ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025

ΟΥΛΑΛΟΥΜ

Tο ποίημα Ουλαλούμ περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή του Γιάννη Σκαρίμπα Εαυτούληδες (1950). Η καθηγήτρια της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Χριστίνα Ντουνιά, στο βιβλίο «Στη σαγήνη του Ε.Α.Πόε » αναφέρει: Ο Γιάννης Σκαρίμπας, τιτλοφορεί την πρώτη του ποιητική συλλογή «Ουλαλούμ», από το ομώνυμο ποίημα του Πόε. Ο Σκαρίμπας γοητεύεται σε τέτοιο βαθμό από την υποβλητική σκηνογραφία, την ατμόσφαιρα του παράδοξου, αλλά και τις αιθέριες ρομαντικογενείς γυναικείες μορφές του Πόες, ώστε συλλαμβάνει και ενσωματώνει στο ποιητικό και πεζογραφικό του έργο όχι μόνο εξωτερικά στοιχεία, όπως είναι π.χ. τα γυναικεία ονόματα των διάσημων ομώνυμων ποιημάτων του Πόε, αλλά και τρόπους αφηγηματικής τεχνικής, όπως είναι ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής που αφηγείται την απίστευτη ιστορία του. 




Κατά τον καθηγητή Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο: Το ηχολαλικό Ulalume μπορεί-αν δεν σχετίζεται με την αραβικό επιφώνημα ulalum – να προέρχεται από το λατινικό «ululo», ομόρριζο και συνώνυμο του «ολολύζω» (και του νεοελληνικού «ουλουλάω),

Από το αρχαιολληνικό ρήμα ολολύζω παράγεται η λέξη  “ο ολολυγμός” και σημαίνει την θρηνητική κραυγή και οδυρμού σημείον, ο γοερός θρήνος, η ολολυγή




Ήταν σα να σε πρόσμενα Κυρά απόψε που δεν έπνεε όξω ανάσα, κι έλεγα: Θά 'ρθει απόψε απ' τα νερά κι από τα δάσα. Θά 'ρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή, αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι, και θα μυρίζει φώτα και βροχή και νιο φεγγάρι… Και να, το κάθισμά σου συγυρνώ, στολνώ την κάμαρά μου αγριομέντα, και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ χρυσή κουβέντα: …Πως να, θα μείνει ο κόσμος με το «μπα» που μ' έλεγε τρελόν, πως είχες γίνει καπνός και –τάχας– σύγνεφα θαμπά προς τη σελήνη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Νύχτωσε και δε φάνηκες εσύ, κίνησα να σε βρω στο δρόμο –οϊμένα– μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή κι εσύ με μένα. Τόσο πολύ μ' αγάπησες, Κυρά, που άκουγα διπλά τα βήματά μου! Πάταγα 'γώ –στραβός– μες στα νερά; κι εσύ κοντά μου… Tο ποίημα Ουλαλούμ περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή του Γιάννη Σκαρίμπα Εαυτούληδες (1950). O τίτλος του ποιήματος φαίνεται να παραπέμπει στο ομώνυμο ποίημα του Edgar Alan Poe («Ulalume», 1847)·


Έντγκαρ Άλλαν Πόε (Edgar Allan Poe,1809 – 1849)
















The skies they were ashen and sober;
      The leaves they were crispéd and sere—
      The leaves they were withering and sere;
It was night in the lonesome October
      Of my most immemorial year;
It was hard by the dim lake of Auber,
      In the misty mid region of Weir—
It was down by the dank tarn of Auber,
      In the ghoul-haunted woodland of Weir.
Here once, through an alley Titanic,   
   Of cypress, I roamed with my Soul—
      Of cypress, with Psyche, my Soul.
These were days when my heart was volcanic
      As the scoriac rivers that roll—
      As the lavas that restlessly roll
Their sulphurous currents down Yaanek
      In the ultimate climes of the pole—
That groan as they roll down Mount Yaanek
      In the realms of the boreal pole.


Our talk had been serious and sober,
      But our thoughts they were palsied and sere—
      Our memories were treacherous and sere—
For we knew not the month was October,
      And we marked not the night of the year—
      (Ah, night of all nights in the year!)
We noted not the dim lake of Auber—
      (Though once we had journeyed down here)—
We remembered not the dank tarn of Auber,
      Nor the ghoul-haunted woodland of Weir.

And now, as the night was senescent
      And star-dials pointed to morn—
      As the star-dials hinted of morn—
At the end of our path a liquescent
      And nebulous lustre was born,
Out of which a miraculous crescent
      Arose with a duplicate horn—
Astarte's bediamonded crescent
      Distinct with its duplicate horn.

And I said—"She is warmer than Dian:
      She rolls through an ether of sighs—
      She revels in a region of sighs:
She has seen that the tears are not dry on
      These cheeks, where the worm never dies,
And has come past the stars of the Lion
      To point us the path to the skies—
      To the Lethean peace of the skies—
Come up, in despite of the Lion,
      To shine on us with her bright eyes—
Come up through the lair of the Lion,
      With love in her luminous eyes."

But Psyche, uplifting her finger,
      Said—"Sadly this star I mistrust—
      Her pallor I strangely mistrust:—
Oh, hasten! oh, let us not linger!
      Oh, fly!—let us fly!—for we must."
In terror she spoke, letting sink her
      Wings till they trailed in the dust—
In agony sobbed, letting sink her
      Plumes till they trailed in the dust—
      Till they sorrowfully trailed in the dust.

I replied—"This is nothing but dreaming:
      Let us on by this tremulous light!
      Let us bathe in this crystalline light!
Its Sybilic splendor is beaming
      With Hope and in Beauty to-night:—
      See!—it flickers up the sky through the night!
Ah, we safely may trust to its gleaming,
      And be sure it will lead us aright—
We safely may trust to a gleaming
      That cannot but guide us aright,
      Since it flickers up to Heaven through the night."

Thus I pacified Psyche and kissed her,
      And tempted her out of her gloom—
      And conquered her scruples and gloom:
And we passed to the end of the vista,
      But were stopped by the door of a tomb—
      By the door of a legended tomb;
And I said—"What is written, sweet sister,
      On the door of this legended tomb?"
      She replied—"Ulalume—Ulalume—
      'Tis the vault of thy lost Ulalume!"

Then my heart it grew ashen and sober
      As the leaves that were crispèd and sere—
      As the leaves that were withering and sere,
And I cried—"It was surely October
      On this very night of last year
      That I journeyed—I journeyed down here—
      That I brought a dread burden down here—
      On this night of all nights in the year,
      Oh, what demon has tempted me here?
Well I know, now, this dim lake of Auber—
      This misty mid region of Weir—
Well I know, now, this dank tarn of Auber—
      In the ghoul-haunted woodland of Weir."

Said we, then—the two, then—"Ah, can it
      Have been that the woodlandish ghouls—
      The pitiful, the merciful ghouls—
To bar up our way and to ban it
      From the secret that lies in these wolds—
      From the thing that lies hidden in these wolds—
Had drawn up the spectre of a planet
      From the limbo of lunary souls—
This sinfully scintillant planet
      From the Hell of the planetary souls?"



Σταχτί και σκυθρωπό το χρώμα τ’ ουρανού
και τα φύλλα ήταν τριμμένα και ξερά –
ναι, τα φύλλα ήταν μαραμένα και ξερά.
Ήταν νύχτα θλιβερού Οχτώβρη
στης μνήμης μου την ανεξίτηλη χρονιά.
Ήταν δύσκολα στη μουντή λίμνη του Όβρη*
στην ομίχλη του μεσόκαμπου Γουήαρ –
μες στη μούχλα της πικρόλιμνης του Όβρη
στα βρικολακιασμένα δάση του Γουήαρ.

Εδώ κάποτε σε δρόμο με γιγάντια κυπαρίσσια,
περιπλανήθηκα συντροφιά με την Ψυχή μου
μες στα κυπαρίσσια οδήγησα την Αδερφή Ψυχή μου.
Κι ήταν μέρες που η καρδιά μου είχε λαύρα
σαν τα γεμάτα τέφρα ποτάμια που κυλούν –
σαν τις λάβες που αδιάκοπα κυλούν
ρέματα από θειάφι απ’ το Γιάανεκ ρέουν –
στα έσχατα κλίματα του πόλου –
που βογκούν κι απ’ το όρος Γιάανεκ ρέουν
στα βασίλεια του Βόρειου Πόλου.

O λόγος μας στοχαστικός και μετρημένος
αλλ’ οι σκέψεις μας ήταν αναιμικές, ξερές –
οι θύμησές μας ήταν ύπουλες, ξερές –
γιατί δε νιώθαμε πως ήταν Οχτώβρης,
και δεν προσέξαμε τη νύχτα της χρονιάς –
(αχ, εκείνη απ’ όλες τις νύχτες της χρονιάς!)
και δεν είδαμε τη μουντή λίμνη του Όβρη
(αν και κάποτε διαβήκαμ’ από δω)
κι ούτε νιώσαμε τη μούχλα της πικρόλιμνης του Όβρη
κι ούτε τα βρικολακιασμένα δάση του Γουήαρ.

Και τώρα, καθώς η νύχτα έφτανε στο γέρμα
και τ’ αστρικά ρολόγια δείχνανε πρωί –
τ’ αστρικά ρολόγια προϊδέαζαν πρωί –
και στου διάβα μας φάνηκε το τέρμα
μια νεφελώδης και αχνή μαρμαρυγή
απ’ όπου της Αστάρτης βγήκε η λειψή σελήνη
δικέρατη, διαμαντοστόλιστη πριν τη χαραυγή
ξεχωριστή, δικέρατη σελήνη.

Και είπα: «Απ’ την Άρτεμη αυτή είναι πιο θερμή:
πετάει μέσα σ’ αιθέρα αναστεναγμών –
ξεφαντώνει σε βασίλεια αναστεναγμών:
είδε τα δάκρυα που δε στέγνωσαν ακόμη
στις παρειές αυτές που το σκουλήκι ζει ακόμη
και διάβηκε απ’ τ’ άστρα του Λέοντα
να μας δείξει το ουράνιο μονοπάτι –
της γαλήνιας Λήθης το μονοπάτι,
βγήκε, ενάντια στο Λέοντα,
να μας φέξει με τα λαμπρά της μάτια –
πέρασε μέσ’ απ’ το άντρο του Λέοντα
με αγάπη στα φωτεινά της μάτια».

Αλλά η Ψυχή το δάχτυλό της ύψωσε
κι είπε: «Το άστρο αυτό το δυσπιστώ –
την ασυνήθιστη ωχρότητά του τη φοβούμαι: –
Αχ, σπεύσε! Να μη μείνουμε άλλο εδώ!
Να φύγουμε! Να πάμε! Μη χρονοτριβούμε!»
Με τρόμο μίλησε και άφησε να πέσουν
τα φτερά της και να συρθούν μέσα στη σκόνη –
αγωνιούσε κι έκλαιγε αφήνοντας να πέσουν
τα βαμβακένια της φτερά μέσα στη σκόνη –
και θλιβερά να σέρνονται μέσα στη σκόνη.

Και της απάντησα εγώ: «Όνειρο είναι απλά:
Ας συνεχίσουμε με το τρεμουλιαστό τούτο φως!
Ας μας λούσει το κρυστάλλινο τούτο φως!
Η σιβυλλική του αίγλη μας φέγγει λαμπρά
μ’ Ομορφιά κι Ελπίδα απόψε: –
Δες πώς τρεμοπαίζει στο στερέωμα απόψε!
Αχ, ασφαλώς να εμπιστευτούμε αυτή τη λάμψη,
και με σιγουριά θα μας πάει σωστά –
ασφαλώς να εμπιστευτούμε αυτή τη λάμψη,
και με σιγουριά θα μας πάει σωστά,
αφού τρεμοπαίζει στο στερέωμα απόψε».

Έτσι κανάκεψα την Ψυχή και τη φίλησα,
και την έβγαλα απ’ την κακοκεφιά της –
νικώντας τις φοβίες της και την κακοκεφιά της,
και στου ορίζοντα φτάσαμε το τέρμα,
αλλά σταματήσαμε στη θύρα ενός τύμβου –
στη θύρα ενός ενεπίγραφου τύμβου.
Κι είπα: «Τι γράφει εδώ, γλυκιά αδελφούλα
στη θύρα αυτού του ενεπίγραφου τύμβου;»
Απαντώντας μου είπε: «Ουλαλούμ – Ουλαλούμ –
είν’ ο τάφος της χαμένης σου Ουλαλούμ!

Πελιδνή και μαύρη έγινε τότε η καρδιά μου
σαν τα φύλλα τα τριμμένα και ξερά –
σαν τα φύλλα τα μαραμένα και ξερά.
Κι ανέκραξα: «Ήταν όντως νύχτα του Οχτώβρη
σαν τη νύχτ’ αυτή την περσινή χρονιά.
που πορεύτηκα εδώ κάτω – διάβηκα δω κάτω –
που φορτίο τρομερό έφερα εδώ κάτω –
τούτη τη νύχτα απ’ όλες της χρονιάς,
ποιος δαίμονας μ’ έφερ’ εδώ φονιάς;
Πολύ καλά γνωρίζω τώρα τη μουντή λίμνη του Όβρη
την ομίχλη του μεσόκαμπου Γουήαρ –
πολύ καλά γνωρίζω τη μούχλα της πικρόλιμνης του Όβρη
και τα βρικολακιασμένα τούτα δάση του Γουήαρ.


απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης

https://popaganda.gr/art/oulaloum-tou-entgkar-alan-poe/

Το ποίημα γράφτηκε το 1847, 10 μήνες μετά τον θάνατο της συζύγου (και ξαδέρφης του) Virginia Eliza Clemm Poe, σε νεαρή ηλικία (μόλις 24 ετών) από φυματίωση.Τον θάνατό της δεν τον ξεπέρασε ποτέ ο Πόε: ολοένα και πιό ασταθής ψυχολογικά (ποτέ βέβαια δεν ήταν ιδιαίτερα σταθερός), έκανε δυό αποτυχημένες απόπειρες να ξαναφτιάξει τη ζωή του, και τις δυό φορές με ποιήτριες


Ο αφηγητής περπατάει τη νύχτα του Οκτωβρίου, οδηγούμενος από ένα
αστέρι στην ορεινή λιμνούλα του Ώμπερ και τα δάση της μέσης περιοχής του Γουήρ, που είναι χώρος γεμάτος στοιχειά και καλικάντζαρους.
όπου συνειδητοποιεί ότι τον οδήγησε στον τάφο της Ουλαλούμης, της αγαπημένης του. Το ποίημα πραγματεύεται την απώλεια, τη λύπη και την αναπόφευκτη αντιμετώπιση των αναμνήσεων του παρελθόντος,

παρόμοια με άλλα ποιήματα του Πόε, όπως το «Το Κοράκι» και το «Annabel Γραμμένο σε anapestic trimetre (τρίμετρο αναπαιστικό μέτρο), το ποίημα είναι μια μπαλάντα με πλούσια γοτθική εικόνα, επαναλαμβανόμενους ήχους και επαναλαμβανόμενη χρήση των ρημάτων για να δημιουργήσει μια αίσθηση υπνωτικής, ρυθμικής Η ταυτότητα της Ουλαλούμης έχει αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης, αλλά ορισμένες ερμηνείες θεωρούν ότι το ποίημα είναι μια ψυχολογική σύγκρουση μεταξύ του αφηγητή και της ψυχής του σχετικά με την προσπάθεια αποφυγής της μνήμης της

Δεν υπάρχουν σχόλια: