Ήταν η Λυσίκομος Εκάβη.
Μη βάζεις στο νου σου πως καταπιάστηκα και με του Όμηρου τους ήρωες και τις ηρωίδες, απ’
αυτά εγώ, που να πάρ’ η οργή, έχω μεσάνυχτα, δε νιώθω τίποτα, τούβλο μοναχό.
Στον «Παρνασσό» βλέπεις δε μας μαθαίνανε τέτοια και στις πλώρες μέσα αν με βλέπανε να γυρεύω να μάθω αρχαία θα μ’ άρχιζαν στις φασίνες.
Σπανιόλικα, εγγλέζικα, να γυρεύεις να μάθεις σαν έχεις το κουράγιο στο επιτρέπουνε, μα όχι κι Όμηρο όλα κι όλα.
Πάνε τόσα χρόνια που διάβασα ένα απόσπασμα από την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη κι είπα αμέσως, τούτο το βιβλίο πρέπει να το πάρω, κι ακόμα δεν αξιώθηκα, δεν παίρνεται, με τη σύνταξη, δεν παίρνεται. Καημένα χρόνια π’ όποιο βιβλίο μ’ άρεσε…