’ από γερμανικό βομβαρδισμό κατά την άφιξη των πρώτων στρατευμάτων Κατοχής στα Γιάλτρα της Αιδηψού (24 Απριλίου 1941) και το φορτηγό ‘‘Λίμνη’’, που προσέκρουσε σε νάρκη στο Μπορντώ της Γαλλίας στις 3 Δεκεμβρίου του 1945.
Έτσι, κλείνει αυτό το μεγάλο κεφάλαιο της ευβοϊκής ναυτιλίας με τη μακραίωνη και πολυκύμαντη πορεία και δράση, που συγχρόνως είναι και μέγα κεφάλαιο της παγκόσμιας ιστορίας και ναυτιλίας, για το οποίο δικαιολογημένα μπορούν να επαίρονται οι Ευβοείς, αλλά συγχρόνως βαραίνονται και από το δυσβάστακτο φορτίο της προσπάθειας για μια αντάξια ναυτιλιακή και πολιτισμική – κατά τους επερχόμενους αιώνες – διαπόρευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου