Την νήσον Εύβοιαν χωρίζει από τους αιγιαλούς της Αττικής και Βοιωτίας ο Εύριπος, πορθμός στενώτατος, επί του οποίου κατεσκευάσθη γέφυρα, ενόνουσα την νήσον με την στερεάν. Μήκος έχει 90 μιλίων κατά βορειοδυτικήν διεύθυνσιν, μέγιστον δε πλάτος 30 μιλίων ˙ αλλ’ εις εν μέρος το απ αιγιαλού εις αιγιαλόν διάστημα μόλις είναι τέσσαρα μίλια. Όρη έχει υψηλότατα˙ οι Δελφοί επί του ανατολικού παραλίου αναβαίνουν εις ύψος 7,266 ποδών, την κορυφήν έχοντες σχεδόν πάντοτε χιονοσκεπή˙ η δε Όρη, κοινώς Άγιος Ηλίας, πλησίον της Καρύστου, υψούται 4,718 πόδας˙ το όρος Κανδήλι, 4,200 πόδας, και το Τελέθριον 3,100, κείνται αμφότερα επί του δυτικού παραλίου προς άρκτον του Ευρίπου. Αι μόναι σημεριναί πόλεις είναι η Χαλκίς και η Κάρυστος, εξ ων η δευτέρα κείται εις το μεσημβρινόν άκρον της νήσου. Η δε Χαλκίς ευρίσκεται εις βόρειον πλάτος 38 26, και ανατολικόν μήκος 23 37, τοποθετημένη κατά το στενώτατον μέρος του Ευρίπου, του την νήσον από την στερεάν διαχωρίζοντος. Ο πορθμός ούτος είναι μόνον εκατόν είκοσι πόδας πλατύς ενταύθα. Η πόλις είναι περιτετειχισμένη˙ προφυλάσσεται δ’ έτι μάλλον, όπου τα τείχη δεν βρέχονται υπό του Ευρίπου, διά βαθείας και πλατείας ξηράς τάφρου. Τα τείχη ούτε παχέα είναι ούτε τακτικώς κτισμένα, αλλ’ έχουσι πυργίδια˙ οι πολυάριθμοι δε πτερωτοί λέοντες του Αγ. Μάρκου τρανώτατα μαρτυρούν ότι υπό Βενετών ανηγέρθησαν. Η εγκεκλεισμένη περιοχή είναι ως 2,400 ποδών το μήκος, ως 600 δε το πλάτος˙ επί Τούρκων, Χριστιανοί ποσώς δεν εκατοίκουν εντός της των τειχών περιφερείας˙αι οδοί είναι στενώταται, αλλ’ αι οικοίαι αρκετά ευρύχωροι. Διαφόρους πύλας έχει το φρούριον κατεσκευασμένας εις τρόπον πολύ περιπεπλεγμένον˙ η άνωθεν του Ευρίπου άγουσα είναι μάλιστα ελικοειδής και καλώς ωχυρωμένη. Υπάρχει δε και παρά τον αιγιαλόν της απέναντι στερεάς άλλο φρούριον, Καραβαβάς Τουρκιστί καλούμενον, επί λοφιδίου 130 πόδας υψηλού˙ τούτο ημπορεί να θεωρήται ως η ακρόπολις, καθότι υπέρκειται της πόλεως και κυριεύει αυτήν. Είναι δ’ άσχημον, επίμηκες κτίσμα, περί τους 1,200 πόδας μακρόν, 450 δε πλατύ. Τα τείχη τόσον είναι χαμηλά εις τινα μέρη, ώστε ανήρ δραστήριος ημπορούσε να πηδήση επ’ αυτών˙ είναι δε όμοια και σύγχρονα με τα της πόλεως. Κατά το μέσον έχει ο Εύριπος πλάκα ή πέτραν, επί της οποίας είναι φρούριον ωκοδομημένον˙ γεννώνται δ’ ούτω δύο πορθμοί, εξ ων ο μεν προς την στερεάν, καίτοι οπωσούν ο πλατύτερος, χρησιμεύει μόνον εις πλοιαρίων διάβασιν, καθότι το βάθος αυτού ποτέ δεν υπερβαίνει τους τρεις πόδας. Μεταξύ δε της πέτρας και των τειχών της Χαλκίδος υπάρχει διάστημα 33 ποδών, και το ελάχιστον βάθος εν καιρώ της μεγίστης των υδάτων υψώσεως είναι επτά πόδες. Ενταύθα συμβαίνει η θαυμαστή παλίρροια, ήτις τοσούτον διεφήμισε τον πορθμόν του Ευρίπου˙ ενίοτε το ύδωρ ρέει ως οκτώ μίλια την ώραν, πίπτον υποκάτω της γεφύρας ως ένα ήμισυν πόδα˙ αλλά το παραδοξότερον είναι, ότι πλοία 450 πόδας εκ της γεφύρας δεν αισθάνονται ποσώς το ρεύμα τούτο. Κάποτε μεν ηρεμεί, σπάνια όμως˙ μεταβάλλει δε εις ολίγα λεπτά την διεύθυνσιν, και σχεδόν αμέσως πάλιν αναλαμβάνει την συνήθη ταχύτητα, ήτις είναι από τέσσαρα έως πέντε μίλια την ώραν˙ πάντοτε όμως προς το νότιον μέρος ρέει ταχύτερα. Το αίτιον του φαινομένου τούτου εξηρεύνησε τοπάλαι ο μέγας Αριστοτέλης, αλλ’ ουδ’ άλλος τις μέχρι της σήμερον, ηδυνήθη να φθάση εις την ανακάλυψίν του˙ αι παλίρροιαι αύται φαίνονται παντάπασιν ακανόνιστοι. Εκατέρωθεν του Ευρίπου υπάρχει λιμήν˙ ο προς άρκτον, καίτοι μικρός, είναι βαθύς, ασφαλής, αρμοδιώτατος εις ναυπηγίαν, και πολλών πολεμικών πλοίων χωρητικός. Προς μεσημβρίαν της γεφύρας ευρίσκονται δύο λιμένες, εξ ων ο ενδότερος νομίζεται ως ο της Αυλίδος, όπου συνήχθη ο ελληνικός στόλος πριν εκπλεύση κατά της Τρωάδος. Έχει δε περίπου ενός μιλίου πλάτος και ίσον μήκος, με εξ οργυιών βάθος καθ’ όλον το διάστημα˙ αλλά σύρτις 14 ποδών, επί του στενού του με τον εξώτερον λιμένα συγκοινωνούντος, εμποδίζει την είσοδον μεγάλων πλοίων. Ο εξώτερος λιμήν, όστις είναι δύο ήμισυ μίλια μακρός, εν δε πλατύς, συνενούται με τον λιμένα της Αυλίδος διά πορθμού ήμισυ μόνον μίλιον κατά το μήκος, και 1,200 πόδας πλάτος˙ αλλ’ η προς νότον έξοδος αυτού είναι στενή και περιπεπλεγμένη. Επί της στερεάς, ολίγον τι νοτιώτερα της Χαλκίδος, και παρά την θάλασσαν, υπάρχουσι λείψανά τινα παμπαλαίων Κυκλοπείων τειχών, τα οποία πιθανόν ότι δεικνύουσι της Αυλίδος την τοποθεσίαν. Βέβαια δεν ημπορεί να ευρεθή τόπος αρμοδιώτερος ως κεντρική θέσις διά τους πολυαρίθμους συμμάχους ηγεμόνας του μεγάλου άνακτος των Μυκηνών, και ο λιμήν είναι αρκετά ευρύχωρος, ώστε να περιέχη τα εκπλεύσαντα κατά του βασιλέως Πριάμου χίλια πλοία. Εις την κατά της Ελλάδος εκστρατείαν του Ξέρξου (π.Χ. 480) ο Περσικός στόλος έμεινε καιρόν τινα προσωρισμένος περί το βόρειον ακρωτήριον της Ευβοίας, το Αρτεμίσιον, όπου και συνέβησαν διάφοροι ναυμαχίαι. Μέρος των Περσικών πλοίων, όσα εστάλθησαν από το έξωθεν της νήσου, εναυάγησαν επί του ανατολικού παραλίου, το οποίον και την σήμερον ακόμη φοβούνται οι ναύται, καθότι ον αλίμενον ουδεμίαν παρέχει καταφυγήν εις το διάστημα των σφοδρών βορειοανατολικών ανέμων, οίτινες αυξάνουσι την ορμήν μεθ ης προσβάλλει κατ’ αυτού το ρεύμα του Ελλησπόντου. Το πλείστον δε μέρος του Περσικού στόλου ηκολούθησε τους Έλληνας διά του στενού πορθμού του Ευρίπου, όθεν και δυνάμεθα να λάβωμεν ιδέαν τινά περί του μεγέθους των κατ’ εκείνην την εποχήν συνειθιζομένων πλοίων. Συμπεραίνομεν τουλάχιστον, ότι κανέν απ’αυτά δεν ημπόρει να έλκη πλέον παρ’ επτά ποδών ύδωρ, και τα περισσότερα είλκον ίσως έτι ολιγώτερον. Μεγίστας βελτιώσεις επιδέχεται η Χαλκίς, και ηδύνατο να κατασταθή εμπορικώτατη. Με ολίγην δαπάνην η εκ της γεφύρας διάβασις ημπόρει να γένη ευκατόρθωτος και εις πλοία 300 ή 400 τόνων, ώστε ν’αποφεύγωσι τοιουτοτρόπως τον κίνδυνον του περνάν από το έξωθεν παράλιον της Ευβοίας. Ιστορία της Ευβοίας. Της νήσου ταύτης οι πρώτοι κάτοικοι πιθανόν ότι ήσαν Πελασγοί, οίτινες λέγεται προ των ιστορικών Χρόνων κατώκουν τας πλειοτέρας των νήσων του Αιγαίου Πελάγους. Την Κάρυστον, και τα Στύρα εθεμελίωσαν οι Δρύοπες ελθόντες εκ του όρους Οίτης, την δε Χαλκίδα και Ερέτριαν οι Αθηναίοι προ των Τρωϊκών. Ο Όμηρος καλεί Αβάντας τους κατοίκους της Ευβοίας, και αναφέρει αυτούς ως αριστεύσαντας εις την κατά της Τρωάδος εκστρατείαν. Οι δ Εύβοιαν έχον μένεα πνείοντες Αβαντες, Χαλκίδα τ, Ειρέτριάν τε, πολυστάφυλον θ Ιστίαιαν, Κήρινθόν τ’ έφαλον, Δίου τ αιπύ πτολίεθρον, Οίτε Κάρυστον έχον, ήδ οι Στύρα ναιετάασκον˙ Των αυθ ηγεμόνευ Ελεφήνωρ, όζος Αρηος, Χαλκωδοντιάδης, μεγαθύμων αρχός Αβάντων. Τω δ’ άμ Αβαντες έποντο, θοοί, όπισθέν κομόωντες, Αιχμηταί, μεμαώτες ορεκτήσιν μελίησιν Θώρηκας ρήξειν δηϊών αμφί στήθεσιν. Οι Ιστιαιείς ελέγετο ότι ήσαν άποικοι των Περραιβών˙ αλλ’ οι Αθηναίοι φαίνεται ότι εστάθησαν εξ αρχαιοτάτων χρόνων οι της Ευβοίας κυριώτεροι αποικισταί. Κατά την αυγήν των ιστορικών χρόνων ευρίσκομεν την Χαλκίδα και την Ερέτριαν δύο ανεξαρτήτους μεν, συμμαχικάς δε πόλεις, αίτινες είχον εις μεγίστην ευδαιμονίαν προοδεύσιν, κυριεύουσαι τας νήσους Άνδρον, Τήνον, και αποικίας στέλλουσαι εις τα παράλια της Μακεδονίας και Θράκης, ως και εις τους αιγιαλούς της Ιταλίας και Σικελίας. Η Νάξος, το πρώτον εν Σικελία Ελληνικόν κατάστημα, και η Κύμη εκ των εν Ιταλία παλαιοτάτων, ήσαν αποικίαι της Χαλκίδος. Η Ερέτρια όμως και η Χαλκίς ήλθον εις έριδας, και ο Θουκυδίδης αναφέρει τον μεταξύ αυτών πόλεμον ως ένα των αρχαιοτάτων Ελληνικών. Αλλά κατ ευτυχίαν εις ουδέτερον από τα μέρη έφερε πανωλεθρίαν ούτος ο πόλεμος˙ την έκτην δε π. Χ. εκατονταετηρίδα ευρίσκομεν ανθούσας έτι τας δύο κοινότητας υπό την Κυβέρνησιν των Ιπποβοτών, ήτοι των ευγενεστέρων και πλουσιωτέρων από τους πολίτας. Κακή τύχη συνήργησαν μετά του Κλεομένους εις την επιδρομήν της Αττικής, την οποίαν επεχείρησε μετά την εξορίαν των Πεισιστρατιδών˙ κατά συνέπειαν δε, αφού οι Αθηναίοι απέκρουσαν τον Κλεομένην, κατέδραμον την Εύβοιαν, περί το 506 π.Χ., ενίκησαν τους Βοιωτούς, οίτινες είχον έλθει προς βοήθειαν της Χαλκίδος, και αλώσαντας την πόλιν ταύτην, βαρέως αυτήν ετιμώρησαν, έβαλον εις δεσμά πολλούς εκ των πολιτών, εωσού εξηγοράσθησαν, και εδήμευσαν όλην την περιουσίαν των Ιπποβοτών, δόντες την γην αυτήν εις Αθηναίους υπηκόους, τους οποίους έστειλαν εις την νήσον 4000 τον αριθμόν. Η Εύβοια έπεσε τώρα κατά μέγα μέρος υπό την Αθηναϊκήν δύναμιν. Μετά ταύτα οι Ευβοείς έστειλαν μετά των Αθηναίων βοήθειαν εις τους εν Ασία Ίωνας, τους τότε πολεμούντας κατά του Δαρείου Υστάσπου, και τα στρατεύματά των συνήργησαν εις την πυρπόλησιν των Σάρδεων (499 π.Χ.)˙ εκ τούτου προήλθεν η πρώτη κατά της Ελλάδος εισβολή των Περσών. Οι Σατράπαι Δάτις και Αρταφέρνης εις Εύβοιαν αποβάντες μετά πολυαρίθμου στρατού, κατέστρεψαν εξ ολοκλήρου την Ερέτριαν, και έπεμψαν τους κατοίκους αυτής ως ανδράποδα εις την Ασίαν. Οι Πέρσαι διεπέρασαν ακολούθως εις την Αττικήν, όπου κατετροπώθησαν, εις την εν Μαραθώνι μάχην. Εις την δευτέραν Περσικήν επιδρομήν, την υπό τον Ξέρξην, η Χαλκίς και άλλαι πόλεις της Ευβοίας επλήρωσαν ναυς, αίτινες, μετά του λοιπού Ελληνικού στόλου εναυμάχησαν κατά των Περσών εις το Αρτεμίσιον. Οι Ιστιαιείς μόνοι έκλιναν προς τους Πέρσας. Μετά το τέλος του Περσικού πολέμου, οι Αθηναίοι εκ νέου επολέμησαν εις την Εύβοιαν υπό τον Μιλτιάδου Κίμωνα, και καθυπέταξαν τους επαναστάτας Καρυστίους. Το δε 445 π.Χ. εξερράγη γενικωτέρα της Ευβοίας επανάστασις κατά των Αθηνών˙ αλλ’ ο Περικλής με 5,000 οπλίτας στρατεύσας εις την νήσον, ενέκτησε την προτέραν κυριότητα˙ αι Ευβοϊκαί πόλεις κατήντησαν υποτελείς των Αθηνών, και Αθηναϊκή αποικία κατεστήθη εν Ωρεώ εις την χώραν των Ιστιαιέων, την επί του αρκτώου δηλαδή παραλίου εύφορον πεδιάδα. Η νήσος ήτο πολλού λόγου αξία εις τους Αθηναίους˙ παρείχεν εις αυτούς σίτον και ίππους , ελογίζετο δε πολυτιμωτέρα παρ’ όλας ομού τας λοιπάς αποικίας των. Eπί του Πελοποννησιακού πολέμου, μετά την εν Σικελία ήτταν των Αθηναίων, συνέβη και άλλη γενική της Ευβοίας επανάστασις, και η νήσος ετέθη υπό την προστασίαν της Λακεδαίμονος˙ αλλ’ επανήλθε μετά ταύτα εις την Αθηναϊκήν συμμαχίαν, αφού ανέλαβον αι Αθήναι την ανεξαρτησία των˙ από του καιρού δ’ εκείνου αι τέσσαρες κυριώτεραι πόλεις αυτής, η Χαλκίς, η Ερέτρια, (ήτις είχε μετακτισθήν πλησίον εις τον τόπον της καταστραφείσης υπό των Περσών αρχαίας πόλεως), η Κάρυστος, και ο Ωρεός, έχαιρον είδος αστυκής αυτονομίας και ανεξαρτησίας υπό την ηγεμονίαν των Αθηναίων˙ υπέρ της ηγεμονίας δε ταύτης διεφιλονίκουν ούτοι ενίοτε με τους Θηβαίους, οίτινες ηναγκάσθησαν επί τέλους να παραιτήσωσι την νήσον. Συνεμάχησαν όμως οι Ευβοείς μετά των Θηβαίων εναντίον των Σπαρτιατών, και επολέμησαν υπό τον Επαμινώνδαν. Εν τω μέσω δε της γενικής καταπτώσεως, ήτις μετά τον θάνατον του Επαμινώνδου κατέλαβε τα κυριώτερα της Ελλάδος κράτη, η Εύβοια φαίνεται ότι αφέθη κατά μέγα μέρος εις εαυτήν. Αι κυριώτεραι αυτής πόλεις υπέπεσον εις την εξουσίαν αρχόντων ή τυράννων, ως εκαλούντο, χωρίς τινα μεσολάβησιν εκ μέρους των Αθηναίων. Περί το 350 π. Χ. οι του Μνησάρχου δύο υιοί Καλλίας και Ταυροσθένης, άρχοντες τότε της Χαλκίδος έκαμαν προτάσεις τινάς εις τον Μακεδόνα Φίλιππον, με σκοπόν να λάβωσι παρ’ αυτού βοήθειαν προς καθυπόταξιν του λοιπού μέρους της νήσου˙ την ευκαιρίαν ταύτην προθύμως έδραξεν ο Φίλιππος. Ο Πλούταρχος δε, όστις ταυτοχρόνως ήτο τύραννος της Ερετρίας, εζήτησε παρά των Αθηναίων να κωλύσωσι την επέμβασιν του Φιλίππου. Οι Αθηναίοι έστειλαν εκστρατείαν υπό τον Φωκίωνα, όστις ενίκησε τους Χαλκιδείς μετά δυνατήν μάχην˙ αλλά τούτο ουδόλως επέφερε την ποθουμένην έκβασιν, επειδή ο Καλλίας έμεινε κάτοχος της Χαλκίδος, και η Μακεδονική επιρροή εστερεώθη απανταχού της νήσου. Ενώ έλειπεν ο Αλέξανδρος εις τους Περσικούς πολέμους, οι Χαλκιδείς ηύξησαν και εβελτίωσαν τα οχυρώματά των, τα οποία εξετείνοντο εις την στερεάν επάνωθεν της επί του Ευρίπου κατασκευασθείσης γέφυρας. Ότε η των Βωμαίων επιρροή ήρχισε να εκτείνεται εις την Ελλάδα, η Χαλκίς και αι άλλαι της Ευβοίας πόλεις συνεμάχησαν με την Ρώμην, έμειναν δε σταθεραί εις την συμμαχίαν ταύτην καθ όλον το διάστημα του Αιτωλικού πολέμου. Η Χαλκίς υπέκλινε μετά ταύτα εις τον Αντίοχον. Επί του Αχαϊκού πολέμου, μετά την καταστροφήν της Κορίνθου, αλωθείσα και η Χαλκίς ηρανίσθη υπό των Ρωμαίων, και η νήσος όλη υπέπεσεν εις την κυριότητα της Ρώμης. Βαθμηδόν έκτοτε παρήκμαζε κατά τον πληθυσμόν και την αξιολογότητα˙ επί δε των αυτοκρατόρων και ο Παυσανίας και ο Δίων μας βεβαιούσιν ότι κάκιστα είχεν. Εις τον διαμελισμόν της ανατολικής αυτοκρατορίας τον υπό των Λατίνων ή Φράγκων, η Εύβοια έπεσεν εις τους Βενετούς, οίτινες βαρβαρικώς εκάλεσαν αυτήν Νεγροπόντε, εκ του Έγριπος (διεφθαρμένου απ’ το Εύριπος) και του Πόντε κατά διαφθοράν σχηματίσαντες την λέξιν. Από τους Βενετούς επήραν την νήσον οι Τούρκοι το 1470, κυριεύσαντες την πρωτεύουσαν Χαλκίδα, και σφάξαντες όλους τους κατοίκους. Το 1688 ο Βενετός Δούξ και ο στρατηγός Μοροσίνης απέκλεισαν αυτήν, αλλά μετά φονικήν πολιορκία ηναγκάσθησαν να μετεμβώσιν άπρακτοι εις τα πλοία μεγάλως ζημιωθέντες. (Εκ της Αποθήκης των Ωφελίμων Γνώσεων)
http://kosmopolis.lis.upatras.gr/index.php/apothiki1?fbclid=IwAR2_GtVTDO2hm4hyxdHddPcHqYKAdqOesDeuKQGVrQ3EpTULSVqQwNCKKZw
http://kosmopolis.lis.upatras.gr/index.php/apothiki1?fbclid=IwAR2_GtVTDO2hm4hyxdHddPcHqYKAdqOesDeuKQGVrQ3EpTULSVqQwNCKKZw
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου