ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΟΥΛΗΣ



 
ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΟΥΛΗΣ
Πορεία πικρής εξομολόγησης και Μνήμης
 
και  δύο ανέκδοτα Γράμματά του, στο Θεοδόση Δασκαλόπουλο
 
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΥ
 



            Ήταν μια πολύ παράξενη και ανερμήνευτη, και ως τώρα ακόμη, εποχή. Ήταν αυτή η μεταεμφυλιακή εποχή. Διανύσαμε την περιώνυμη δεκαετία του '50 όπου εθριάμβευσε ο Νεοελληνικός Μεσαίων... και επί έτη είχαμε: Σκοτάδι το Μεσημέρι! ΤΟ καλαντάρι είχε γυρίσει πίσω σε εποχές απολυταρχίας, όπου
κυβερνούσαν τα ήθη των «σεπτών» κυριάρχων, με τις περούκες και τα κρινολίνα τους, κλειδωμένοι στις νεοελληνικές τους Βερσαλλίες.  

Και σ' αυτή την εποχή πολιτικού κλίματος ξηρασίας και Βυζαντινισμού να θέλεις να κάνεις τον συγγραφέα! Ή τον ποιητή, σε ..... χαλεπούς , που λέμε, καιρούς. Και σ' αυτό το «μεσουράνημα» να ζείς.... πως; Το μεσουράνημα της «Κρατικής» Τρομοκρατίας; Να το ζείς εν Επαρχία όπως ο Κυμαίος ναυτεργάτης Βασίλειος Λούλης!
            Από την εποχή του εμφύλιου και πιο μπροστά βρίσκεται στη Γενέτειρα. Δεν περνάει ένα μήνα στην εξοχή με τον Τουργκένιεφ, αλλά χρόνια, με τους σκύλους του λιμανιού.
            Και για ν' αποφύγει την παραφρόνηση το ρίχνει στο γράψιμο.... Και κάνει αυτός ο εν συντάξει τελών αξιοδάκρυτος  νευτεργάτης, ένα γράψιμο ήμερο και απρόσωπο μαζί.... Και το γράψιμο αυτό σα να, λές εξαφανίζεται, μπροστά σ' ένα υλικό μνήμης και για πρώτη φορά απλαστογράφητο.
            Και για ν' ακούγεται κάπου η Φωνή του γραψίματος «εν κειμένοις» βρίσκει  ο κυρ Βασίλης Λούλης ενδιαίτημα, και φιλόξενο σπίτι τα «Ελεύθερα Γράμματα», του γενναιόφρονα Δημήτρη Φωτιάδη! 1947.
         
   «Απερίσπαστος», και βαθιά σιωπηλός ζεί τον Ευβοϊκό Εμφύλιο. Δεν ακούει -μοιάζει κουφός - τις κλαγγές των όπλων του Καπετάν Ανάποδου. Αυτός ακούει μόνο τον ρυθμό του λόγου «του», που είναι ένας ρυθμός καθαρού προφορικού  λόγου, που πάει να γίνει όχι και τόσο αυθόρμητα γραπτό κείμενο.
            Ο Λούλης βάζει τα δυνατά του, λοιπόν, για να γράψει. Να γίνει, πασχίζει, γραφικός στη γραφή του για να μη π ε θ ά ν ε ι. και αποφεύγοντας το θάνατο γίνεται ο ίδιος συνταρακτικός  και αδιαφορεί - σίγουρα αδιαφορεί κι όταν ο Θάνατος ανεβαίνει ως τα παράθυρα της χαμοκέλλας του.
            Και καθώς γράφει, δεν βασίζεται σε κάποιο σχέδιο για να οδοιπορήσει. Αρχίζει από τα εγγύς για να πάει στα μακράν. Ξεχνάει τα πάντα και θυμάται μόνον, πως: «τη λέγανε Μαρία». Και μην ειρωνευθείτε την υπόθεση. Αυτός ηταν ο τίτλος των γραπτών «του».
            Όλο το 1947-48 ως τις 5 του Γενάρη πέρασε μ' αυτή τη «Μαρία». Ήταν μια  ατόφια λαϊκή αφήγηση απλή, μα καθόλου απλοϊκή, και αταξινόμητη. Ήταν μια πραγματικότητα, που μίλαγε ασταμάτητα. Όταν ο Λούλης την έκανε να σωπάσει και η ...... «Μαρία»  μαζί χλεύασε τον εαυτό του αυτολοιδορήθηκε  ...... και σημείωσε κάτω από το τέλος του χειρογράφου του: «Αν ήταν πολύ μεγάλο το ποτήρι το καθάρσιο δεν σας φταίω εγώ και μή μου θυμώνετε. Φταίτε εσείς και η καλοσύνη σας».
            Εκεί, σ' αυτό το μακρύπνοο αφήγημα, ο Λούλης σημασιοδοτεί τους σταθμούς εξέλιξης του προσωπικού δράματός του. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια  να εξωραϊσει, με προεκβολές τα χειρόγραφά του. Οσάκις επανέρχονταν  σ' αυτά αποκαρδιώνονταν. Και οι επιφυλάξεις του όλο και μεγάλωναν.
            Αργότερα, το Γενάρη του 1972 σ' ένα του γράμμα στον Κοτζιά, είχε πρόθεση  να την κάψει την .... «Μαρία» (Τελικά δεν την έκαψε για να την βρεί ο «Κέδρος» και να την εκδόσει).
            Αφήνοντας, λοιπόν, κάπου τη «Μαρία» σ' ένα συρτάρι, συνεχίζει  με «άλλα θέματα» το αυτοβιογραφικό του γράψιμο. Είναι μεστός από βιώσεις. Τον έχει ε γ γ ί σ ε ι,  πολλές φορές, ο θάνατος. Από το 1939 τον δέρνει η φυματίωση το χτικιό. Πολλά χρόνια ζεί συντροφιά με την οδύνη. Το πεπρωμένο του δεν είναι κλεισμένο στους λευκούς  υακίνθους του Καισαρίωνος αλλά στο φριχτό  ματσακόνι των καραβιών.....
            Νέος άνθρωπος και είναι άρρωστος. Έρχεται σε σύγκρουση από πολύ νωρίς με την κυρίαρχη τάξη της μικρής Πολιτείας -Κύμης. Περνάει στην αντίσταση στα χρόνια της Κατοχής. Φυλακίζεται το '41 γιατί γίνεται υποκινητής συλλαλητηρίου! Σε συνέχεια, ιδεολογικά τοποθετημένος στην αριστερά χτυπάει αμείλικτα  την ντόπια ιδιόρρυθμη κοινωνία της υποκρισίας  και της συμβατικότητας.
            Ζεί την μεταντιστασιακή  τρομοκρατία, με μεγάλη υπομονή. Και απομονωμένος στην ερημιά του, ξεχνάει, πως ήταν και συνδικαλιστής, κάποτε...... Αλλά παλεύει αθόρυβα, φιλοσοφώντας πάνω στα βάσανα τους καημούς και το βαθύ ανθρώπινο πόνο!
            Απ' εδώ προκύπτουν και μια σειρά από νέα του κείμενα: «Το Παραμιλητό» «Περί του Ανδρέα Κατραμάδου», το «Μια βόλτα στα Περασμένα» και η «Ρούθ». Αποσπάσματα από τα δύο αυτά τελευταία  του πεζογραφήματα τα δημοσιεύει στο έγκυρο  προοδευτικό περιοδικό της εποχής: «Επιθεώρηση Τέχνης». Τώρα δεν είναι πια ο Γιάννης Αρμένης (Φιλολογικό ψευδώνυμο) του Μεσοπολέμου. Είναι ο ώριμος πεζογράφος της «Ρουθ» του «Παραμιλητού»  και αργότερα  του «Μαραμπού».
            Αν και είναι απόφοιτος  του παλαιού Σχολαργείου, δηλαδή ασπούδαχτος, δεν φοβείται να υποχωρήσει. Έχει δημοσιεύσει ήδη αρκετά κείμενα  στα καλύτερα και στα πλέον  απαιτητικά λογοτεχνικά έντυπα της εποχής.
            Βλέπει πως η δημιουργία του είναι φωτεινή και στέρεα. Και έχει πάρει μια σημαντική θέση στη νεοελληνική Πεζογραφία. Ήθελε να μιλήσει στις καλόβουλες καρδιές να τον ακούσουν και το πέτυχε. Και τούτο γιατί μίλησε με πολλή συγκίνηση, με πολλή καλοσύνη και αυταπάρνηση. Κι άπλωσε κι αυτός χέρι να βοηθήσει τους πεινασμένους αγωνιστές  ν' ανεβάσουν τον σισύφειο λίθο του Μέλλοντος, στην Κορυφή .
 
************
 
            Αρχές της δεκαετίας  του '50 και έχει ήδη ετοιμάσει το αριστούργημά του, τη γνωστή πια σήμερα «Λυσίκομη Εκάβη».
            Έχει διαδοθεί  πως η «Εκάβη» είναι ένα γνήσιο πεζογράφημα. Ένα έργο βιωματικό όπου όπου ο πεζογράφου Λούλης με τρόπο λιτό και απέριττο σκιτσάρει τύπους και γεγονότα και συμβάντα της ναυτικής ζωής.  Ο Λούλης καθώς ειπώθηκε (Αλεξ. Αργυρίου) με την «Λυσίκομη Εκάβη» του δεν έφερνε ύφος, δεν έπαιζε με τα πράγματα διεκτραγωδούσε μια πραγματικότητα, όπως ήτανε.
            Το εξωτικό στοιχείο, που σ' αυτές τις περιπτώσεις ήταν πάντα παρόν στο Βασίλη  Λούλη απουσίαζε ή δεν λειτουργούσε. Και τα ξένα ονόματα και οι ξένοι τόποι, που σε άλλα κείμενα, «ευτυχούσαν» και στην πιο μεγάλη αθλιότητα της ζωής, εδώ έχαναν ολότελα την δυνατότητα να περισώσουν και το ελάχιστο από την αίγλη τους.
 
 
*************
 
 
            Ύστερα  απ' όλα αυτά η φήμη της «Εκάβης»  ξεπέρασε τα στενά όρια της Επαρχίας και έφτασε ως την Πνευματική Αθήνα. Όλοι οι λογοτεχνικοί κύκλοι: τα περιοδικά, οι εφημερίδες, ζητούσαν αποσπάσματα της  «Λυσίκομης Εκάβης»  από το δημιουργό της.
            Ανάμεσα σε όλους αυτούς τους λογοτέχνες και διανοούμενους της εποχής ήταν και ο εξαίρετος Διευθυντής του εύδοξου Περιοδικού : «Ευβοϊκός Λόγος», ο Θεοδόσης Δασκαλόπουλος άνοιξε  αλληλογραφία με τον Κυμαίο πεζογράφο  Βασίλη Λούλη του ζήτησε συνεργασία  και μάλιστα «απόσπασμα» από την πολυσυζητημένη Εκάβη.
            Στην αρχή ο Λούλης αδράνησε. Δεν ανταποκρίθηκε αμέσως στο φιλόφρον αίτημα, του Διευθυντή του «Ευβοϊκού Λόγου».
            Με τα πολλά ο Λούλης εδέησε ν' απαντήσει στο Δασκαλόπουλο, με το ακόλουθο γράμμα του1 με ημερομηνία 28-9-1958.
            Ένα γράμμα ευγενικό, συμπονετικό και εξομολογητικό. Ο Λούλης διατυπώνει τα διανοήματά του με αγαθότητα και καλοσύνη. Μιλάει άμεσα, ειλικρινά και αυθόρμητα, με μια πρωτόγνωρη αθωότητα, που φτάνει σχεδόν ως τον σπαραγμό. Ιδού:
 
                                                                                                Κύμη 28-9-1958
 
Φίλε Δασκαλόπουλε,
            Πήρα το γράμμα σας προχθές και ντρέπομαι, γιατί πέρασε τόσος καιρός από τότε, που υποσχέθηκα να στείλλω συνεργασία στον «Ευβ. Λόγο» και ακόμα δεν αξιώθηκα.
            Μη φανταστείτε πως πρόκειται για αδιαφορία. Και από την «Επιθ. Τέχνης» τα ίδια παράπονα είχα  από καιρό και τίποτα δεν έστειλα ακόμη.
            Είναι περισσότερο από τρία χρόνια, που δεν έχω γράψει λέξη  και όταν μου στείλατε τον «Ευβ. Λόγο» είπα, πως πρέπει να στρωθώ στη δουλειά, κάτι να γράψω.
            Έχω παρατημένα μισοτελειωμένα  δύο τρία διηγήματα και κοίταξα να τα τελειώσω.
            Δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα, μ' όλο που τόσο το ήθελα. Το ένα μου φαινότανε σαχλό, το άλλο εκτός τόπου  και χρόνου, και γώ ήθελα να γράψω κάτι καλό, κάτι δυνατό, κάτι, που οι λέξεις του να χτυπήσουν σα σφυριές στο κεφάλι εκείνου, που θα το διάβαζε.
            Ήθελα  να ήταν μια κραυγή διαμαρτυρίας για το ψέμμα και την υποκρισία, που μας τύλιξε και δεν μας αφήνει να ανασάνουμε, ήθελα .... ήθελα.....
            Δεν τα κατάφερα. Φαίνεται πως τελειώνει το κάρβουνο όπως λέγαμε στα βαπόρια.
            Ως εδώ ήταν η προσφορά μου. Τόσο λίγα και τόσο ασήμαντα.
            Τώρα δεν ξέρω, αν γνωρίζετε, για τον συνεργάτη σας κ. Γκίκα, που ετοιμάζει την «Ανθολογία των Ευβοέων Πεζογράφων»2.
            Αν γνωρίζετε, πολύ σας παρακαλώ κοιτάξτε να τον συναντήσετε, μένει  στο Κουκάκι, Αρακύνθου 31.
            Πρίν λίγες μέρες του έστειλα  δακτυλογραφημένο το σωστό κείμενο της «Λυσ. Εκάβης» όχι εκείνο που τυπώθηκε3,  αν το έχετε διαβάσει, για να διαλέξει κάτι για την ανθολογία του  ελπίζω κάτι να βρείτε και σείς για το περιοδικό.
            Θα σας το χρωστούσα χάρη αν μπορέσετε να το κάνετε αυτό, γιατί ντρέπομαι, που δεν έδωσα το παρών τόσους μήνες στην προσπάθειά σας, για το ανέβασμα της πνευματικής στάθμης. Έτσι τον βλέπω εγώ τον Ευβ. Λόγο - του νησιού μας4.
 
Με τους πιο φιλικούς χαιρετισμούς
Β. Λούλης
 
 
 
            Όπως βλέπουμε ο συγγραφέας της «Λυσίκομης Εκάβης», διατηρεί, και σ' αυτό το γράμμα του, το ύφος και το ήθος που παρουσιάζει στα πιο αντιπροσωπευτικά πεζογραφικά του κείμενα.
            Ακόμα αυτό το γράμμα, όπως κι ένα δεύτερο που ακολουθεί, εμπεριέχει ολάκερο, θα λέγαμε, τον ψυχοπνευματικό κόσμο του Λούλη. Μέσα από το απλό αυτό κείμενο - επιστολικό- διαφαίνεται: πολλή τιμιότητα, πολλή ανθρωπιά, πολλή ειλικρίνεια.
            Αλλά και ο παραλείπτης του γράμματος  κ. Θεοδ. Δασκαλόπουλος δεν υπολείποταν  σε ψυχικά χαρίσματα του αποστολέα Λούλη.
            Και φαίνεται , ενήργησε σύμφωνα με την παράκληση  του συγγραφέα της «Εκάβης». Και στο τεύχος Μαρτίου 1959 του Ευβοϊκού Λόγου, σελ. 4, δημοσιεύεται  απόσπασμα (όπως γράφεται και σε υποσημείωση του περιοδικού) από το μυθιστόρημα του Βασίλη Λούλη: «Λυσίκομος Εκάβη».
            Το δημοσιευθέν κείμενο αρχίζει  με την φράση: «Την απόφαση την είχε πάρει εδώ και δυό μήνες, απ' την Αμβέρσα, τη μέρα που φύγαν για εδώ κάτω.....» και τελειώνει με τη φράση: «Καλό σημάδι μανίκεν, Καλό σημάδι Ίρμα....».
            Την επόμενη χρονιά, Γενάρης - Φλεβάρης του 1960 στο τεύχος 23-24 του Ε.Λ. δημοσιεύεται και άλλο απόσπασμα της «Λυσίκομης Εκάβης». Και εδώ μπαίνει η ένδειξη (Ανέκδοτες σελίδες) μ' όλο που οι σελίδες αυτές είχαν εκδοθεί με άλλους ίσως, τρόπους έκφρασης και τώρα είχαν  τροποποιηθεί και βελτιωθεί από τον συγγραφέα.
            Το κείμενο αρχίζει  με τη φράση: «Ήρθε καιρός να υπηρετήσει την κληρουχία του στο ναυτικό.....» και τελειώνει με τη φράση πρόταση: «Βαπόρι για το Ρότανταμ....... Θα γυρίσουμε γρήγορα σε τούτα τα νερά με το λοβεράκι μας».
 
**********
 
 
            Τον Οκτώβριο -25, του 1959, ο δυσκίνητος Β. Λούλης πήρε την απόφαση ν' απαντήσει σε δύο προγενέστερα γράμματα του Διευθυντή του Ευβοϊκού Λόγου Θεοδ. Δασκαλόπουλο. Δυσκίνητος, ναι ο καημένος ο ναυτεργάτης της Κούμης, αλλά καλοκάγαθος πάντα και όμοιος στην ασαλεψιά και στην μοναξιά του με το περιώνυμο Καροτσάκι του Πρεβέρ: «Το παγώνι φκιάνει το τροχό/ η Τύχη τ' αποτελειώνει / κάθεται μέσα ο Θεός / κι ο άνθρωπος το σπρώχνει». (Η μετάφραση του τετράστιχου, είναι του: Τραγωδη!).
            Πάλι κι εδώ, σε τούτο το γράμμα ολοφάνερη ξεπροβάλλει η σεμνότητα του επιστολογράφου και διατηρείται πάντα η αντικειμενικότητά του, που την επιβάλλουν η τιμιότητα και η ανεξικακία του.
 
                                                                                    Κύμη 25-10-1959
 
Φίλε κ. Δασκαλόπουλε,
 
            Πήρα και τα δύο γράμματά σας, το δεύτερο προχθές, και σας ευχαριστώ για όλα.
            Φοβάμαι, πως θα νομίζετε ότι ψηλά την κτίζω τη φωλιά, που λέει  και το τραγούδι ότι τώρα με τη μετάφραση και τη δημοσίευση της «Εκάβης» στο «Letters Frangaises»5 στο Παρίσι  και με τη Ρούσσικη ανθολογία στη Μόσχα πήραν τα μυαλά μου αγέρα και δεν μου μένει καιρός να γράψω στους φίλους μου εδώ, που με τιμούνε.
            Δεν είναι αυτό. Μακάρι να ήταν αυτό, θα μου περνούσε γλήγορα  και θα ξανάβρισκα τον εαυτό μου. Δεν ξέρω, αν φταίνε τα γεράματα ή η αρρώστια ή τα βάσανα που περνάω, κείνο που ξέρω είναι ότι δεν μπορώ να γράψω. Μίση στο μυαλό μου στιφογυρίζουνε  για λίγες μέρες ένα σωρό «θύματα» με παιδεύουνε και φεύγουνε για να δύσουν τόσο να 'ρθουν άλλα να κάνουνε το ίδιο, και δεν μπορώ να πιάσω την πένα να ξελαφρώσω, να γλυτώσω. Φαίνεται, πως η στεναχώρια και ο πόνος πάντοτε  θα είναι δημιουργικός, γιατί ό,τι έγραψα ως τώρα το έγραψα σε ώρες απελπισίας, που καταλάβαινα, πως μόνο με το γράψιμο μπορούσα να γλιτώσω, να μη πάθω κακό μεγάλο.
            Φίλε τι να γράψεις; Πρίν ένα μήνα ο κ. διοικ. Χωροφυλακής Ευβοίας με κάλεσε στη Χαλκίδα και ύστερα από το σχετικό μάθημα και πολλά κοπλιμέντα  μου πρότεινε να γίνω χαφιές. Να λέω ψέμματα ακόμα δεν είμαι στα καλά μου από κείνη τη μέρα. Τέτοια προσβολή δεν το φανταζόμουνα πως μπορούσα να την πάθω  τώρα στα γεράματα. Δούλεψα και έζησα φτωχά αλλά περήφανα  στα βαπόρια είκοσι χρόνια, δεν μπορώ να πώ περισσότερα, κανένας ποτέ δεν τόλμησε να με προσβάλλει.
            Και τώρα - είναι στιγμές που βασανιστικό, κοροϊδευτικό, ανελέητο έρχεται και ξανάρχεται το μήνυμα: «Γιατί;» ή «Προς Τι» χαμένα πάνε όλα.
            Δώ πιάνεις  και βάζεις στο χαρτί τη ψυχή σου και τη δίνεις στους ανθρώπους  και το αντίκρυσμα είναι αυτό.
            Ξέρω πως θα μου πείτε, πως ακριβώς γι' αυτό.... Το καταλαβαίνω, μα δεν μπορώ. Λέω πως είμαι πιο πολύ για λύπηση παρά για παρεξήγηση.
            Τι φωτογραφίες και σκίτσα μου ζητάτε; Οχτώ διηγήματα και δυό νουβέλλες, που  είναι η γνωστή προσφορά μου αξίζουνε και για φωτογραφία; Δεν το νομίζω.
            Αν θέλετε να βάλλετε κριτική στο περιοδικό γι' αυτή τη μικρή μου προσφορά σας ευχαριστώ, να βάλλετε, όχι όμως και φωτογραφίες. Ο συνεργάτης σας κ. Γκίκας έχει τη σωστή δαχτυλογραφημένη «Εκάβη». Αν θέλετε να βάλλετε μαζί με την κριτική και κανά απόσπασμα πάρτε  σας παρακαλώ τις τελευταίες σελίδες.
            Δεν ξέρω αν μπόρεσα να σας πω αυτά που ήθελα, για να σας τα πώ όλα χρειάζονται πολλές κόλες χαρτί.
 
Φιλικά 
Β. Λούλης
 
Υ.Σ. Να και λίγη αισιοδοξία:
            Είναι το εισαγωγικό δημοσίευμα της μεταφράστριας κ. Savint Soline: Το είχαν τα «Letters Frangaises» στην πρώτη σελίδα τη μέρα που άρχισαν τη δημοσίευση.
            Η μετάφραση είναι του γιατρού  του Σαραφιανού. Ίσως να τον ξέρετε, έκαμε κάμποσα χρόνια δήμαρχος στη Χαλκίδα.
                                                                                                                        Λ.
 
 
 
 
 
**********
 
            Αυτά, τα δύο γράμματα, που δημοσιεύσαμε εδώ - ιδίως  το δεύτερο σε βάζουν σε πολλές μελαγχολικές σκέψεις. Σε κάνουν, επίσης, να βγάλεις μερικά συμπεράσματα, πολύτιμα και εξαιρετικά χρήσιμα για την μαρτυρική ζωή του σπουδαίου πεζογράφου και ανθρώπου.
 
 
 
            Και θα είναι πολύτιμα, ιδίως για τον Ιστορικό της Λογοτεχνίας  και πιο πολύ για τον μελλοντικό βιογράφο του Λούλη.
            Και στα γράμματα αυτά δεν απουσιάζει ο αφηγηματικός χαρακτήρας του γράψαντος. Η αφήγηση μοιάζει νάναι Κατά - Γραφή, των συναισθημάτων και των σκέψεων του Λούλη, μια καταγραφή γεμάτη εναλλαγές και ποικιλία.
            Φορές η αφήγηση - καταγραφή παίρνει τη μορφή εξομολόγησης ή παραμιλητού, που συγκλονίζει  τον αναγνώστη με τον σπαραξικάρδιο τρόπο έκφρασης.
            Τελειώνοντας  το κείμενο  του Β. Λ. - εδώ  τα γράμματα έχεις την αίσθηση, πως ο συγγράφων σου κάνει απολογισμό πεπραγμένων, έναν απολογισμό που βασικά στηρίζεται στην αναπόληση.
            Αναπολώντας και μαζί καταγράφοντας ο Λούλης δεν επινοεί6, αλλά μάλλον ενθυμείται , ότι είδε, άκουσε, βίωσε. Η Μνήμη  του είναι ρωμαλέα  και άσφαλτη, μπουκωμένη από άφθονα περιστατικά7. Ενώ η φαντασία ατροφική πάντα χάνεται στη σκιά της γιγάντιας Μνήμης.
            Ο Λούλης δεν έχει την δυνατότητα να εμβαθύνει στα γεγονότα της υπάρξεως αλλά πάντα συγκινημένος χωρίς να κινδυνεύει να χάσει την ενάργεια και δραματικότητά του,  γράφει...... Η ανάγκη για γράψιμο στο συγγραφέα του «Παραμιλητού» είναι πρωτογενής. Δεν φαίνεται να έχει υποστεί κανένα είδος διεργασίας άλλης εκτός εκείνης της εργώδους της ενδομύχου, που είναι υπόγεια - υπόθεση δηλ. υποσυνειδήτου  ιδιοσυγκρασίας και χαρακτήρος, του συγγραφέα.
            Και παρόλο που δεν έχει παιδεία - ο απόφοιτος αυτός του Σχολαρχείου - πετυχαίνει τους στόχους του. Μπορεί με δυό τρείς και μόνο λέξεις να χτυπήσει με σφυριές το κεφάλι του αναγνώστη του, όπως λέει στο πρώτο γράμμα του, - να σχηματίσει την ανάλογη ατμόσφαιρα. Να μας φέρει στα γεγονότα της εποχής όπως διαδραματίστηκαν. Περίπτωση Διοικητή Χωροφυλακής Ευβοίας, που θέλει να κάνει τον άμοιρο Λούλη χαφιέ  των «οργάνων τάξεως» να αστυνομεύει και να καρφώνει αριστερούς της περιοχής.
            Χαίρε νεοελληνικέ Μεσαίωνα, με τα Μεσημεριανά Σκοτάδια σου, όπως γράψαμε ήδη στα προλεγόμενά μας.
            Αλλά από πού πήρε αφορμή ο Διοικητής για να καλέσει σε συνεργασία ένα τέως Εαμίτη - ιδρυτικό μέλος του ΕΑΜ Κύμης: Ίσως από τα θρυλούμενα , πως ο Λούλης ενώ έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση μέχρι το 1944... απ' εκεί και πέρα αποτραβήχτηκε  από την Οργάνωση για άγνωστους, ως τώρα, λόγους (Μιμίκα Καραχάλιου στο «Πρόλογο» του Β' Τόμου των απάντων του Β. Λούλη, Εκδ. «Κέδρος»).
            Ωστόσο, κατά κοινή ομολογία στάθηκε αμετακίνητος  Ιδεολογικά. Κυνηγημένος  ανήλεα και αμείλικτα απ' τη μοίρα, πέρασε βάσανα φριχτά. Ήρθε  σε οριστική ρίξη με το οικογενειακό του  περίγυρο, με το συντηρητικό κατεστημένο της Κύμης όπου και άφησε την τελευταία του πνοή ξεχασμένος και απογοητευμένος.
            Τόσα χρόνια μετά τον άδοξο χαμό του και να ο Β. Λούλης βγαίνει, ο δεδιωγμένος άλλοτε ένεκεν δικαιοσύνης, βγαίνει σήμερα δικαιωμένος! Ο Μορφωτικός και Εκπολιτιστικός Σύλλογος της Γενέτειρας ξανατυπώνει σε Πολυτελή έκδοση την Λυσίκομο Εκάβη  με τις πασίγνωστες ξυλογραφίες  της Βάσως Κατράκη και προλογικό κριτικό σημείωμα  του λογοτέχνη Κώστα Ασημακόπουλου, που έχει, μακρινές ρίζες καταγωγής από τη Κύμη.
            Και ήταν τω όντι ευτύχημα για την Νεοελληνική Λογοτεχνία - Πεζογραφία, που ο Βασίλης Λούλης , μπόρεσε να σταθεί όρθιος. Να ξεπεράσει τις αντίξοες  περιστάσεις των καιρών. Να νικήσει τις οδύνες και τα προσωπικά του βάσανα και με δραματικό τρόπο να βρεί ενωρίς, για τον ίδιο και τα γράμματά μας, το λυτρωτικό του δρόμο!
            Με τη δυνατή του Μνήμη εξομολογήθηκαν  τον πολυκύμαντο βασανισμένο του βίο - του ναυτεργάτη κυρίως. Είπε και έγραψε και περιέγραψε τις βιώσεις του. Κατέγραψε  τα συνταραχτικά γεγονότα της ζωής του.... και στάθηκε - ωραίος κι αυτός  ζωγράφος των ταπεινών - δίπλα στους  απέθαντους ηρωές του, με στοργή και συγκίνηση.
            Η Εύβοια, και η Γενέτειρά του Κύμη, είναι υπερήφανη σήμερα για τον Πεζογράφο της Β. Λούλη! Αυτός και ο Σκαρίμπας, μοναδικοί στο είδος της λογοτέχνες, έδωσαν νέα πνοή στην ισχνή Ευβοϊκή, σχεδόν ανύπαρκτη  πρίν, λογοτεχνία.
            Ο Βασίλης Λούλης έχει πάρει ήδη μία εξέχουσα θέση στη συνείδηση  όλων όσων αγαπούν τη μεταπολεμική μας Πεζογραφία και τα Νεοελληνικά μας Γράμματα.
            Υπήρξεν άνθρωπος  ειλικρινής με τον εαυτό του και με τους άλλους. Η πρωτόγονη κοινωνιολογία του δεν ήταν κήρυγμα, αλλ' έβγαινε  μέσ' απ' τα περιστατικά σαν διαμαρτυρία για την στυγνή εκμετάλλευση  του ανθρώπου από άνθρωπο.
            Ο,τι πίστευε, ό,τι έγραψε, ό,τι ζούσε ο Λούλης ήταν μακρυά από κάθε εκζήτηση,  καχυποψία και προσποίηση. Παρέμεινε σταθερός και αμετακίνητος στις θέσεις του και ταξίδευε και τώρα που έφυγε με το ίδιο φορτηγό το ωκεανοπόρο, των τυφώνων νικητής αυτός με το Φωτεινό Τέλος μιας σκοτεινής ζωής!
 



1 Το γράμμα  αυτό της 28ης Σεπτεμβρίου 1958, του Βασίλη Λούλη, σταλμένο από την Κύμη - Ευβοίας που είναι η Γενέτειρα του αποστολέα, προς τον Θεοδόση Δασκαλόπουλο - Διευθυντή τότε του φημισμένου λογοτεχνικού  περιοδικού «Ευβοϊκός Λόγος», είναι γράμμα αδημοσίευτο όπως και αυτό που ακολουθεί με ημερομηνία: 25 Οκτωβρίου 1959, του Βασίλη Λούλη, επίσης αδημοσίευτο. Με την άδεια του αποδέκτη κυρίου Θεοδ. Δασκαλόπουλου, μου την παραχώρησε η κυρία Καλ. Χατζηγιάννη Διευθύντρια  του Ιστορικού Αρχείου Χαλκίδος, όπου και ο Δασκαλόπουλος  τα έχει καταθέσει μαζί με άλλο πλούσιο αρχειακό υλικό. Και τους δύο τους ευχαριστώ και δημόσια, για την παραχώρηση αυτή.
2 «Η ανθολογία Ευβοέων ποιητών», κυκλοφόρησε αυτή την ίδια χρονιά:  1958, από το Νομάρχη Ευβοίας Ανδρέα Ιωάννου. Έχει γράψει γι' αυτόν ο Θ. Δασκαλόπουλος, προσφάτως. Ως προς την ανθολογία  του Γ. Γκ.  απ' ότι ξέρω δεν κυκλοφόρησε ποτέ! Δύο χρόνια μετά : 1960, ο Γ. Γκ. είχεν αναγγείλει  την έκδοση με τα ακόλουθα  - υποσημείωση στη Διάλεξη του Γ. Γκ. ΕΥΒΟΪΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Διάλεξη Αθήνα 1960 «για να δικαιολογήσει την έλλειψη παραθεμάτων κειμένων στην ομιλία του.....». «Η προσεχής» γράφει έκδοση του βιβλίου μου «Ανθολογία Ευβοϊκής Πεζογραφίας και ποίησης, 1700-1960», ελπίζω να καλύψει με τον αντιπροσωπευτικότερο τρόπο το κενό, που παρουσιάζεται στη δημοσίευση αυτής της ομιλίας.....»
3 Πρέπει  να αναφέρεται ο Λούλης, στο βιβλίο του, που του τύπωσαν στα 1952, οι περιοδικές εκδόσεις: «Πειραϊκά Γράμματα» με τίτλο: « Λυσίκομος Εκάβη και άλλες Ιστορίες». Την έκδοση αυτή, ο συγγραφέας φαίνεται πως την ανασκεύασε.
4 Διατηρήθηκε η ορθογραφία του αποστολέα του γράμματος.
5               Στο αμέσως επόμενο τεύχος του «Ευβοϊκού Λόγου»  δημοσιεύτηκε ένα καταπληκτικό διθυραμβικό κείμενο για το Λούλη από το δαιμόνιο Μαριάμπα - Σκαρίμπα - Προ - ΛΕΓΟΝΤΑΣ  τα της «κραυγής» του Γάλλου ΚΛΑΙΡ ΣΑΙΝΤ - ΣΟΛΙΝ: ΤΑ «ΓΑΛΛΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» (Letters Frangaises) ΓΙΑ ΤΗΝ «ΛΥΣΙΚΟΜΗΝ ΕΚΑΒΗ» ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΛΟΥΛΗ (τεύχος 21-22 Νοεμβ. - Δεκεμβρ. 1959).
Ελάχιστος  εγώ, θα κάμω ωστόσο μια  - απο δω παρουσίαση, οι δε ως οι πτερωτοί  «καρδινάλιοι» των τροπικών παραδείσων  λαχανογράφοι του άστεου, ας μου συχωρέσουν..... το θράσος.
Είναι  του ασκητικού αυτουνού της Κύμης ογκόλιθου, αυτουνού του - τώρα ακροθαλασσίτη - εξαίσιου ορνέου. Οι γλυκάζοντες ησυχαστές της λόγιας ιντελιγκέντσια  ( τα «μεγάλα - αυτά ονόματα σε ασήμαντους δρόμους» όπως τους έλεγε ο μακαρίτης Καριωτάκης) θα αιστανθούν πάλι σαν βραχυκυκλωμένα τα φώτα τους και σαν λιποθυμιά το άκουσμά του.  Μες στις ερημιές των τόπων τους σφυράνε ως για να τους ιδίους των - αυτοί -  να βρούν τις βαφές). Έτσι, άνθρωποι πραχτικοί, νοικοκυραίοι, αντίς να βρωμάν σαρδελλόζουμα ( την πατροπαράδοτη  μπακαλογατίλα, στη ρόγα - και περίμενε  να γίνουν κι αυτοί μπακαλάτορες) εξέλεξαν  μια δουλειά κόμ-ίλ-φώ.  Έγιναν γλυκομεσονύχτιοι λόγηδες!  Και ποιος να τους τόλεγε; Ταξιδάκια  μεταξύ Μοσκοβιάς και Αμέρικας (ας είναι καλά τα κορόϊδα) ποσοστάκια, βραβειάκια και πόζες τους «εφημεριδιστί « στο καντίνι. Και μια που το λίγο δε φτάνει μα και το πολύ δεν περισσεύει, να και (λαχαν-)  αγορές  των βιβλίων τους..... με τον τόννο απ' το Κράτος. Οι θεοί ευφημούσι! Διότι τ'  όντι έχει ο θεός - παναπεί ο λαουτσίκος . Υπάρχει  που η προοπτική  βιβλιάριου  μετά «εκαστιαίας» - του - πρώτης. Το μόνον που τους «μεταμελεί» το «πρωθύστερον» εκείνο το του μακαρίτη Κονδύλη: «Αν ήξερα τι με είχα να κάμω κορόϊδο λαό, θα τούχα μπεί από δεκανέας στο σβέρκο»!
Έλα όμως που δεν τα χάβουν αυτά οι κουτόφραγκοι. Το εγκυρότερο κριτικό περιοδικό της Γαλλίας, ένα από τα παγκόσμιας φήμης για την περιωπή και την άκραν του ενημερότητα, φύλλο, άνοιξε διάπλατα την επίσημη πόρτα του, γι' αυτόν τον θαλασσοδαρσίτη  της Κύμης. Και πως τα λέει:
ΜΙΑ ΚΡΑΥΓΗ του ΚΛΑΙΡ ΣΑΙΝΤ ΣΟΛΙΝ
Χωρίς άλλο, εάν ήτο δυνατόν να ανατρέξη  κανείς εις την αρχήν κάθε φιλολογίας, θα εύρισκε μια κραυγή. Κραυγή  επαναστατική, κραυγή πόνου, κραυγή μίσους, κραυγή ελπίδος, αγάπης, θριάμβου χαράς. Κατόπιν  ανακατεύονται η τέχνη να τακτοποιήσει κανείς τις λέξεις, να σταθμίσει τις φράσεις, το γούστο της περιγραφής, η επιθυμία να εξηγήση και να πείση ο λόγος  και η τεχνική έχουν καταπνίξει και αντικαταστήσει την αρχική κραυγή. Παρ' όλα ταύτα, από καιρού εις καιρόν, στην μία ή στην άλλη χώρα, στο περιθώριο μιας φιλολογίας μη ανήκουσας σε κανένα είδος, συμβαίνει να ακούγεται μια από αυτές τις αυθεντικές κραυγές. Αν και μας έρχεται με μίαν μεγάλην καθυστέρησιν, αν και φθάνει από τον έναν εις τον άλλον τόπον, χωρίς να έχει ακουσθή προηγουμένως, μας συγκλονίζει και μας καλλιεργεί. Καθένας από μας, είτε είναι άνδρας είτε γυναίκα, είτε γνωρίζει είτε αγνοεί, είτε είναι καλλιτέχνης είτε όχι, αναγνωρίζει τους τόνους της και ξέρει ότι  πρόκειται όχι τόσο για μιαν εργασία του πνεύματος, όσο για την ιδίαν έκφρασιν της ανθρώπινης φύσεως και την ανεξάρτητον φωνή της.  Προερχομένη  από την σάρκα και τα σπλάχνα πηγαίνει κατ' ευθείαν στην σάρκα  και στα σπλάχνα  αυτού που την ακούει. Η «Λυσίκομος Εκάβη» είναι, μία από αυτές τις κραυγές που γίνονται όλο και πιο σπάνια μέσα στον κόσμο. Ο συγγραφέας, γέννημα ενός Ελληνικού νησιού, αφού εταξίδευσε επάνω σε όλες  τις θάλασσες όπως  τόσα παιδιά παραθαλάσσιων περιοχών, έχει αποτραβηχτεί τώρα στην ιδιαιτέρα του πατρίδα. Έχει γράψει πολλές ιστορίες και αυτό το βιβλίο, αυτό το τελευταίο πολύ διακεκριμένο  και πολύ σκαλισμένο, προεκάλεσε τέτοιους ενθουσιασμούς ώστε πολλοί αναγνώσται του διέσχισαν το Αιγαίον  με την επιθυμίαν να γνωρίσουν  από κοντά τον άνθρωπο που μιλούσε με αυτούς τους ορμητικούς τόνους.
Το ότι αυτό το βιβλίο είναι μια απλή βιογραφία, ο Λούλης το αρνείται. Παρ' όλα ταύτα είναι προφανές  ότι αποτελεί  τον καρπόν και την περίληψιν  αυτής ταύτης της ύπαρξής του. Το παράξενον  των σελίδων του, αυτό που με έκανε να τις μεταφράσω, είναι ότι από την μίαν άκρην ως την άλλην έχουν γραφεί  εις μίαν κατάστασιν πάθους. Είναι μία κραυγή βγαλμένη σε όλην την διάρκειαν εκατόν περίπου σελίδων  χωρίς ανάσα.
 
Δεν πρόκειται  να βρή κανείς ανέκδοτα εκεί. Το ανέκδοτο δεν έχει ρίζα και το παν, μέσα σ' αυτό το διήγημα, είναι βαθειά ριζωμένο.
Δεν πρόκειται  ακόμα περισσότερο να βρή κανείς, όπως στα συγγράμματα άλλων θαλασσοπόρων, γραφικές περιγραφές μακρυνών χωρών, ούτε αυτές τις τόσον συχνά εξυμνημένες από τους μυθιστοριογράφους και τα κινηματογραφικά έργα θεαματικές καταιγίδες. Θα βρή όμως την σκληρή ιστορία ενός ανθρώπου που μάχεται , που θέλει να ζήση και που η αντιξοότης τον ακολουθεί  όπου προσπαθεί να είναι δυνατός και νικάται από αδυναμίαν, κατόπιν ανορθούται για να ξαναπέση εκ νέου. Εκεί βλέπει κανείς την δύναμιν ενός ονείρου και την δυσκολίαν, την αδυναμίαν της πραγματοποιήσεώς του.
Όλη η αγνότης, η αθωότης της παιδικής ηλικίας είναι εκεί, ανέπαφοι , παρά την λέραν των λιμένων και του αμπαριού. Πίσω από αυτές υψώνονται  θαυμάσια και οικείαι, αι μεγάλαι σκιαί του αρχαίου θρύλου. Η δύναμις, η πυκνότης, ο τόνος των σελίδων αυτών σχηματίζουν ένα κανονικό έργο που να μη μπορεί να συγκριθή  με κανένα άλλο, ένα έργο που να μη μπορεί να ξεχασθή. Αυτός που τις διαβάζει  δεν θα τις ξανασυναντήσει πουθενά, εώς το τέλος των ημερών του είναι καταδικασμένος να ακούει να φωνάζουν. «Ίρμα! Ίρμα!» και, μαζί με τον «ΑΤΖΕΛΙΟ», να του τίθεται η ιδία ενοχλητική ερώτησις: «Υπάρχει θάλασσα στο Σικάγο;»
6 Βλ. και την Κριτική του Αλεξ. Κοτζιά, για την Λυσ. Εκάβη στο «Βήμα», την 7 Δεκεμβρίου 1971.
7 Βλ. και Αλ. Αργυρίου: «Αναψηλαφίσεις σε δύσκολους καιρούς», Κέδρος 1986

Δεν υπάρχουν σχόλια: